Χριστίνα Κουλούρη, απο το περιοδικο Χρονος...
Οδηγούμαστε σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπου το σχολείο γίνεται ο Κρόνος της κοινωνίας...
Κάθε χρόνο σχεδόν, τα τελευταία χρόνια, η σχολική και ακαδημαϊκή χρονιά ξεκινάει με νέα δεδομένα:νόμοι που έχουν ψηφιστεί εσπευσμένα μέσα στις καλοκαιρινές διακοπές, καθηγητές που δεν έχουν πλέον τη δουλειά τους, αιφνίδιες μετακινήσεις και βεβιασμένες συνταξιοδοτήσεις, ελλείψεις βιβλίων και υποδομών, σύγχυση ως προς τι ισχύει, τι δεν ισχύει και τι θα ισχύει, απεργιακές κινητοποιήσεις. Και βεβαίως, το μείζον θέμα των εισαγωγικών εξετάσεων στο πανεπιστήμιο – τα (δύσκολα;) θέματα, οι (χαμηλές;) βάσεις, τα αποτελέσματα. Και, με τελετουργική περιοδικότητα, τα ρεπορτάζ για την «αποτυχία» των νέων, τα ελλείμματα της εκπαίδευσης, το κόστος των σπουδών. Η ρητορική καταδίκη του ελληνικού σχολείου αντέχει σε όλες τις θεσμικές αλλαγές, οι οποίες βεβαίως ευαγγελίζονται τη βελτίωσή του.
Η φετινή χρονιά δεν αποτελεί βεβαίως εξαίρεση. Το αντίθετο. Στις αρχές Σεπτεμβρίου ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος για το «Νέο Λύκειο», που αλλάζει για μια ακόμη φορά το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων στο πανεπιστήμιο. Από τον Ιούλιο ξεκίνησε το μέτρο της διαθεσιμότητας των εκπαιδευτικών. Συνολικά 2.122 εκπαιδευτικοί τέθηκαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας, με την ταυτόχρονη κατάργηση του τομέα Υγείας-Πρόνοιας και των ειδικοτήτων Γραφικών Τεχνών, Αισθητικής και Κομμωτικής Τέχνης στα ΕΠΑ.Λ. και στις ΕΠΑ.Σ. Με συνοπτικές διαδικασίες, 46 ειδικότητες της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης καταργήθηκαν. Αυτές οι αλλαγές ήρθαν να αθροιστούν σε προηγούμενες, όπως οι συγχωνεύσεις σχολείων και η διαθεσιμότητα των σχολικών φυλάκων.
Το κύμα των αλλαγών αποτυπώνει δύο διαφορετικές, και σε έναν βαθμό αντιφάσκουσες, όψεις: αφενός, τη συγκυριακή εικόνα καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης» που κυριαρχεί στον δημόσιο βίο της χώρας λόγω κρίσης και αφετέρου, τη μόνιμη και διαρκή επιθυμία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, που δεν συνδέεται απαραιτήτως με την κρίση. Σταθερή εξάλλου είναι και η εικόνα των σπασμωδικών και πρόχειρων αλλαγών σε μια λογική «ράβε-ξήλωνε», με αλλαγές διατάξεων και άρθρων την τελευταία στιγμή, ανάλογα με τις ομάδες πίεσης και τα πελατειακά δίκτυα. Ίσως αυτό αιτιολογεί τα δυσνόητα ελληνικά των νόμων και την κακή σύνταξη ή διατάξεις όπως εκείνη που προβλέπει την αναγνώριση πανεπιστημιακών πτυχίων ιατρικής και οδοντιατρικής που ελήφθησαν σε χώρες πριν από την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση!
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εκπαιδευτικό σύστημα χρειάζεται συνεχείς, λιγότερο ή περισσότερο δραστικές αλλαγές ώστε να παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις των επιστημών και να προσαρμόζεται στις κοινωνικές αλλαγές. Τα μαθήματα που διδάσκονται, οι στόχοι της διδασκαλίας, τα βιβλία και το εκπαιδευτικό υλικό εν γένει, η μόρφωση των εκπαιδευτικών αλλά ακόμη και η ίδια η σχολική τάξη και οι σχολικές δραστηριότητες πρέπει να αλλάζουν όχι μόνο από γενιά σε γενιά αλλά πολύ πιο γρήγορα.
Εντούτοις, κάθε αλλαγή δεν είναι αυτονόητα θετική ούτε αποτελεί εξ ορισμού «μεταρρύθμιση». Ανάλογα με το πολιτειακό καθεστώς και τις ιδεολογικοπολιτικές επιλογές των ηγετικών ελίτ, οι εκπαιδευτικές αλλαγές μπορεί να συνεπάγονται εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό ή, αντίθετα, οπισθοδρόμηση και συντηρητική αναδίπλωση. Αφετέρου, αλλαγές που αποτελούν απλώς τακτοποίηση ή ρύθμιση τεχνικών και διαδικαστικών ζητημάτων της εκπαίδευσης, χωρίς αναφορά στην ουσία και τα δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος, δεν αποτελούν μεταρρυθμίσεις.
Μέσα από αυτό το πρίσμα μπορεί να γίνει η αξιολόγηση των αλλαγών που έχουν προωθηθεί τα τελευταία χρόνια, με κορύφωση τον πρόσφατο νόμο για το «Νέο Λύκειο». Στην πραγματικότητα, ο νόμος αυτός δεν αλλάζει ενώ αντίθετα επιδεινώνει τρία βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος: α) τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα, υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του υπουργείου παιδείας, β) την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος με άξονα τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και με κεντρική βαθμίδα αναφοράς το λύκειο (όχι το δημοτικό ή την υποχρεωτική εκπαίδευση), γ) τον εξετασιοκεντρικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, με τον πολλαπλασιασμό των εξετάσεων και μάλιστα πανελλαδικού χαρακτήρα.
Αναβίωση του κοινωνικού δαρβινισμού
Τα χαρακτηριστικά αυτά παραπέμπουν σε πολιτικές επιλογές τις οποίες αξίζει να αναλύσουμε και να αξιολογήσουμε. Πώς σχεδιάζεται η εκπαιδευτική πολιτική, ποια κριτήρια ιεραρχούνται ως σημαντικότερα, ποιοι είναι οι ρητοί και υπόρρητοι στόχοι της; Ποιες αξίες προωθεί αυτό το είδος εκπαίδευσης, ποιους πολίτες διαμορφώνει, ποιες είναι οι ιδεολογικές και πολιτικές αναφορές του; Και βεβαίως, σε μια συγκυρία όπως η σημερινή όπου πλήττονται κυρίως οι νέες γενιές, ποιες πρωτοβουλίες παίρνει το κράτος ώστε να προετοιμάσει επαρκέστερα τους μελλοντικούς πολίτες και εργαζόμενους; Ποια εκπαιδευτικά μέτρα λαμβάνονται ώστε να προστατευτούν οι πλέον αδύναμοι, εκείνοι που, λόγω κρίσης, εκτίθενται πολύ περισσότερο στις συνέπειες της κοινωνικής ανισότητας;
Δυστυχώς, την ιδέα της δημοκρατικής εκπαίδευσης που καταπολεμά τις κοινωνικές ανισότητες κάθε μορφής έχει αντικαταστήσει σταθερά και συστηματικά η ιδέα της αριστείας. Παρακολουθούμε την αναβίωση, από τα σκονισμένα ντουλάπια του 19ου αιώνα, της ξεπερασμένης ιδεολογίας του κοινωνικού δαρβινισμού, στην οποία προσχωρούν πρόθυμα θύματα οι γονείς ανυποψίαστων δωδεκάχρονων παιδιών, με συνεχή φροντιστήρια και όλο και πιο δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος. Η ειρωνεία είναι ότι η αλλαγή του ισχύοντος συστήματος προτείνεται, στην αιτιολογική έκθεση του πρόσφατου νόμου, ως θεραπεία στο «κύκλωμα παραπαιδείας» το οποίο αφαιρεί, λόγω κόστους, ευκαιρίες από τους οικονομικά ασθενέστερους. Πράγματι υπάρχει αυτό το πάγιο πρόβλημα, αλλά ποια είναι η λύση; Προφανώς όχι ο πολλαπλασιασμός των εξετάσεων, και επομένως των αναγκαίων φροντιστηρίων, με το σκεπτικό ότι «αφού δεν θα έχουν να πληρώσουν τόσα λεφτά, δεν θα πηγαίνουν φροντιστήριο»! Σε αυτή τη «φυσική επιλογή» επιβιώνουν οι πλουσιότεροι και όχι οι «άριστοι».
Απαξίωση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης
Ποιο είναι το κρίσιμο ζήτημα; Όλες αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» χτίζονται πάνω στη συστηματική και μεθοδική απαξίωση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης και των λειτουργών της. Η απαξίωση αφορά σε όλες τις βαθμίδες αλλά έχει εκδηλωθεί πολύ πιο έντονα σε σχέση με το Λύκειο και το Πανεπιστήμιο. Η υποβάθμιση της αξίας των πανεπιστημιακών πτυχίων επειδή θεωρούνται ότι δεν οδηγούν σε επαγγελματική αποκατάσταση (σα να είναι μόνο η Αγορά που δίνει αξία στην Επιστήμη), η υποβάθμιση του κοινωνικού κύρους των δασκάλων και των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με τη δραματική μείωση των μισθών τους, η απαξίωση του πανεπιστημίου ως «χώρου πράξεων βίας και βανδαλισμών» και δυνάμει εκκολαπτηρίου τρομοκρατών, η περιφρόνηση προς κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα ως «διατάραξη της τάξης» και της εκπαιδευτικής «κανονικότητας» αποτελούν μερικές μόνο όψεις αυτής της απαξίωσης. Αν αυτό συνδυαστεί με την επίκληση της «έκτακτης ανάγκης», οδηγούμαστε σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που συνεχώς αποκλείει αντί να περικλείει, ένα σχολείο που διώχνει τα παιδιά του. Εφιαλτικό σενάριο: το σχολείο γίνεται ο Κρόνος της κοινωνίας.
Σε ένα περιβάλλον κρίσης, το σχολείο οφείλει να περιφρουρεί τις αξίες της ισότητας και της δημοκρατίας, να δίνει τη δυνατότητα της ελεύθερης πρόσβασης στη γνώση σε εκείνες ακριβώς τις κοινωνικές ομάδες που πλήττονται περισσότερο. Στο απαξιωμένο σχολείο, όπου θα διδάσκουν απαξιωμένοι και απογοητευμένοι εκπαιδευτικοί, δεν θα στέλνουν τα παιδιά τους οι εύπορες τάξεις. Έχουν άλλες διεξόδους. Δεν θα μπορούν να στείλουν όμως τα παιδιά τους ούτε τα κατώτερα στρώματα, εφόσον η σχολική πρόοδος θα περνά μέσα από τις συμπληγάδες συνεχών εξετάσεων, που θα τροφοδοτούν τη λειτουργία της παραπαιδείας. Το ελληνικό σχολείο απλώς θα ερημώσει.
Οδηγούμαστε σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπου το σχολείο γίνεται ο Κρόνος της κοινωνίας...
Η φετινή χρονιά δεν αποτελεί βεβαίως εξαίρεση. Το αντίθετο. Στις αρχές Σεπτεμβρίου ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος για το «Νέο Λύκειο», που αλλάζει για μια ακόμη φορά το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων στο πανεπιστήμιο. Από τον Ιούλιο ξεκίνησε το μέτρο της διαθεσιμότητας των εκπαιδευτικών. Συνολικά 2.122 εκπαιδευτικοί τέθηκαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας, με την ταυτόχρονη κατάργηση του τομέα Υγείας-Πρόνοιας και των ειδικοτήτων Γραφικών Τεχνών, Αισθητικής και Κομμωτικής Τέχνης στα ΕΠΑ.Λ. και στις ΕΠΑ.Σ. Με συνοπτικές διαδικασίες, 46 ειδικότητες της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης καταργήθηκαν. Αυτές οι αλλαγές ήρθαν να αθροιστούν σε προηγούμενες, όπως οι συγχωνεύσεις σχολείων και η διαθεσιμότητα των σχολικών φυλάκων.
Το κύμα των αλλαγών αποτυπώνει δύο διαφορετικές, και σε έναν βαθμό αντιφάσκουσες, όψεις: αφενός, τη συγκυριακή εικόνα καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης» που κυριαρχεί στον δημόσιο βίο της χώρας λόγω κρίσης και αφετέρου, τη μόνιμη και διαρκή επιθυμία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, που δεν συνδέεται απαραιτήτως με την κρίση. Σταθερή εξάλλου είναι και η εικόνα των σπασμωδικών και πρόχειρων αλλαγών σε μια λογική «ράβε-ξήλωνε», με αλλαγές διατάξεων και άρθρων την τελευταία στιγμή, ανάλογα με τις ομάδες πίεσης και τα πελατειακά δίκτυα. Ίσως αυτό αιτιολογεί τα δυσνόητα ελληνικά των νόμων και την κακή σύνταξη ή διατάξεις όπως εκείνη που προβλέπει την αναγνώριση πανεπιστημιακών πτυχίων ιατρικής και οδοντιατρικής που ελήφθησαν σε χώρες πριν από την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση!
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εκπαιδευτικό σύστημα χρειάζεται συνεχείς, λιγότερο ή περισσότερο δραστικές αλλαγές ώστε να παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις των επιστημών και να προσαρμόζεται στις κοινωνικές αλλαγές. Τα μαθήματα που διδάσκονται, οι στόχοι της διδασκαλίας, τα βιβλία και το εκπαιδευτικό υλικό εν γένει, η μόρφωση των εκπαιδευτικών αλλά ακόμη και η ίδια η σχολική τάξη και οι σχολικές δραστηριότητες πρέπει να αλλάζουν όχι μόνο από γενιά σε γενιά αλλά πολύ πιο γρήγορα.
Εντούτοις, κάθε αλλαγή δεν είναι αυτονόητα θετική ούτε αποτελεί εξ ορισμού «μεταρρύθμιση». Ανάλογα με το πολιτειακό καθεστώς και τις ιδεολογικοπολιτικές επιλογές των ηγετικών ελίτ, οι εκπαιδευτικές αλλαγές μπορεί να συνεπάγονται εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό ή, αντίθετα, οπισθοδρόμηση και συντηρητική αναδίπλωση. Αφετέρου, αλλαγές που αποτελούν απλώς τακτοποίηση ή ρύθμιση τεχνικών και διαδικαστικών ζητημάτων της εκπαίδευσης, χωρίς αναφορά στην ουσία και τα δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος, δεν αποτελούν μεταρρυθμίσεις.
Μέσα από αυτό το πρίσμα μπορεί να γίνει η αξιολόγηση των αλλαγών που έχουν προωθηθεί τα τελευταία χρόνια, με κορύφωση τον πρόσφατο νόμο για το «Νέο Λύκειο». Στην πραγματικότητα, ο νόμος αυτός δεν αλλάζει ενώ αντίθετα επιδεινώνει τρία βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος: α) τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα, υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του υπουργείου παιδείας, β) την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος με άξονα τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και με κεντρική βαθμίδα αναφοράς το λύκειο (όχι το δημοτικό ή την υποχρεωτική εκπαίδευση), γ) τον εξετασιοκεντρικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, με τον πολλαπλασιασμό των εξετάσεων και μάλιστα πανελλαδικού χαρακτήρα.
Αναβίωση του κοινωνικού δαρβινισμού
Τα χαρακτηριστικά αυτά παραπέμπουν σε πολιτικές επιλογές τις οποίες αξίζει να αναλύσουμε και να αξιολογήσουμε. Πώς σχεδιάζεται η εκπαιδευτική πολιτική, ποια κριτήρια ιεραρχούνται ως σημαντικότερα, ποιοι είναι οι ρητοί και υπόρρητοι στόχοι της; Ποιες αξίες προωθεί αυτό το είδος εκπαίδευσης, ποιους πολίτες διαμορφώνει, ποιες είναι οι ιδεολογικές και πολιτικές αναφορές του; Και βεβαίως, σε μια συγκυρία όπως η σημερινή όπου πλήττονται κυρίως οι νέες γενιές, ποιες πρωτοβουλίες παίρνει το κράτος ώστε να προετοιμάσει επαρκέστερα τους μελλοντικούς πολίτες και εργαζόμενους; Ποια εκπαιδευτικά μέτρα λαμβάνονται ώστε να προστατευτούν οι πλέον αδύναμοι, εκείνοι που, λόγω κρίσης, εκτίθενται πολύ περισσότερο στις συνέπειες της κοινωνικής ανισότητας;
Δυστυχώς, την ιδέα της δημοκρατικής εκπαίδευσης που καταπολεμά τις κοινωνικές ανισότητες κάθε μορφής έχει αντικαταστήσει σταθερά και συστηματικά η ιδέα της αριστείας. Παρακολουθούμε την αναβίωση, από τα σκονισμένα ντουλάπια του 19ου αιώνα, της ξεπερασμένης ιδεολογίας του κοινωνικού δαρβινισμού, στην οποία προσχωρούν πρόθυμα θύματα οι γονείς ανυποψίαστων δωδεκάχρονων παιδιών, με συνεχή φροντιστήρια και όλο και πιο δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος. Η ειρωνεία είναι ότι η αλλαγή του ισχύοντος συστήματος προτείνεται, στην αιτιολογική έκθεση του πρόσφατου νόμου, ως θεραπεία στο «κύκλωμα παραπαιδείας» το οποίο αφαιρεί, λόγω κόστους, ευκαιρίες από τους οικονομικά ασθενέστερους. Πράγματι υπάρχει αυτό το πάγιο πρόβλημα, αλλά ποια είναι η λύση; Προφανώς όχι ο πολλαπλασιασμός των εξετάσεων, και επομένως των αναγκαίων φροντιστηρίων, με το σκεπτικό ότι «αφού δεν θα έχουν να πληρώσουν τόσα λεφτά, δεν θα πηγαίνουν φροντιστήριο»! Σε αυτή τη «φυσική επιλογή» επιβιώνουν οι πλουσιότεροι και όχι οι «άριστοι».
Απαξίωση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης
Ποιο είναι το κρίσιμο ζήτημα; Όλες αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» χτίζονται πάνω στη συστηματική και μεθοδική απαξίωση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης και των λειτουργών της. Η απαξίωση αφορά σε όλες τις βαθμίδες αλλά έχει εκδηλωθεί πολύ πιο έντονα σε σχέση με το Λύκειο και το Πανεπιστήμιο. Η υποβάθμιση της αξίας των πανεπιστημιακών πτυχίων επειδή θεωρούνται ότι δεν οδηγούν σε επαγγελματική αποκατάσταση (σα να είναι μόνο η Αγορά που δίνει αξία στην Επιστήμη), η υποβάθμιση του κοινωνικού κύρους των δασκάλων και των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με τη δραματική μείωση των μισθών τους, η απαξίωση του πανεπιστημίου ως «χώρου πράξεων βίας και βανδαλισμών» και δυνάμει εκκολαπτηρίου τρομοκρατών, η περιφρόνηση προς κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα ως «διατάραξη της τάξης» και της εκπαιδευτικής «κανονικότητας» αποτελούν μερικές μόνο όψεις αυτής της απαξίωσης. Αν αυτό συνδυαστεί με την επίκληση της «έκτακτης ανάγκης», οδηγούμαστε σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που συνεχώς αποκλείει αντί να περικλείει, ένα σχολείο που διώχνει τα παιδιά του. Εφιαλτικό σενάριο: το σχολείο γίνεται ο Κρόνος της κοινωνίας.
Σε ένα περιβάλλον κρίσης, το σχολείο οφείλει να περιφρουρεί τις αξίες της ισότητας και της δημοκρατίας, να δίνει τη δυνατότητα της ελεύθερης πρόσβασης στη γνώση σε εκείνες ακριβώς τις κοινωνικές ομάδες που πλήττονται περισσότερο. Στο απαξιωμένο σχολείο, όπου θα διδάσκουν απαξιωμένοι και απογοητευμένοι εκπαιδευτικοί, δεν θα στέλνουν τα παιδιά τους οι εύπορες τάξεις. Έχουν άλλες διεξόδους. Δεν θα μπορούν να στείλουν όμως τα παιδιά τους ούτε τα κατώτερα στρώματα, εφόσον η σχολική πρόοδος θα περνά μέσα από τις συμπληγάδες συνεχών εξετάσεων, που θα τροφοδοτούν τη λειτουργία της παραπαιδείας. Το ελληνικό σχολείο απλώς θα ερημώσει.
ΥΓ. Με γενικό θέμα «Από το Σχολείο της Μεταπολίτευσης στο Σχολείο της Κρίσης» η Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας οργανώνει σειρά τεσσάρων Κρίση-μων Σεμιναρίων από τις 15 Οκτωβρίου έως τις 3 Δεκεμβρίου 2013. Το αναλυτικό πρόγραμμα είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου