του Σταθη Κουβελακη, απο την Ελευθεροτυπια...
Χωρίς αυτό το πλαίσιο, η εφαρμογή αυτής ειδικά της ιδιαίτερα βίαιης μορφής νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης δεν θα μπορούσε να γίνει πράξη.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που η επέκταση προς δυσμάς του δόγματος του σοκ άρχισε από χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα. Δηλαδή από χώρες που αποτελούν ιστορικά «περιφέρειες» της Ευρώπης. Πρόκειται με άλλα λόγια για κράτη που βρίσκονται από οικονομική αλλά και από πολιτική άποψη σε μια υποδεέστερη θέση σε σχέση με τις χώρες του κέντρου. Το κοινό χαρακτηριστικό αυτών των χωρών είναι ο σχετικά όψιμος χαρακτήρας της καπιταλιστικής τους ανάπτυξης, που τους προσέδωσε το χαρακτήρα ενός catching-up, μιας διαρκούς εναγώνιας προσπάθειας να φθάσουν το επίπεδο των πιο «ανεπτυγμένων» χωρών, που ανάγονται βεβαίως σε πρότυπο.
Στην ελληνική περίπτωση, στην οικονομική διάσταση έρχεται να προστεθεί το γεγονός ότι από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, η κυρίαρχη τάξη θεώρησε ότι η εξουσία της εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από τη στήριξη που της παρείχαν οι εκάστοτε «Μεγάλες Δυνάμεις», ενώ αντιμετώπιζε με καχυποψία, έως και εχθρότητα, το ρόλο των λαϊκών μαζών.
Αυτός ο συνδυασμός αίσθησης «χρέους» απέναντι στους «ξένους» και «καθυστέρησης» έναντι της «προηγμένης» Δύσης συνιστά την ουσία αυτού που θα λέγαμε «σύνδρομο της περιφερειακής χώρας» που αποτελεί την υποκειμενική όψη της «γέφυρας της υποτέλειας» στην οποία αναφέρθηκε ο Αλέξης Τσίπρας στην πρόσφατη ομιλία του. Ενα σύνδρομο βαθύτατα ριζωμένο στην ελληνική κοινωνία -φρόντισε γι' αυτό η αστική της τάξη- και που εξηγεί και την απήχηση που απέκτησε το «ευρωπαϊστικό όραμα» που αποσαθρώνεται τώρα με τα Μνημόνια.
Η συμμετοχή στη διαδικασία της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» βιώθηκε ως η ευτυχής κατάληξη της μακράς προσπάθειας ανύψωσης στο επίπεδο των πλέον ανεπτυγμένων χωρών και ένταξης με ισότιμους όρους στο κλαμπ των ισχυρών, με σύμβολο το ευρώ ως το νέο παγκόσμιο νόμισμα ανταγωνιστικό προς το δολάριο.
Βέβαια όλοι ήξεραν ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Γιατί μπορεί μεν ο Ελληνας ή ο Πορτογάλος να είχε πεισθεί ότι βρισκόταν πλέον στο επίπεδο του Γερμανού ή του Ολλανδού, το αίσθημα αυτό δεν ήταν όμως αμοιβαίο. Οι χώρες του κέντρου ήξεραν πολύ καλά ότι οι «Νότιοι» δεν ήταν ισότιμοι. Δεν ήταν βέβαια οι δεξαμενές φτηνής εργατικής δύναμης της Ανατολικής «δεύτερης περιφέρειας» ούτε οι «υπανάπτυκτοι τριτοκοσμικοί».
Παρέμεναν παρ' όλ' αυτά οι υποδεέστεροι που «επωφελούνται» από τα διάφορα γενναιόδωρα «πακέτα στήριξης» και από το συμβολικό κύρος μιας «ευρωπαϊκότητας» που κατά βάση τούς έχει παραχωρηθεί. Επιπλέον, ξέρουμε τώρα ότι η ίδια η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ προσέθετε στο συμβολικό χρέος και έναν υπερδανεισμό που δημιουργούσε η ψαλίδα ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών του κέντρου, και κυρίως της Γερμανίας, με τις υπόλοιπες.
Μόνο έκπληξη, λοιπόν, δεν θα έπρεπε να είχε προκαλέσει ο κατακλυσμός ρατσιστικών στερεοτύπων για τους «τεμπέληδες» και γενικώς αχαΐρευτους Νότιους, που καλοπερνάνε με τα δανεικά των ενάρετων και παραγωγικών Βορειοευρωπαίων, που πυροδότησε η κρίση του 2008. Ούτε βεβαίως και το γεγονός ότι, δέσμια του συνδρόμου της περιφέρειας, η κυρίαρχη τάξη της χώρας και το πολιτικό-μιντιακό της προσωπικό έσπευσαν να τα αναπαραγάγουν, καθιστώντας τούς από κάτω υπεύθυνους -και ένοχους- για την κατάρρευση της «ισχυρής Ελλάδας» που τους είχαν τάξει.
Αν, λοιπόν, για να ξεφύγουμε από το μνημονιακό ζυγό πρέπει όντως να πιστέψουμε ότι η σημερινή πραγματικότητα μπορεί να ανατραπεί, τότε πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσουμε ότι η συμβολική ανατίναξη της γέφυρας της υποτέλειας, δηλαδή η ρήξη με το σύνδρομο του υποδεέστερου, αποτελεί την απαράβατη υποκειμενική προϋπόθεση αυτής της ανατροπής.
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King's College του Λονδίνου
Μιλώντας στον εορτασμό της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επικαιροποίησε το νόημα αυτού του κορυφαίου συμβάντος της Εθνικής Αντίστασης ως εξής: «Δεν μπορούμε να σπάσουμε τις άτιμες τις αλυσίδες αν πιστεύουμε ότι τα μνημόνια είναι μονόδρομος» και συνέχισε τονίζοντας ότι «έχουμε χρέος να ανατινάξουμε τις γέφυρες της εξάρτησης και της υποτέλειας και να χτίσουμε με δυσκολία και αγώνα τις γέφυρες της προκοπής, της προόδου, της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας, τις γέφυρες της αξιοπρέπειας».
Η διατύπωση αυτή εκφράζει κατά τη γνώμη μας κάτι πολύ βαθύτερο από ένα ρητορικό σχήμα. Η κατάσταση που επέβαλαν τα Μνημόνια στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες χώρες που τα υφίστανται, δεν είναι απλά ακόμη μια σειρά νεοφιλελεύθερων μέτρων. Είναι μια εκδοχή του «δόγματος του σοκ» που εφαρμόστηκε κατ' επανάληψιν σε χώρες του Νότου και της Ανατολικής Ευρώπης στο πρόσφατο παρελθόν. Παντού όπου πέρασε αυτός ο οδοστρωτήρας καταπατήθηκε κάθε έννοια λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας και επιβλήθηκε ένα καθεστώς διαρκούς επιτήρησης και κηδεμονίας. Χωρίς αυτό το πλαίσιο, η εφαρμογή αυτής ειδικά της ιδιαίτερα βίαιης μορφής νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης δεν θα μπορούσε να γίνει πράξη.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που η επέκταση προς δυσμάς του δόγματος του σοκ άρχισε από χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα. Δηλαδή από χώρες που αποτελούν ιστορικά «περιφέρειες» της Ευρώπης. Πρόκειται με άλλα λόγια για κράτη που βρίσκονται από οικονομική αλλά και από πολιτική άποψη σε μια υποδεέστερη θέση σε σχέση με τις χώρες του κέντρου. Το κοινό χαρακτηριστικό αυτών των χωρών είναι ο σχετικά όψιμος χαρακτήρας της καπιταλιστικής τους ανάπτυξης, που τους προσέδωσε το χαρακτήρα ενός catching-up, μιας διαρκούς εναγώνιας προσπάθειας να φθάσουν το επίπεδο των πιο «ανεπτυγμένων» χωρών, που ανάγονται βεβαίως σε πρότυπο.
Στην ελληνική περίπτωση, στην οικονομική διάσταση έρχεται να προστεθεί το γεγονός ότι από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, η κυρίαρχη τάξη θεώρησε ότι η εξουσία της εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από τη στήριξη που της παρείχαν οι εκάστοτε «Μεγάλες Δυνάμεις», ενώ αντιμετώπιζε με καχυποψία, έως και εχθρότητα, το ρόλο των λαϊκών μαζών.
Αυτός ο συνδυασμός αίσθησης «χρέους» απέναντι στους «ξένους» και «καθυστέρησης» έναντι της «προηγμένης» Δύσης συνιστά την ουσία αυτού που θα λέγαμε «σύνδρομο της περιφερειακής χώρας» που αποτελεί την υποκειμενική όψη της «γέφυρας της υποτέλειας» στην οποία αναφέρθηκε ο Αλέξης Τσίπρας στην πρόσφατη ομιλία του. Ενα σύνδρομο βαθύτατα ριζωμένο στην ελληνική κοινωνία -φρόντισε γι' αυτό η αστική της τάξη- και που εξηγεί και την απήχηση που απέκτησε το «ευρωπαϊστικό όραμα» που αποσαθρώνεται τώρα με τα Μνημόνια.
Η συμμετοχή στη διαδικασία της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» βιώθηκε ως η ευτυχής κατάληξη της μακράς προσπάθειας ανύψωσης στο επίπεδο των πλέον ανεπτυγμένων χωρών και ένταξης με ισότιμους όρους στο κλαμπ των ισχυρών, με σύμβολο το ευρώ ως το νέο παγκόσμιο νόμισμα ανταγωνιστικό προς το δολάριο.
Βέβαια όλοι ήξεραν ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Γιατί μπορεί μεν ο Ελληνας ή ο Πορτογάλος να είχε πεισθεί ότι βρισκόταν πλέον στο επίπεδο του Γερμανού ή του Ολλανδού, το αίσθημα αυτό δεν ήταν όμως αμοιβαίο. Οι χώρες του κέντρου ήξεραν πολύ καλά ότι οι «Νότιοι» δεν ήταν ισότιμοι. Δεν ήταν βέβαια οι δεξαμενές φτηνής εργατικής δύναμης της Ανατολικής «δεύτερης περιφέρειας» ούτε οι «υπανάπτυκτοι τριτοκοσμικοί».
Παρέμεναν παρ' όλ' αυτά οι υποδεέστεροι που «επωφελούνται» από τα διάφορα γενναιόδωρα «πακέτα στήριξης» και από το συμβολικό κύρος μιας «ευρωπαϊκότητας» που κατά βάση τούς έχει παραχωρηθεί. Επιπλέον, ξέρουμε τώρα ότι η ίδια η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ προσέθετε στο συμβολικό χρέος και έναν υπερδανεισμό που δημιουργούσε η ψαλίδα ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών του κέντρου, και κυρίως της Γερμανίας, με τις υπόλοιπες.
Μόνο έκπληξη, λοιπόν, δεν θα έπρεπε να είχε προκαλέσει ο κατακλυσμός ρατσιστικών στερεοτύπων για τους «τεμπέληδες» και γενικώς αχαΐρευτους Νότιους, που καλοπερνάνε με τα δανεικά των ενάρετων και παραγωγικών Βορειοευρωπαίων, που πυροδότησε η κρίση του 2008. Ούτε βεβαίως και το γεγονός ότι, δέσμια του συνδρόμου της περιφέρειας, η κυρίαρχη τάξη της χώρας και το πολιτικό-μιντιακό της προσωπικό έσπευσαν να τα αναπαραγάγουν, καθιστώντας τούς από κάτω υπεύθυνους -και ένοχους- για την κατάρρευση της «ισχυρής Ελλάδας» που τους είχαν τάξει.
Αν, λοιπόν, για να ξεφύγουμε από το μνημονιακό ζυγό πρέπει όντως να πιστέψουμε ότι η σημερινή πραγματικότητα μπορεί να ανατραπεί, τότε πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσουμε ότι η συμβολική ανατίναξη της γέφυρας της υποτέλειας, δηλαδή η ρήξη με το σύνδρομο του υποδεέστερου, αποτελεί την απαράβατη υποκειμενική προϋπόθεση αυτής της ανατροπής.
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King's College του Λονδίνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου