του Χρηστου Λασκου, απο το Red NoteBook...
Ξέρω πως τα θέματά μας αυτές τις μέρες είναι άλλα. Η υγεία, οι απολύσεις, η καταστροφή των πανεπιστημίων κυριαρχούν –και δικαίως– στη σκέψη και στις παρεμβάσεις μας. Θα έπρεπε, ίσως, η στήλη με κάτι από αυτά να ασχοληθεί. Δεν θα το κάνω. Απλώς, γιατί τυχαία διάβασα σήμερα το σχόλιο της Άντζελας Δημητρακάκη, στην Εφημερίδα των Συντακτών του περασμένου Σαββάτου.
Η Δημητρακάκη παίρνει αφορμή από το Stoner του John Williams, την ιστορία ενός αγροτόπαιδου, που ανέρχεται κοινωνικά, στο πρώτο μισό του 20ού αι. στην Αμερική του Μεγάλου Πολέμου, του κραχ του ’29 και του Β΄ Παγκοσμίου, την «ιστορία της ζωής του William Stoner», όπως θα μπορούσε κανείς να το δει. Η ίδια δεν το είδε έτσι. Αυτό που διέγνωσε να αποτυπώνεται στο μυθιστόρημα –«τέτοιας οξυδερκούς αισθητικής και επαναστατικής ηθικής»– είναι η αδυναμία αλληλεγγύης.
«Αδυναμία αλληλεγγύης ανάμεσα σε γονείς και παιδιά. Σε καθηγητές και φοιτητές. Σε όσους πηγαίνουν να πολεμήσουν και όσους δεν πηγαίνουν. Αλλά κυρίως την αδυναμία αλληλεγγύης ανάμεσα σε έναν άντρα της εργατικής τάξης και σε μια γυναίκα της μεσοαστικής τάξης καταδικασμένης στην οικιακή σκλαβιά, παρά το ό,τι και οι δύο αναγνωρίζουν την καταπίεσή τους από τους μηχανισμούς εξουσίας που τους εξισώνει και τους αναλώνει ως καύσιμο αναπαραγωγής του συστήματος».
Η Δημητρακάκη κλείνει γράφοντας πως αυτή η αδυναμία αλληλεγγύης ήταν που την έκανε να κλάψει πικρά στο αεροδρόμιο, όπου τελείωσε το βιβλίο. Και με έβαλε σε σκέψεις. Για την αδυναμία αλληλεγγύης των εργαζόμενων στους άνεργους, των «ευνοημένων» προς τους τσαλαπατημένους, των δημόσιων προς τους ιδιωτικούς, των ημεδαπών προς τους μετανάστες, των… ων ουκ έστιν αριθμός.
Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά –κι έχουμε πει, μια και κει δίνουμε κυρίως βάρος– για τις μακροσκοπικές αιτίες αυτής της κατάστασης. Για τις ευθύνες των θεσμών, του σχολείου, των συνδικάτων και των κομμάτων, των αριστερών συμπεριλαμβανομένων. Για τη συστηματική δουλειά των μίντια, που διαγκωνίζονται ποιο θα συμβάλλει περισσότερο στον κατακερματισμό και στον επακόλουθο κοινωνικό κανιβαλισμό. Και γι’ άλλα αντίστοιχα. Χάνουμε, όμως, σ’ αυτήν την περίπτωση, νομίζω, κάτι ουσιώδες, που μπορεί να αναζητηθεί αν, ξεχνώντας για λίγο τις αιτίες, σκύψουμε αποκλειστικά και μόνο στα συμπτώματα.
Να αντιληφθούμε, δηλαδή, την αδυναμία αλληλεγγύης, ως διάχυτη σε ακραίο βαθμό στις κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού ανθρωπολογική συνθήκη. Φαίνεται, πράγματι, σαν να έχει κυριαρχήσει ένας ανθρώπινος τύπος, ο οποίος είναι τόσο περίκλειστος στον εαυτό του, που μοιάζει να συνιστά την ατομική μονάδα, πανομοιότυπη κατά μυριάδες, εφαρμογής του θατσερικού μότο «η κοινωνία δεν υπάρχει…». Κάτι σαν τη μονάδα χωρίς παράθυρα, για να θυμηθούμε και το μεγάλο φιλόσοφο, που έγραφε μοναδολογίες.
Όπως υποστήριξε ο Ζαν Κλωντ Μισεά στην Εκπαίδευση της αμάθειας, που μας γνώρισε στα ελληνικά ο Άγγελος Ελεφάντης πριν από μια δεκαετία περίπου, «[α]ν είναι αλήθεια, όπως έγραψε ο Ντεμπόρ, ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της “η κυριαρχία του θεάματος ανέθρεψε μια γενιά υποταγμένη στους κανόνες της”, είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε ότι ο καπιταλισμός, στον πόλεμο που τον φέρνει αντιμέτωπο με την ανθρωπότητα, φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια επήρε ένα μεγάλο προβάδισμα» (Μισεά, Η Εκπαίδευση της αμάθειας, Βιβλιόραμα, 2002, σ. 58). Κι αυτό που λέει ο Μισεά αφορά μια πολύ διευρυμένη «γενιά», το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού στις καπιταλιστικές μητροπόλεις πλην, ίσως, των γερόντων. Όλους όσους, δηλαδή, διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο της αναπτυγμένης κοινωνίας του θεάματος. Έστω κι αν ο ίδιος έχει μια ιδιαίτερη εμμονή και απέχθεια στους baby boomers 68ρηδες, τα παιδιά του Μαρξ και της Κόκα Κόλα.
Ισχυρίζεται, λοιπόν, ο στριφνός γάλλος πως το «καθαρό καπιταλιστικό φαντασιακό» έχει σε τέτοιο βαθμό κατισχύσει στο ασυνείδητο, αλλά και στη συνείδηση, των ανθρώπων που τα πράγματα γίνονται πολύ ζόρικα για όσους αμφισβητούν τον καπιταλισμό. Και ο ατομικισμός είναι μια μόνο διάσταση αυτού του φαντασιακού [1].
Τι κάνουμε, λοιπόν, μ’ αυτό; Μπορούμε να φανταστούμε αριστερό πολιτικό αγώνα που δεν αναμετριέται μαζί του; Δεν μπορούμε. Όπως δεν μπορούμε να ενδυναμώσουμε την αλληλέγγυα δουλειά, τόσο κεντρική στην παρέμβασή μας, αν δεν σπάσουμε την αδυναμία αλληλεγγύης.
Το καλό νέο είναι πως ισχύει και το αντίστροφο. Δεδομένου πως οι «ιδέες» δεν είναι παρά υλικές πρακτικές –και όχι σε τελευταία ανάλυση–, η μέθοδος είναι να θέσουμε αυτές τις πρακτικές σε πρώτη προτεραιότητα και να συμμετάσχουμε όλοι και με όλες μας τις δυνάμεις. Να πειστούμε για να πείσουμε.
Μέχρι πρόσφατα πολλοί ανάμεσά μας αμφισβητούσαν την αξία των πρακτικών αλληλεγγύης. Αρκετοί τις λοιδορούσαν, κιόλας, ως φιλανθρωπία αγνοώντας την επισήμανση πως η αλληλεγγύη σημαίνει πρακτική που επιδιώκει να εμπλέκει ως δραστήρια υποκείμενα όλους όσους αφορά. Αυτό, νομίζω, πως αλλάζει, πράγμα που αυξάνει τις πιθανότητες μιας ανατροπής. Γιατί αν είναι πολλοί ακόμη ανάμεσά μας όσοι δεν κατανοούν πως «αυτό» είναι σοσιαλισμός πολύ περισσότερο από τις κρατικοποιήσεις, τότε το πρόβλημά μας είναι σχεδόν άλυτο.
Η έμπρακτη άρση της αδυναμίας αλληλεγγύης, η επέκταση εστιών εξισωτικής και αλληλέγγυας δράσης είναι προϋπόθεση του επιδιωκόμενου και αναγκαίου κοινωνικού μετασχηματισμού. Σε μια στρατηγική δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό, μάλιστα, με τους όρους που το θέτει ο Πουλαντζάς, αυτή η επέκταση δεν οδηγεί στον κοινωνικό μετασχηματισμό, είναι ήδη κοινωνικός μετασχηματισμός.
_________________________
[1] Αν, όπως λέει ο Ντεμπόρ στη παράγραφο 34 της Κοινωνίας του Θεάματος, «Το θέαμα είναι το κεφάλαιο σε τέτοιο βαθμό συσσωρευμένο, ώστε να μετατρέπεται σε εικόνα», εικόνα τελικά του εαυτού, αγαπώντας τον εαυτό με τόσο αποκλειστικό τρόπο είναι το κεφάλαιο που αγαπάμε.
Η Δημητρακάκη παίρνει αφορμή από το Stoner του John Williams, την ιστορία ενός αγροτόπαιδου, που ανέρχεται κοινωνικά, στο πρώτο μισό του 20ού αι. στην Αμερική του Μεγάλου Πολέμου, του κραχ του ’29 και του Β΄ Παγκοσμίου, την «ιστορία της ζωής του William Stoner», όπως θα μπορούσε κανείς να το δει. Η ίδια δεν το είδε έτσι. Αυτό που διέγνωσε να αποτυπώνεται στο μυθιστόρημα –«τέτοιας οξυδερκούς αισθητικής και επαναστατικής ηθικής»– είναι η αδυναμία αλληλεγγύης.
«Αδυναμία αλληλεγγύης ανάμεσα σε γονείς και παιδιά. Σε καθηγητές και φοιτητές. Σε όσους πηγαίνουν να πολεμήσουν και όσους δεν πηγαίνουν. Αλλά κυρίως την αδυναμία αλληλεγγύης ανάμεσα σε έναν άντρα της εργατικής τάξης και σε μια γυναίκα της μεσοαστικής τάξης καταδικασμένης στην οικιακή σκλαβιά, παρά το ό,τι και οι δύο αναγνωρίζουν την καταπίεσή τους από τους μηχανισμούς εξουσίας που τους εξισώνει και τους αναλώνει ως καύσιμο αναπαραγωγής του συστήματος».
Η Δημητρακάκη κλείνει γράφοντας πως αυτή η αδυναμία αλληλεγγύης ήταν που την έκανε να κλάψει πικρά στο αεροδρόμιο, όπου τελείωσε το βιβλίο. Και με έβαλε σε σκέψεις. Για την αδυναμία αλληλεγγύης των εργαζόμενων στους άνεργους, των «ευνοημένων» προς τους τσαλαπατημένους, των δημόσιων προς τους ιδιωτικούς, των ημεδαπών προς τους μετανάστες, των… ων ουκ έστιν αριθμός.
Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά –κι έχουμε πει, μια και κει δίνουμε κυρίως βάρος– για τις μακροσκοπικές αιτίες αυτής της κατάστασης. Για τις ευθύνες των θεσμών, του σχολείου, των συνδικάτων και των κομμάτων, των αριστερών συμπεριλαμβανομένων. Για τη συστηματική δουλειά των μίντια, που διαγκωνίζονται ποιο θα συμβάλλει περισσότερο στον κατακερματισμό και στον επακόλουθο κοινωνικό κανιβαλισμό. Και γι’ άλλα αντίστοιχα. Χάνουμε, όμως, σ’ αυτήν την περίπτωση, νομίζω, κάτι ουσιώδες, που μπορεί να αναζητηθεί αν, ξεχνώντας για λίγο τις αιτίες, σκύψουμε αποκλειστικά και μόνο στα συμπτώματα.
Να αντιληφθούμε, δηλαδή, την αδυναμία αλληλεγγύης, ως διάχυτη σε ακραίο βαθμό στις κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού ανθρωπολογική συνθήκη. Φαίνεται, πράγματι, σαν να έχει κυριαρχήσει ένας ανθρώπινος τύπος, ο οποίος είναι τόσο περίκλειστος στον εαυτό του, που μοιάζει να συνιστά την ατομική μονάδα, πανομοιότυπη κατά μυριάδες, εφαρμογής του θατσερικού μότο «η κοινωνία δεν υπάρχει…». Κάτι σαν τη μονάδα χωρίς παράθυρα, για να θυμηθούμε και το μεγάλο φιλόσοφο, που έγραφε μοναδολογίες.
Όπως υποστήριξε ο Ζαν Κλωντ Μισεά στην Εκπαίδευση της αμάθειας, που μας γνώρισε στα ελληνικά ο Άγγελος Ελεφάντης πριν από μια δεκαετία περίπου, «[α]ν είναι αλήθεια, όπως έγραψε ο Ντεμπόρ, ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της “η κυριαρχία του θεάματος ανέθρεψε μια γενιά υποταγμένη στους κανόνες της”, είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε ότι ο καπιταλισμός, στον πόλεμο που τον φέρνει αντιμέτωπο με την ανθρωπότητα, φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια επήρε ένα μεγάλο προβάδισμα» (Μισεά, Η Εκπαίδευση της αμάθειας, Βιβλιόραμα, 2002, σ. 58). Κι αυτό που λέει ο Μισεά αφορά μια πολύ διευρυμένη «γενιά», το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού στις καπιταλιστικές μητροπόλεις πλην, ίσως, των γερόντων. Όλους όσους, δηλαδή, διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο της αναπτυγμένης κοινωνίας του θεάματος. Έστω κι αν ο ίδιος έχει μια ιδιαίτερη εμμονή και απέχθεια στους baby boomers 68ρηδες, τα παιδιά του Μαρξ και της Κόκα Κόλα.
Ισχυρίζεται, λοιπόν, ο στριφνός γάλλος πως το «καθαρό καπιταλιστικό φαντασιακό» έχει σε τέτοιο βαθμό κατισχύσει στο ασυνείδητο, αλλά και στη συνείδηση, των ανθρώπων που τα πράγματα γίνονται πολύ ζόρικα για όσους αμφισβητούν τον καπιταλισμό. Και ο ατομικισμός είναι μια μόνο διάσταση αυτού του φαντασιακού [1].
Τι κάνουμε, λοιπόν, μ’ αυτό; Μπορούμε να φανταστούμε αριστερό πολιτικό αγώνα που δεν αναμετριέται μαζί του; Δεν μπορούμε. Όπως δεν μπορούμε να ενδυναμώσουμε την αλληλέγγυα δουλειά, τόσο κεντρική στην παρέμβασή μας, αν δεν σπάσουμε την αδυναμία αλληλεγγύης.
Το καλό νέο είναι πως ισχύει και το αντίστροφο. Δεδομένου πως οι «ιδέες» δεν είναι παρά υλικές πρακτικές –και όχι σε τελευταία ανάλυση–, η μέθοδος είναι να θέσουμε αυτές τις πρακτικές σε πρώτη προτεραιότητα και να συμμετάσχουμε όλοι και με όλες μας τις δυνάμεις. Να πειστούμε για να πείσουμε.
Μέχρι πρόσφατα πολλοί ανάμεσά μας αμφισβητούσαν την αξία των πρακτικών αλληλεγγύης. Αρκετοί τις λοιδορούσαν, κιόλας, ως φιλανθρωπία αγνοώντας την επισήμανση πως η αλληλεγγύη σημαίνει πρακτική που επιδιώκει να εμπλέκει ως δραστήρια υποκείμενα όλους όσους αφορά. Αυτό, νομίζω, πως αλλάζει, πράγμα που αυξάνει τις πιθανότητες μιας ανατροπής. Γιατί αν είναι πολλοί ακόμη ανάμεσά μας όσοι δεν κατανοούν πως «αυτό» είναι σοσιαλισμός πολύ περισσότερο από τις κρατικοποιήσεις, τότε το πρόβλημά μας είναι σχεδόν άλυτο.
Η έμπρακτη άρση της αδυναμίας αλληλεγγύης, η επέκταση εστιών εξισωτικής και αλληλέγγυας δράσης είναι προϋπόθεση του επιδιωκόμενου και αναγκαίου κοινωνικού μετασχηματισμού. Σε μια στρατηγική δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό, μάλιστα, με τους όρους που το θέτει ο Πουλαντζάς, αυτή η επέκταση δεν οδηγεί στον κοινωνικό μετασχηματισμό, είναι ήδη κοινωνικός μετασχηματισμός.
_________________________
[1] Αν, όπως λέει ο Ντεμπόρ στη παράγραφο 34 της Κοινωνίας του Θεάματος, «Το θέαμα είναι το κεφάλαιο σε τέτοιο βαθμό συσσωρευμένο, ώστε να μετατρέπεται σε εικόνα», εικόνα τελικά του εαυτού, αγαπώντας τον εαυτό με τόσο αποκλειστικό τρόπο είναι το κεφάλαιο που αγαπάμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου