«Αγαπητέ κύριε διευθυντά,
Σας γράφω με την λιγοστή ελπίδα ότι πιθανά θα υπάρχει κάποια ανοιχτή θέση εργασίας στην εταιρεία σας. Σε αυτή τη φάση που βρίσκομαι ο,τι τυχόν μου προτείνετε θα είναι αποδεκτό και από άποψη περιεχομένου εργασίας και από άποψη μισθολιγική. Είμαι 52 χρονών, έχω σπουδάσει Οικονομκά με μεταπτυχιακό στο Παρίσι. Εχω διδάξει σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού και τα τελευταία 12 χρόνια είχα μια δική μου μικρή εκδοτική εταιρεία εδώ στην Ελλάδα.Η προσπαθεια μας ήταν πάντα να παράγουμε ποιοτική δουλειά και να είμαστε εντάξει με τις κάθε είδους υποχρεώσεις μας απέναντι στους συνεργάτες αλλά και απέναντι στις κατα καιρούς παράλογες απαιτήσεις του κράτους. Έτσι όπως πηγαιναν όμως τα πράγματα και μέσα στο γενικό κλίμα διαπλοκής, διαφθοράς και οικονομικής κρίσης αναγκαστηκα τελικά να κλείσω την εταιρεία πριν τρία χρόνια όσο ακόμα μπορούσα να αντιμετωπίσω τα χρέη μου και λίγο πριν την απόλυτη καταστροφή. Από τότε όμως έχω έρθει προσωπο με προσωπο με το κενο.
Όπου και να στραφώ «είστε υπερμορφωμένη» μου λένε, «οι εργοδοτικές σας εισφορές θα μας επιβαρύνουν δισβάσταχτα», «όταν έχουμε κάποια θέση προσλαμβάνουμε νέα παιδιά που αντέχουν, ανασφάλιστα με 300 ευρώ τον μήνα». Ξέρετε, κύριε διευθυντα, εγώ πέφτω ανάμεσα στις χαραμάδες των στατιστικών και των αριθμών.
Δεν θεωρούμαι άνεργη, ούτε απολυμένη ούτε σε διαθεσιμότητα όμως στην ουσία ειμαι. Νιώθω έντονα το στίγμα της αποτυχίας, κάπως σαν να έχω φταίξει εγώ που έφτασα εδώ, σαν να έχω κάνει τις λάθος κινήσεις και τις λάθος επιλογές, σαν να είμαι απλά οκνηρή και που αν ήθελα θα έβρισκα κάτι να κάνω.
Και ξέρετε, κύριε διευθυντα, ενω δεν είμαι πια νέα και οι αντοχές μου έχουν μειωθεί, δεν είμαι ακόμα σε εκείνη τη φάση της ζωής που θα μπορούσα να αποσυρθώ στα βιβλία μου με μια σύνταξη (αμφίβολο αν θα την πάρω και ποτέ έτσι που πάνε τα πράγματα αφού δεν θα έχω καν συμπληρώσει τα συντάξιμα χρόνια) κι έχω ανάγκη τα λεφτά για να επιβιώσω.
Τα ελάχιστα χρήματα που είχα καταφέρει μέσα στα χρόνια δουλειάς να αποταμιευσω έχουν όλα τελειώσει και ο ενοικιαστής του μικρού διαμερίσματος που μου είχε αφήσει ο πατέρας μου (μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς και εκείνος) δεν μπορεί να μου πληρώσει το ενοίκιο γιατί είναι κι εκείνος άνεργος. Πως να του βάλω το μαχαίρι στο λαιμό του ανθρώπου; Μου λένε να ασχοληθώ με τον εθελοντισμό και να προσφέρω κοινωνικό έργο.
Θα το ήθελα πολύ αυτό κύριε διευθυντά μου, αλλά όσο κι αν κάτι τέτοιο με κάνει να νιώθω καλύτερος άνθρωπος και όσο και να μπορώ να προσφέρω στον ελεύθερο χρόνο μου, έχω συγχρόνως ανάγκη να πληρώνομαι. Δεν θα αναφερθώ καν στο γεγονός ότι θα ήθελα πρωτίστως να δω το κράτος να αναλαμβάνει θεσμικά αυτούς τους ρόλους της κοινωνικής προσφοράς αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας επί του παρόντος.
Κυριε διευθυντά, δεν ζητάω έναν παχυλό μισθό όπως τα 5.500 ευρώ «αποζημίωση» των βουλευτών μας αλλά έναν μισθό που θα μπορούσε να μου ξαναχαρίσει την χαμένη μου αξιοπρέπεια. Ξέρετε στην ηλικία μου, που τα παιδιά έχουν φύγει πια από το σπίτι και τα γηρατειά είναι πρό των θυρών, στην ηλικία αυτή που όλοι οι ρόλοι αποδομούνται, η ανεργία και η ελλειψη ανθρώπινης επαφής στον εργασιακό χώρο, το δημιουργικό κενό στα λίγα χρόνια που μένουν ακόμα να αξιοποιήσει ακόμα κανείς τις όποιες δυνατότητες διαθέτει αλλά και η οικονομκή ανέχεια δύσκολα αντιμετωπίζονται.
Ανήκω στις ομάδες εκείνες βλέπετε, κύριε διευθυντά μου, που σπάνια απασχολούν τα ΜΜΕ, τον πολιτικό κόσμο και τις εταιρείες ερευνών. Είμαι και γυναίκα και μεσήλικη, δεν πέφτω λοιπόν εύκολα σε καμμία ομάδα ενδιαφέροντος. Είμαι απλά όλο και περισσότερο στο περιθώριο της ζωής.
Για αυτό επιμένω, κύριε διευθυντά μου, ότι οποιαδήποτε δουλειά μου δώσει πίσω λίγη αξιοπρέπεια για να μπορέσω να πληρώσω τουλάχιστον τους λογαριασμούς και τα χαράτσια και τους φόρους μου, μια δουλειά που θα με κάνει να μην νιώθω παριάς και άχρηστο αντιπαραγωγικό μέλος της κοινωνίας, μια δουλειά που θα απέσυρε το στίγμα και την ντροπή της ανεργίας θα ήταν ευπρόσδεκτη.
Το ξέρω και το αναγνωρίζω ότι η ανεργία των νέων είναι μια πραγματική πληγή για τη χώρα (έχω άλλωστε παιδιά και ξέρω τι αντιμετωπίζουν) και ότι το δικό μου θέμα μπορεί να φαντάζει ευτελές σε μια κοινωνία και σε μια οικονομία που όλα βυθίζονται καθημερινά σε χειρότερο τέλμα, παρά τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς για την ανάπτυξη που βρίσκεται ήδη εδώ (έγω πάντως ούτε την βλέπω ούτε την νιώθω), αλλά υπήρξαν και τίμιοι και σωστοί εργαζόμενοι κυριε διευθυντά μου, και αυτοί είναι που σήμερα νιώθουν προδωμένοι και πολύ, μα πάρα πολύ, πληγωμένοι.
Αυτοί είναι που πέφτουν από τα μπαλκόνια ή τρελλαίνονται ή κυκλοφορούν σιωπηλοί ανάμεσα μας με το βλέμμα στο κενο, που ξενητεύονται στα γεράματα ή κρύβονται στις σκιές για να μην τους δει η γειτονιά στα συσσίτια. Και είναι πολλές χιλιάδες αυτοί οι μεσήλικες άνθρωποι που ακόμα είχαν πολλά να προσφέρουν.
Ίσως, κύριε διυθυντά μου, του καθενός μας η ιστορία μέσα σε ένα ολόκληρο κοινωνικό σύνολο που τόσο βασανίζεται να μην είναι καθόλου ιδιαίτερη ούτε σημαντική. Ο καθένας από εμας που ζει μέσα στην κατάθλιψη, στην ένδοια κάθε είδους ή που βιώνει την παντελή έλλειψη αυτοεκτίμησης και πια ούτε ελπίζει σε κάτι ούτε ονειρεύεται αποτελεί την παραπλευρη απώλεια της κρίσης και της πολιτικής της λιτότητας όπου πια μόνο οι αριθμοί έχουν αξιολογήσιμη σημασία.
Με συγχωρείτε που σας κούρασα με τα θέματα μου κύριε διευθυντά. Μια αίτηση δουλειάς ξεκίνησα να κάνω και σας έκανα εξομολογητή μου. Φτάνει ως εδώ λοιπόν. Σας επισυνάπτω ένα βιογραφικό μου και σας ευχαριστώ εκ των προτέρων για το ενδιαφέρον σας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου