Η ομιλία του κ. Σαμαρά κατά την πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ σχολιάστηκε κυρίως για το ύφος και το χαμηλό επίπεδο των πολιτικών επιχειρημάτων, με τα οποία προσπάθησε να απαντήσει ο πρωθυπουργός. Ελάχιστα, όμως, ακούστηκαν για το σκέλος της ομιλίας του που επικεντρώθηκε στην οικονομία και την πορεία του προγράμματος. Μπορεί να μη μίλησε ευθέως περί "success story", αλλά προσπάθησε να φιλοτεχνήσει μια εικόνα αισιοδοξίας. Έτσι, μεταξύ άλλων, μας διαβεβαίωσε ότι «σε λίγα χρόνια η Ελλάδα θα έχει ανακτήσει το ΑΕΠ και το επίπεδο ευημερίας που είχε πριν την κρίση».
Ας μείνουμε, λοιπόν, σε αυτή την πρόβλεψη και ας εξετάσουμε τι εννοεί ο κ. Σαμαράς όταν λέει «λίγα» χρόνια. Το τελευταίο έτος ανάπτυξης στην Ελλάδα ήταν το 2007, με το πραγματικό ΑΕΠ να ανέρχεται σε 211 δισ. ευρώ. Σήμερα, το πραγματικό ΑΕΠ είναι 162 δισ. ευρώ περίπου - με άλλα λόγια μέσα σε 6 χρόνια έχει χαθεί σχεδόν το ¼ του ΑΕΠ. Πόσο γρήγορα μπορεί να αναπληρωθεί αυτή η απώλεια; Θα εξετάσουμε τρία σενάρια:
Α) Το επίσημο σενάριο, με βάση τις προβλέψεις του Μνημονίου.
Β) Ένα πιο απαισιόδοξο σενάριο, με ρυθμούς ανάπτυξης μικρότερους από τους επίσημους.
Γ) Ένα πιο αισιόδοξο σενάριο, με ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη από την προβλεπόμενη.
Συνοπτικά, το επίσημο σενάριο προβλέπει ταχεία ανάκαμψη (πάνω από 3%) από το 2015 μέχρι το 2020 κι έπειτα ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 2% για την επόμενη δεκαετία. Στο απαισιόδοξο σενάριο -αλλά πιο ρεαλιστικό όπως θα δούμε στη συνέχεια- η ελληνική οικονομία θα παραμείνει σχετικά στάσιμη μέχρι το 2020, με ανάπτυξη 1%, και έπειτα θα κινείται με ρυθμούς 1,5 έως 1,8%. Στο αισιόδοξο σενάριο, υποθέτουμε ότι θα υπάρξει έκρηξη στους ρυθμούς ανάπτυξης μέχρι το 2020 (3,7% ετησίως) κι έπειτα σταδιακή μείωση σε υψηλότερο όμως επίπεδο από τα υπόλοιπα σενάρια.
Με βάση, λοιπόν, τα τρία σενάρια, οι προβλέψεις για την πορεία του πραγματικού ΑΕΠ απεικονίζονται στο παρακάτω γράφημα.
Πότε θα επιστρέψουμε στο ΑΕΠ και το επίπεδο ευημερίας πριν την κρίση, δηλ. το 2007;
- Αν λάβουμε υπόψη το επίσημο σενάριο, τότε αυτό θα συμβεί μεταξύ 2024-2025. Τα «λίγα» χρόνια του κ. Σαμαρά μεταφράζονται σε περισσότερο από μια δεκαετία.
- Με το πλέον αισιόδοξο σενάριο, το πραγματικό ΑΕΠ θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2007 μετά το 2021. Δηλαδή, μας μένουν «μόνο» 8 χρόνια...
- Αν τελικά επικρατήσει ένα πιο απαισιόδοξο σενάριο της στασιμότητας, τότε θα επιστρέψουμε στα προ κρίσης επίπεδα μετά το 2030. Δεν μπορούμε βέβαια να αποκλείσουμε και το σενάριο του αγγλικού L, σύμφωνα με το οποίο η οικονομία θα κυμαίνεται για πολλά χρόνια κοντά στο μηδέν.
Μάθαμε, λοιπόν, από τον κ. Σαμαρά ότι το διάστημα μεταξύ 8 και 20 ετών μπορεί να αποδοθεί με τη φράση «λίγα χρόνια». Αυτό, όμως, που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να μείνουμε στο επίσημο σενάριο και να εκτιμήσουμε αν μπορεί πράγματι να επαληθευτεί. Υπάρχουν τέσσερις λόγοι, οι οποίοι δείχνουν ότι οι επίσημες προβλέψεις θα πρέπει να θεωρηθούν ως υπερβολικά αισιόδοξες:
1) Ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος
Το πρόγραμμα προσαρμογής υποθέτει ότι, παράλληλα με ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 3% μέχρι το 2020, θα επιτυγχάνεται πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 4,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο. Όταν ο στόχος για το 2016 είναι σχεδόν 9 δισ. ευρώ, καταλαβαίνει κανείς την τάξη μεγέθους που θα απομυζά κάθε χρόνο το κράτος από την οικονομία - και την ίδια στιγμή η οικονομία θα αναπτύσσεται με πάνω από 3%. Η άσκηση αυτή μοιάζει με τον τετραγωνισμό του κύκλου. Δεν υπάρχει καμία οικονομική λογική που να στηρίζει αυτή την υπόθεση. Αν θέλουμε πλεονάσματα, θα πρέπει να συμβιβαστούμε με χαμηλή ανάπτυξη. Αν θέλουμε, από την άλλη, να αναπτυχτεί η οικονομία, θα πρέπει να επανεκτιμήσουμε προς τα κάτω τους δημοσιονομικούς μας στόχους.
2) Η πίεση των σφικτών μακροοικονομικών πολιτικών
Ακόμα κι αν παραβλέψουμε τους στόχους του Μνημονίου, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ασκούμενη μακροοικονομική πολιτική εντός της Ευρωζώνης. Η πολιτική που επιβάλλεται από τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες θέτει σε δεύτερη μοίρα την ανάπτυξη, έναντι της πειθαρχίας και της λιτότητας. Σε αυτό το περιβάλλον, ανάπτυξη άνω του 3%, θα είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Σε πρόσφατη ομιλία του, ο Λάρι Σάμερς ανέπτυξε τους λόγους για τους οποίους ολόκληρος ο δυτικός κόσμος εισέρχεται σε περίοδο με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
3) Η οικονομική πολιτική της Γερμανίας
Η Γερμανία συνεχίζει να θεωρεί τον εαυτό της, αλλά και ολόκληρη την Ευρωζώνη, σαν μια μικρή ανοιχτή οικονομία. Η πολιτική του χαμηλού πληθωρισμού -σε συνάρτηση και με την πολιτική της ΕΚΤ- καθιστούν πολύ δύσκολη την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας για τις χώρες του Νότου. Για να καταστούν ανταγωνιστικές, θα πρέπει να έχουν χαμηλότερο -έως και αρνητικό- πληθωρισμό. Ο αρνητικός πληθωρισμός δεν μπορεί να συνδυαστεί με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
4) Η έλλειψη πόρων για την ανάπτυξη
Η ανάπτυξη χρειάζεται χρηματοδότηση. Δεν φαίνεται, όμως, σε κανένα επίπεδο να υπάρχει βούληση για τη διάθεση πόρων, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη και το αστείο ποσό που αποφάσισε η ευρωπαϊκή διάσκεψη για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων.
Πριν από την κρίση, οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού μας υπόσχονταν λίγα χρόνια και καλά, μιας και οι πολιτικές τους δημιουργούσαν φούσκες και ρυθμούς ανάπτυξης που δεν ήταν βιώσιμοι. Τώρα μας υπόσχονται πολλά χρόνια και κακά.
Ας μείνουμε, λοιπόν, σε αυτή την πρόβλεψη και ας εξετάσουμε τι εννοεί ο κ. Σαμαράς όταν λέει «λίγα» χρόνια. Το τελευταίο έτος ανάπτυξης στην Ελλάδα ήταν το 2007, με το πραγματικό ΑΕΠ να ανέρχεται σε 211 δισ. ευρώ. Σήμερα, το πραγματικό ΑΕΠ είναι 162 δισ. ευρώ περίπου - με άλλα λόγια μέσα σε 6 χρόνια έχει χαθεί σχεδόν το ¼ του ΑΕΠ. Πόσο γρήγορα μπορεί να αναπληρωθεί αυτή η απώλεια; Θα εξετάσουμε τρία σενάρια:
Β) Ένα πιο απαισιόδοξο σενάριο, με ρυθμούς ανάπτυξης μικρότερους από τους επίσημους.
Γ) Ένα πιο αισιόδοξο σενάριο, με ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη από την προβλεπόμενη.
Συνοπτικά, το επίσημο σενάριο προβλέπει ταχεία ανάκαμψη (πάνω από 3%) από το 2015 μέχρι το 2020 κι έπειτα ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 2% για την επόμενη δεκαετία. Στο απαισιόδοξο σενάριο -αλλά πιο ρεαλιστικό όπως θα δούμε στη συνέχεια- η ελληνική οικονομία θα παραμείνει σχετικά στάσιμη μέχρι το 2020, με ανάπτυξη 1%, και έπειτα θα κινείται με ρυθμούς 1,5 έως 1,8%. Στο αισιόδοξο σενάριο, υποθέτουμε ότι θα υπάρξει έκρηξη στους ρυθμούς ανάπτυξης μέχρι το 2020 (3,7% ετησίως) κι έπειτα σταδιακή μείωση σε υψηλότερο όμως επίπεδο από τα υπόλοιπα σενάρια.
Με βάση, λοιπόν, τα τρία σενάρια, οι προβλέψεις για την πορεία του πραγματικού ΑΕΠ απεικονίζονται στο παρακάτω γράφημα.
Πότε θα επιστρέψουμε στο ΑΕΠ και το επίπεδο ευημερίας πριν την κρίση, δηλ. το 2007;
- Αν λάβουμε υπόψη το επίσημο σενάριο, τότε αυτό θα συμβεί μεταξύ 2024-2025. Τα «λίγα» χρόνια του κ. Σαμαρά μεταφράζονται σε περισσότερο από μια δεκαετία.
- Με το πλέον αισιόδοξο σενάριο, το πραγματικό ΑΕΠ θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2007 μετά το 2021. Δηλαδή, μας μένουν «μόνο» 8 χρόνια...
- Αν τελικά επικρατήσει ένα πιο απαισιόδοξο σενάριο της στασιμότητας, τότε θα επιστρέψουμε στα προ κρίσης επίπεδα μετά το 2030. Δεν μπορούμε βέβαια να αποκλείσουμε και το σενάριο του αγγλικού L, σύμφωνα με το οποίο η οικονομία θα κυμαίνεται για πολλά χρόνια κοντά στο μηδέν.
Μάθαμε, λοιπόν, από τον κ. Σαμαρά ότι το διάστημα μεταξύ 8 και 20 ετών μπορεί να αποδοθεί με τη φράση «λίγα χρόνια». Αυτό, όμως, που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να μείνουμε στο επίσημο σενάριο και να εκτιμήσουμε αν μπορεί πράγματι να επαληθευτεί. Υπάρχουν τέσσερις λόγοι, οι οποίοι δείχνουν ότι οι επίσημες προβλέψεις θα πρέπει να θεωρηθούν ως υπερβολικά αισιόδοξες:
1) Ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος
Το πρόγραμμα προσαρμογής υποθέτει ότι, παράλληλα με ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 3% μέχρι το 2020, θα επιτυγχάνεται πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 4,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο. Όταν ο στόχος για το 2016 είναι σχεδόν 9 δισ. ευρώ, καταλαβαίνει κανείς την τάξη μεγέθους που θα απομυζά κάθε χρόνο το κράτος από την οικονομία - και την ίδια στιγμή η οικονομία θα αναπτύσσεται με πάνω από 3%. Η άσκηση αυτή μοιάζει με τον τετραγωνισμό του κύκλου. Δεν υπάρχει καμία οικονομική λογική που να στηρίζει αυτή την υπόθεση. Αν θέλουμε πλεονάσματα, θα πρέπει να συμβιβαστούμε με χαμηλή ανάπτυξη. Αν θέλουμε, από την άλλη, να αναπτυχτεί η οικονομία, θα πρέπει να επανεκτιμήσουμε προς τα κάτω τους δημοσιονομικούς μας στόχους.
2) Η πίεση των σφικτών μακροοικονομικών πολιτικών
Ακόμα κι αν παραβλέψουμε τους στόχους του Μνημονίου, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ασκούμενη μακροοικονομική πολιτική εντός της Ευρωζώνης. Η πολιτική που επιβάλλεται από τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες θέτει σε δεύτερη μοίρα την ανάπτυξη, έναντι της πειθαρχίας και της λιτότητας. Σε αυτό το περιβάλλον, ανάπτυξη άνω του 3%, θα είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Σε πρόσφατη ομιλία του, ο Λάρι Σάμερς ανέπτυξε τους λόγους για τους οποίους ολόκληρος ο δυτικός κόσμος εισέρχεται σε περίοδο με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
3) Η οικονομική πολιτική της Γερμανίας
Η Γερμανία συνεχίζει να θεωρεί τον εαυτό της, αλλά και ολόκληρη την Ευρωζώνη, σαν μια μικρή ανοιχτή οικονομία. Η πολιτική του χαμηλού πληθωρισμού -σε συνάρτηση και με την πολιτική της ΕΚΤ- καθιστούν πολύ δύσκολη την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας για τις χώρες του Νότου. Για να καταστούν ανταγωνιστικές, θα πρέπει να έχουν χαμηλότερο -έως και αρνητικό- πληθωρισμό. Ο αρνητικός πληθωρισμός δεν μπορεί να συνδυαστεί με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
4) Η έλλειψη πόρων για την ανάπτυξη
Η ανάπτυξη χρειάζεται χρηματοδότηση. Δεν φαίνεται, όμως, σε κανένα επίπεδο να υπάρχει βούληση για τη διάθεση πόρων, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη και το αστείο ποσό που αποφάσισε η ευρωπαϊκή διάσκεψη για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων.
Πριν από την κρίση, οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού μας υπόσχονταν λίγα χρόνια και καλά, μιας και οι πολιτικές τους δημιουργούσαν φούσκες και ρυθμούς ανάπτυξης που δεν ήταν βιώσιμοι. Τώρα μας υπόσχονται πολλά χρόνια και κακά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου