του Κωστα Κρεμμυδα, απο την Εποχη...
Μελαμψές φυλές κοντοπόδαρες/ Σειλινοί του κράτους / που ξερνάει και να ’τους/ τσιφτετέλληνες/ με γονείς ληστές / των συντρόφων τους θύτες/ για αμνηστία αλήτες/ τώρα διοικητές. / Κράτος ασυστόλων/ και πεσμένων κώλων/ κωλοέλληνες. / Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη / που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό / στο Datsun μιας φυλής που ζει φευγάτη / απ’ ό,τι ελληνικό στον κόσμο αυτό....
/ Μασκαρλίκια δες/ στο Άλφα της Αξίας/ της Αρχής της Μίας λουτροκαμπινές. / Τιμωρός καιρός/ πέντε αιώνες δύσης/ εθνικής θα ζήσεις/ από δω και μπρος / μ’ αγγλικές αλφαβήτες/ μαλλιαροί μου Ελλαδίτες/ θλιβερές μου πορδές.
Σκαλιστές σκιές/ μακρυχέρηδες/ με το φως σπασμένο κρατικοποιημένο, / Αχ οι Έλληνες! Δεν ακούει κανείς / στο χειρότερο/ του Ελληνισμού κομμάτι/ στην Ελλάδα ζεις
Μια φάουσα καταπίνει τον αέρα,/ τη θάλασσα, την πόλη, το ιερό, / πλημμύρισε σκουλίκια η μητέρα/ το ρόδο καταγής βγάζει καπνό. / Δεν υπάρχει ελπίς στην Ελλάδα ζεις.
(Διονύσης Σαββόπουλος, Κωλοέλληνες)
Θα πρέπει νά ’ταν μια κρύα Καθαρή Δευτέρα του 1989 που ανεβήκαμε στη χιονισμένη Πάρνηθα για να κάνουμε υπαίθρια, κατά το έθιμο, Κούλουμα με τον εννιάχρονο γιο μου (που αισίως διανύει απλήρωτος τον ένατο μήνα, αλλά παραμένει τυχερός που «δουλεύει» και καταγράφεται ως εργαζόμενος χάριν «των στατιστικών της εξουσίας»), τη Στέλλα και την Τζέλα. Ήταν τα πρώτα δύσκολα χρόνια στον απόηχο του χωρισμού μου.
Το απόγευμα φρίτταμε και παγώναμε ακόμα περισσότερο στο παγωμένο διαμέρισμα των Αμπελοκήπων ακούγοντας από τον Αθήνα 9,84 τις υποκλαπείσες συνομιλίες για τον Κοσκωτά, τον Κουτσόγιωργα και τον Αντρέα Παπανδρέου. Με τον καιρό ακόμα και οι υποκλοπές απέκτησαν αίγλη κι εγκυρότητα, ώστε να επικαλούνται με καμάρι «τον επίσημο κοριό της ΕΥΠ» δικαστές και αθλητικογράφοι του SKY «στη δίκη της Δευτέρας». Ακόμη και οι δίκες έδωσαν τόση υπόσταση στο είναι μας που ταυτιστήκαμε μαζί τους, τις συνηθίσαμε και τις απομυθοποιήσαμε σαν το συνάχι και την ίωση. Έπαψαν να μας ενοχλούν.
Ανιστόρητα τότε, θεωρούσα την κατρακύλα αυτή ως μια απ’ τις χειρότερες του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Στην ακμή του όλο αυτό το μόρφωμα από παράνομους διορισμούς, προαγωγές-εξανδραποδισμούς και υποταγή στον πράσινο ήλιο για να επιζήσεις, να δουλέψεις, ή να μετατεθείς. δυναμικές απεργοσπασίες χάριν του σοσιαλιστικού οράματος, άλωση Βουλής και συνδικάτων με φανερές ψηφοφορίες, διαπόμπευση ανθρώπων και διαστρέβλωση κάθε αλήθειας, που καταλάβαμε έκτοτε πως όφειλε να υπηρετεί πιστά μονάχα το συμφέρον της αλλαγής.
Πού να τολμήσεις να πεις πως τέτοια έκανε κι ο «υπεύθυνος προπαγάνδας του Ράιχ», Γκέμπελς, εμπνευστής ακόμα και του εμπρησμού του Ράιχσταγκ τον Φλεβάρη του 1933. (Συγγενείς ακόμα και στις οικονομικές ατασθαλίες, αφού στη διάρκεια της θητείας του, ο πάμπτωχος Γκέμπελς, απέκτησε οικονομική ευμάρεια και δύο πολυτελείς εξοχικές κατοικίες στις λίμνες Κόσταντς και Βάνζεε.
Με τον πάντα διακριτικό, έναντι των συνεργατών του, Χίτλερ να λέει το περίφημο: «Είπαμε να κάνει ένα μικρό δωράκι στον εαυτό του, αλλά αυτός το παράκανε»). Εμείς απλώς διαβάζαμε τους ύμνους για τη θαυματουργή τηλεσκηνοθεσία Μπρισίμ –παρεμπιπτόντως ο Γκέμπελς μεγαλουργούσε στο ραδιόφωνο– και αντιτάσσαμε τις λιγοστές πάνινες σημαίες μας, στα πρασινογάλαζα πλαστικά σημαιάκια μιας χρήσης κι αυτά, σαν τις σερβιέτες.
Αφοπλιστικά περιέγραφε το όλο μόρφωμα στο σκετς «Μ’ αρέσω» της Ελεύθερης Σκηνής στο Θέατρο Βέμπο (1982) ο Μίμης Χρυσομάλλης στο αξέχαστο «βουλκανιζατέρ ο Λάκης»: […] Εμένα και το αίμα που τρέχει στις φλέβες μου είναι πράσινο, πιο πράσινο κι απ’ το γρασίδι στο γήπεδο της Λεωφόρου… Αντρέας και ξερό ψωμί, Αντρέα προχώρα μόνος σου, Αντρέα είσαι πάνω απ’ όλα, πάνω κι απ’ μένα που έτσι και περάσω απ’ το Κολωνάκι ακριβαίνουν 50 δραχμές το ουίσκι, Αντρέα είσαι φίρμα, Αντρέα είσαι δύναμη, Αντρέα είσαι αυτάρκης/ μετά από σένα ο Λάκης…
Κι έκλεινε το νούμερο ο Χρυσομάλλης εξίσου προφητικά με το «οι κυβερνήσεις πέφτουνε αλλά ο Λάκης μένει/ μας διοικεί, μας τυραννά/ μας γονατίζει, μας πουλά/ κι όλους μας κοροϊδεύει».
Όσο σκληροί κι αν είναι οι στίχοι του Σαββόπουλου που προτάσσω δεν παύουν να είναι ανατριχιαστικά ακριβείς, καίρια περιγραφικοί και δυσάρεστα προφητικοί στο «πέντε αιώνες δύσης/ εθνικής θα ζήσεις/ από δω και μπρος…». Κι αν κάποιοι σπεύσουν να με ψέξουν για τον Σαββόπουλο ή να με ταυτίσουν με τα ελληνοπρεπή κι εθνοκεντρικά του θα πρέπει να θυμίσω τουλάχιστον τη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», το ηχογραφημένο λογοκριμένα από την κυβέρνηση Καραμανλή «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» [Κοεμτζή] και βέβαια τη «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη». Έργο τόσο πολιτικό που 57 Τατσόπουλοι και 60 Ψαριανοί, εκλεγμένοι με ευλογίες αριστερής ηγεσίας και ψηφοφόρων για να μη ξεχνιόμαστε, δεν μπορούν να φτάσουν.
Αφήνω σε άλλους την υπηρεσία ύμνων και αναθέματος που κατά καιρούς διαμορφώνεται συγκυριακά εκ του αποτελέσματος, ενώ θα έπρεπε να προβλεφθεί από έναν πολιτικό φορέα που είναι υποχρεωμένος μάλλον να χαράζει πολιτική από του να γαλουχεί οπαδούς. Άλλωστε τους προαναφερθέντες Τατσοπουλοψαριανούς μάλλον η μάνα μου τους έβαλε στη λίστα. Χαλαρός ο ένας με γιλεκάκια αλά φωτορεπόρτερ, μπαρουτοκαπνισμένος τσολιάς ο άλλος με τις ευλογίες του Προτοσάλτε, (και θητεία στο Συγκρότημα), τι να σου κάνει αγράμματη γυναίκα; Ενέδωσε. Χτυπάει τώρα το κεφάλι της στον άλλο κόσμο αλλά ποιος να την ακούσει; Αυτοί (και δυστυχώς κι άλλοι σε παρελθόν, παρόν και μέλλον) τρούπωσαν.
Δεινοπαθήσαμε πολλές φορές από γραφικούς. Ας μην ακολουθήσουν τώρα και οι απερίγραπτοι.
Κώστας Κρεμμύδας
mandragoras_magazine@yahoo.gr
Μελαμψές φυλές κοντοπόδαρες/ Σειλινοί του κράτους / που ξερνάει και να ’τους/ τσιφτετέλληνες/ με γονείς ληστές / των συντρόφων τους θύτες/ για αμνηστία αλήτες/ τώρα διοικητές. / Κράτος ασυστόλων/ και πεσμένων κώλων/ κωλοέλληνες. / Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη / που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό / στο Datsun μιας φυλής που ζει φευγάτη / απ’ ό,τι ελληνικό στον κόσμο αυτό....
/ Μασκαρλίκια δες/ στο Άλφα της Αξίας/ της Αρχής της Μίας λουτροκαμπινές. / Τιμωρός καιρός/ πέντε αιώνες δύσης/ εθνικής θα ζήσεις/ από δω και μπρος / μ’ αγγλικές αλφαβήτες/ μαλλιαροί μου Ελλαδίτες/ θλιβερές μου πορδές.
Σκαλιστές σκιές/ μακρυχέρηδες/ με το φως σπασμένο κρατικοποιημένο, / Αχ οι Έλληνες! Δεν ακούει κανείς / στο χειρότερο/ του Ελληνισμού κομμάτι/ στην Ελλάδα ζεις
Μια φάουσα καταπίνει τον αέρα,/ τη θάλασσα, την πόλη, το ιερό, / πλημμύρισε σκουλίκια η μητέρα/ το ρόδο καταγής βγάζει καπνό. / Δεν υπάρχει ελπίς στην Ελλάδα ζεις.
(Διονύσης Σαββόπουλος, Κωλοέλληνες)
Θα πρέπει νά ’ταν μια κρύα Καθαρή Δευτέρα του 1989 που ανεβήκαμε στη χιονισμένη Πάρνηθα για να κάνουμε υπαίθρια, κατά το έθιμο, Κούλουμα με τον εννιάχρονο γιο μου (που αισίως διανύει απλήρωτος τον ένατο μήνα, αλλά παραμένει τυχερός που «δουλεύει» και καταγράφεται ως εργαζόμενος χάριν «των στατιστικών της εξουσίας»), τη Στέλλα και την Τζέλα. Ήταν τα πρώτα δύσκολα χρόνια στον απόηχο του χωρισμού μου.
Το απόγευμα φρίτταμε και παγώναμε ακόμα περισσότερο στο παγωμένο διαμέρισμα των Αμπελοκήπων ακούγοντας από τον Αθήνα 9,84 τις υποκλαπείσες συνομιλίες για τον Κοσκωτά, τον Κουτσόγιωργα και τον Αντρέα Παπανδρέου. Με τον καιρό ακόμα και οι υποκλοπές απέκτησαν αίγλη κι εγκυρότητα, ώστε να επικαλούνται με καμάρι «τον επίσημο κοριό της ΕΥΠ» δικαστές και αθλητικογράφοι του SKY «στη δίκη της Δευτέρας». Ακόμη και οι δίκες έδωσαν τόση υπόσταση στο είναι μας που ταυτιστήκαμε μαζί τους, τις συνηθίσαμε και τις απομυθοποιήσαμε σαν το συνάχι και την ίωση. Έπαψαν να μας ενοχλούν.
Ανιστόρητα τότε, θεωρούσα την κατρακύλα αυτή ως μια απ’ τις χειρότερες του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Στην ακμή του όλο αυτό το μόρφωμα από παράνομους διορισμούς, προαγωγές-εξανδραποδισμούς και υποταγή στον πράσινο ήλιο για να επιζήσεις, να δουλέψεις, ή να μετατεθείς. δυναμικές απεργοσπασίες χάριν του σοσιαλιστικού οράματος, άλωση Βουλής και συνδικάτων με φανερές ψηφοφορίες, διαπόμπευση ανθρώπων και διαστρέβλωση κάθε αλήθειας, που καταλάβαμε έκτοτε πως όφειλε να υπηρετεί πιστά μονάχα το συμφέρον της αλλαγής.
Πού να τολμήσεις να πεις πως τέτοια έκανε κι ο «υπεύθυνος προπαγάνδας του Ράιχ», Γκέμπελς, εμπνευστής ακόμα και του εμπρησμού του Ράιχσταγκ τον Φλεβάρη του 1933. (Συγγενείς ακόμα και στις οικονομικές ατασθαλίες, αφού στη διάρκεια της θητείας του, ο πάμπτωχος Γκέμπελς, απέκτησε οικονομική ευμάρεια και δύο πολυτελείς εξοχικές κατοικίες στις λίμνες Κόσταντς και Βάνζεε.
Με τον πάντα διακριτικό, έναντι των συνεργατών του, Χίτλερ να λέει το περίφημο: «Είπαμε να κάνει ένα μικρό δωράκι στον εαυτό του, αλλά αυτός το παράκανε»). Εμείς απλώς διαβάζαμε τους ύμνους για τη θαυματουργή τηλεσκηνοθεσία Μπρισίμ –παρεμπιπτόντως ο Γκέμπελς μεγαλουργούσε στο ραδιόφωνο– και αντιτάσσαμε τις λιγοστές πάνινες σημαίες μας, στα πρασινογάλαζα πλαστικά σημαιάκια μιας χρήσης κι αυτά, σαν τις σερβιέτες.
Αφοπλιστικά περιέγραφε το όλο μόρφωμα στο σκετς «Μ’ αρέσω» της Ελεύθερης Σκηνής στο Θέατρο Βέμπο (1982) ο Μίμης Χρυσομάλλης στο αξέχαστο «βουλκανιζατέρ ο Λάκης»: […] Εμένα και το αίμα που τρέχει στις φλέβες μου είναι πράσινο, πιο πράσινο κι απ’ το γρασίδι στο γήπεδο της Λεωφόρου… Αντρέας και ξερό ψωμί, Αντρέα προχώρα μόνος σου, Αντρέα είσαι πάνω απ’ όλα, πάνω κι απ’ μένα που έτσι και περάσω απ’ το Κολωνάκι ακριβαίνουν 50 δραχμές το ουίσκι, Αντρέα είσαι φίρμα, Αντρέα είσαι δύναμη, Αντρέα είσαι αυτάρκης/ μετά από σένα ο Λάκης…
Κι έκλεινε το νούμερο ο Χρυσομάλλης εξίσου προφητικά με το «οι κυβερνήσεις πέφτουνε αλλά ο Λάκης μένει/ μας διοικεί, μας τυραννά/ μας γονατίζει, μας πουλά/ κι όλους μας κοροϊδεύει».
Όσο σκληροί κι αν είναι οι στίχοι του Σαββόπουλου που προτάσσω δεν παύουν να είναι ανατριχιαστικά ακριβείς, καίρια περιγραφικοί και δυσάρεστα προφητικοί στο «πέντε αιώνες δύσης/ εθνικής θα ζήσεις/ από δω και μπρος…». Κι αν κάποιοι σπεύσουν να με ψέξουν για τον Σαββόπουλο ή να με ταυτίσουν με τα ελληνοπρεπή κι εθνοκεντρικά του θα πρέπει να θυμίσω τουλάχιστον τη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», το ηχογραφημένο λογοκριμένα από την κυβέρνηση Καραμανλή «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» [Κοεμτζή] και βέβαια τη «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη». Έργο τόσο πολιτικό που 57 Τατσόπουλοι και 60 Ψαριανοί, εκλεγμένοι με ευλογίες αριστερής ηγεσίας και ψηφοφόρων για να μη ξεχνιόμαστε, δεν μπορούν να φτάσουν.
Αφήνω σε άλλους την υπηρεσία ύμνων και αναθέματος που κατά καιρούς διαμορφώνεται συγκυριακά εκ του αποτελέσματος, ενώ θα έπρεπε να προβλεφθεί από έναν πολιτικό φορέα που είναι υποχρεωμένος μάλλον να χαράζει πολιτική από του να γαλουχεί οπαδούς. Άλλωστε τους προαναφερθέντες Τατσοπουλοψαριανούς μάλλον η μάνα μου τους έβαλε στη λίστα. Χαλαρός ο ένας με γιλεκάκια αλά φωτορεπόρτερ, μπαρουτοκαπνισμένος τσολιάς ο άλλος με τις ευλογίες του Προτοσάλτε, (και θητεία στο Συγκρότημα), τι να σου κάνει αγράμματη γυναίκα; Ενέδωσε. Χτυπάει τώρα το κεφάλι της στον άλλο κόσμο αλλά ποιος να την ακούσει; Αυτοί (και δυστυχώς κι άλλοι σε παρελθόν, παρόν και μέλλον) τρούπωσαν.
Δεινοπαθήσαμε πολλές φορές από γραφικούς. Ας μην ακολουθήσουν τώρα και οι απερίγραπτοι.
Κώστας Κρεμμύδας
mandragoras_magazine@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου