του Γιωργου Παπασωτηριου...
Βλέπω τον Άκη να εισέρχεται αγέρωχος στο δικαστήριο. Το ίδιο «άτρωτος», όπως όταν ήταν παντοδύναμος υπουργός Άμυνας. Βλέπω τον Λιάπη να ανεβαίνει υπομειδιών τη σκάλα του ανακριτή. Θέλει να είναι πρώτος στην επιτυχία, πρώτος και στην αποτυχία. Έκανε «λάθος». Όχι γιατί χρησιμοποιούσε πλαστές πινακίδες, αλλά γιατί συνελήφθη. Αυτή υπήρξε η ηθική κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας στην εποχή της διακινδύνευσης και του σημίτειου εκσυγχρονισμού, όπου το λάθος δεν είναι η παρανομία, αφού όλα είναι επιτρεπτά σύμφωνα με τη μετανεωτερική αντίληψη της πλήρους αβεβαιότητας, αλλά η… βλακεία να συλληφθείς γι’ αυτή.
Με άλλα λόγια, οι νόμοι εγγυώνται την ελευθεριότητα των «πάνω» και την τάξη-υπακοή των «κάτω». Δείτε και το χαμόγελο του Στουρνάρα, που διακηρύσσει υπερήφανα την «πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή» που πέτυχε πάνω στα πτώματα των Ελλήνων εργαζομένων. Ακριβώς όπως έκτισε την Αγία Πετρούπολη ο Μεγάλος Πέτρος, μπαζώνοντας τους βάλτους της περιοχής με τα δεκάδες χιλιάδες πτώματα των κουλάκων. Θυμάμαι το ίδιο εγωπαθές χαμόγελο και στο πρόσωπο του Γιώργου Παπακωνσταντίνου.
Όλοι τους είναι οι Her Omnes, οι Κύριοι Όλος ο Κόσμος, όπως αποκαλούσε ο Φρ. Κάφκα τα τεράστια Εγώ, τα κοσμο-εγώ. Γι’ αυτά μιλάει και ο Ντον ΝτεΛίλλο (στο μυθιστόρημα: Κοσμόπολις, εκδόσεις Εστία). Ο Έρικ, ο πολυεκατομμυριούχος χρηματιστής του Ντελίλο ανήκει στη φυλή των Her Omnes: «Με το θάνατό του Δε θα τελείωνε ο ίδιος. Θα τελείωνε ο κόσμος»! Το Εγώ ίσον ο κόσμος, ο κόσμος ίσον Εγώ. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που μία ανάσα τους μπορεί να κλονίσει την οικονομία. Εκείνοι που όντας ταυτισμένοι με τον κόσμο δεν έχουν τρόπο να βγουν έξω από το Εγώ τους, δεν έχουν τόπο για να τον δουν από απόσταση, να γνωρίσουν ποιοι είναι. Η συνείδηση και το αυτοσυνείδητο άτομο δεν υφίστανται.
Μόνο τεράστια κελύφη από ακόρεστα Εγώ, που ότι κι αν κατασπαράζουν παραμένουν αδειανά. Είναι οι νεαροί-θρύλοι με την ακατάβλητη θέληση, οι έξυπνοι που έχουν ανατραφεί από λύκους. Θρησκεία τους η «πληροφόρηση», αυτή είναι η ομορφιά και το νόημα της ζωής τους. Τα data, τα δεδομένα είναι τα μόνα που έχουν ψυχή. Όλα είναι μετατρέψιμα σε κυματιστές αράδες πληροφοριών. Το σώμα, η ψυχή, ο άνθρωπος, όλα συρρικνώνονται σε μία δομή πληροφοριών. Το παν είναι η σκέψη, το παιγνίδι με τη σκέψη, η σκέψη έξω από τα όρια, η επίθεση στα όρια της αντιληπτικής ικανότητας, η σπέκουλα στο κενό, το παιγνίδι στο κενό, το συνειδητό πέταγμα του Ίκαρου και η συνειδητή χαρά της πτώσης. Από τη μια το ζην επικινδύνως του υπερμανιακού χρηματιστή, η φυλή των πολιτών του κόσμου με «ένα ζευγάρι αρχίδια Νέας Υόρκης» ή Κολωνακίου. Από την άλλη πλευρά, στην άλλη όχθη, βρίσκεται το Εγώ των «κάτω», του άνεργου Μπέννο Λέβιν.
Αυτός είναι ένας νέος άντρας που δεν υπήρξε ποτέ παιδί (ακριβώς όπως ο «υπέροχος Γκάτσμπι» του Φιτζέραλντ), που έχει ακόμη αντιστάσεις, εκδηλωμένες με τον κορεατικό πυρετό, ή τον πολιτιστικό πανικό του διαδικτύου. Το Εγώ εδώ βιώνει την απόλυτη μοναξιά του απορριπτέου, δηλαδή του απολυμένου, και του απορρίμματος, του άχρηστου, αυτού που όχι μόνο δεν έχει κάποιον να τον αγαπήσει, αλλά δεν έχει και κανέναν να αγαπήσει γατί «δεν έχει απομείνει κανένας». Ο Μπέννο ήταν «ένα ασήμαντο τεχνικό στοιχείο, ένα τεχνικό γεγονός, που αντικαταστάθηκε με ένα πιο αποδοτικό «τσιπ», δηλαδή απολύθηκε και μάλιστα εθελουσίως, χωρίς καμία αποζημίωση.
Έχει κι αυτός Εγώ, αλλά είναι χωρίς δουλειά, «ρέστος» και ατσίγαρος, δηλαδή αποστερημένος από τις κοινά αναγνωρισμένες πλευρές του Εγώ του, συμβολικά νεκρός. Κι όμως θέλει να αφηγηθεί τη ζωή του, θέλει να την πει, να τη γράψει, ουσιαστικά να ανασυστήσει το θρυμματισμένο Εγώ του μέσω της δημιουργίας, με τη μετουσίωση της βιο-ιστορίας του σε τέχνη. Το φαντασιακό ενεργοποιείται, αλλά αποτυγχάνει. Η φαντασία, αυτό που είναι το «υποκείμενο τονούμενο» δεν υπάρχει. Τότε παραληρεί, παθαίνει «σούστο», δηλαδή απώλεια ψυχής (που το κόλλησε από το διαδίκτυο ομοίως), χάνει την οικογένειά του, αλλά το μόνο που καταφέρνει να βρει για παρηγοριά, για να σπάσει τη μοναξιά του είναι «κάτι να μισεί», όπως ο ξένος του Καμύ. Θέλει να σκοτώσει για να αξίζει κάτι και η δική του ζωή. Μόνο στο θάνατο μπορεί, τελικά, να δει το πρόσωπό του.
Στο θάνατο του άλλου, γιατί ο δικός του έχει ήδη επισυμβεί. Τότε γίνεται ένας από τους δολοφόνους του Παύλου Φύσσα, ένας χρυσαυγίτης. Και τους δύο κόσμους, του Έρικ και του Μπέννο, τους ενώνει ο ίδιος θεός, η νέα τεχνολογία, η ρομποτική, τα data, η ίδια δικτατορία, το ίδιο καταπιεστικό μέλλον, η ίδια ανάγκη για τροφοδοσία του ακόρεστου Εγώ. Αλλά τους χωρίζει η αυτάρκεια του ενός (Έρικ), η απουσία τύψεων, η τεράστια φιλοδοξία, η περιφρόνηση για τον άλλο. Ακόμη και στην αυτοκαταστροφή του ο Κύριος Όλος ο Κόσμος θέλει να «επιτύχει» περισσότερο από τον ήδη αποτυχημένο, να χάσει περισσότερα, όπως στο αρχαίο πότλατς, όπου αυτός που χάριζε τα περισσότερα ήταν ο πιο ισχυρός. Γι’ αυτό δεν αυτοκτονεί, αλλά προκαλεί το φόνο του. Ο Άκης, ο Λιάπης και οι άλλοι ανήκουν στις μεγάλες εγωπάθειες, στους Her Omnes του Κάφκα, αυτοί που έμμεσα βάζουν το μαχαίρι στο χέρι των αποτυχημένων, του κάθε Ρουπακιά.
Βλέπω τον Άκη να εισέρχεται αγέρωχος στο δικαστήριο. Το ίδιο «άτρωτος», όπως όταν ήταν παντοδύναμος υπουργός Άμυνας. Βλέπω τον Λιάπη να ανεβαίνει υπομειδιών τη σκάλα του ανακριτή. Θέλει να είναι πρώτος στην επιτυχία, πρώτος και στην αποτυχία. Έκανε «λάθος». Όχι γιατί χρησιμοποιούσε πλαστές πινακίδες, αλλά γιατί συνελήφθη. Αυτή υπήρξε η ηθική κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας στην εποχή της διακινδύνευσης και του σημίτειου εκσυγχρονισμού, όπου το λάθος δεν είναι η παρανομία, αφού όλα είναι επιτρεπτά σύμφωνα με τη μετανεωτερική αντίληψη της πλήρους αβεβαιότητας, αλλά η… βλακεία να συλληφθείς γι’ αυτή.
Με άλλα λόγια, οι νόμοι εγγυώνται την ελευθεριότητα των «πάνω» και την τάξη-υπακοή των «κάτω». Δείτε και το χαμόγελο του Στουρνάρα, που διακηρύσσει υπερήφανα την «πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή» που πέτυχε πάνω στα πτώματα των Ελλήνων εργαζομένων. Ακριβώς όπως έκτισε την Αγία Πετρούπολη ο Μεγάλος Πέτρος, μπαζώνοντας τους βάλτους της περιοχής με τα δεκάδες χιλιάδες πτώματα των κουλάκων. Θυμάμαι το ίδιο εγωπαθές χαμόγελο και στο πρόσωπο του Γιώργου Παπακωνσταντίνου.
Όλοι τους είναι οι Her Omnes, οι Κύριοι Όλος ο Κόσμος, όπως αποκαλούσε ο Φρ. Κάφκα τα τεράστια Εγώ, τα κοσμο-εγώ. Γι’ αυτά μιλάει και ο Ντον ΝτεΛίλλο (στο μυθιστόρημα: Κοσμόπολις, εκδόσεις Εστία). Ο Έρικ, ο πολυεκατομμυριούχος χρηματιστής του Ντελίλο ανήκει στη φυλή των Her Omnes: «Με το θάνατό του Δε θα τελείωνε ο ίδιος. Θα τελείωνε ο κόσμος»! Το Εγώ ίσον ο κόσμος, ο κόσμος ίσον Εγώ. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που μία ανάσα τους μπορεί να κλονίσει την οικονομία. Εκείνοι που όντας ταυτισμένοι με τον κόσμο δεν έχουν τρόπο να βγουν έξω από το Εγώ τους, δεν έχουν τόπο για να τον δουν από απόσταση, να γνωρίσουν ποιοι είναι. Η συνείδηση και το αυτοσυνείδητο άτομο δεν υφίστανται.
Μόνο τεράστια κελύφη από ακόρεστα Εγώ, που ότι κι αν κατασπαράζουν παραμένουν αδειανά. Είναι οι νεαροί-θρύλοι με την ακατάβλητη θέληση, οι έξυπνοι που έχουν ανατραφεί από λύκους. Θρησκεία τους η «πληροφόρηση», αυτή είναι η ομορφιά και το νόημα της ζωής τους. Τα data, τα δεδομένα είναι τα μόνα που έχουν ψυχή. Όλα είναι μετατρέψιμα σε κυματιστές αράδες πληροφοριών. Το σώμα, η ψυχή, ο άνθρωπος, όλα συρρικνώνονται σε μία δομή πληροφοριών. Το παν είναι η σκέψη, το παιγνίδι με τη σκέψη, η σκέψη έξω από τα όρια, η επίθεση στα όρια της αντιληπτικής ικανότητας, η σπέκουλα στο κενό, το παιγνίδι στο κενό, το συνειδητό πέταγμα του Ίκαρου και η συνειδητή χαρά της πτώσης. Από τη μια το ζην επικινδύνως του υπερμανιακού χρηματιστή, η φυλή των πολιτών του κόσμου με «ένα ζευγάρι αρχίδια Νέας Υόρκης» ή Κολωνακίου. Από την άλλη πλευρά, στην άλλη όχθη, βρίσκεται το Εγώ των «κάτω», του άνεργου Μπέννο Λέβιν.
Αυτός είναι ένας νέος άντρας που δεν υπήρξε ποτέ παιδί (ακριβώς όπως ο «υπέροχος Γκάτσμπι» του Φιτζέραλντ), που έχει ακόμη αντιστάσεις, εκδηλωμένες με τον κορεατικό πυρετό, ή τον πολιτιστικό πανικό του διαδικτύου. Το Εγώ εδώ βιώνει την απόλυτη μοναξιά του απορριπτέου, δηλαδή του απολυμένου, και του απορρίμματος, του άχρηστου, αυτού που όχι μόνο δεν έχει κάποιον να τον αγαπήσει, αλλά δεν έχει και κανέναν να αγαπήσει γατί «δεν έχει απομείνει κανένας». Ο Μπέννο ήταν «ένα ασήμαντο τεχνικό στοιχείο, ένα τεχνικό γεγονός, που αντικαταστάθηκε με ένα πιο αποδοτικό «τσιπ», δηλαδή απολύθηκε και μάλιστα εθελουσίως, χωρίς καμία αποζημίωση.
Έχει κι αυτός Εγώ, αλλά είναι χωρίς δουλειά, «ρέστος» και ατσίγαρος, δηλαδή αποστερημένος από τις κοινά αναγνωρισμένες πλευρές του Εγώ του, συμβολικά νεκρός. Κι όμως θέλει να αφηγηθεί τη ζωή του, θέλει να την πει, να τη γράψει, ουσιαστικά να ανασυστήσει το θρυμματισμένο Εγώ του μέσω της δημιουργίας, με τη μετουσίωση της βιο-ιστορίας του σε τέχνη. Το φαντασιακό ενεργοποιείται, αλλά αποτυγχάνει. Η φαντασία, αυτό που είναι το «υποκείμενο τονούμενο» δεν υπάρχει. Τότε παραληρεί, παθαίνει «σούστο», δηλαδή απώλεια ψυχής (που το κόλλησε από το διαδίκτυο ομοίως), χάνει την οικογένειά του, αλλά το μόνο που καταφέρνει να βρει για παρηγοριά, για να σπάσει τη μοναξιά του είναι «κάτι να μισεί», όπως ο ξένος του Καμύ. Θέλει να σκοτώσει για να αξίζει κάτι και η δική του ζωή. Μόνο στο θάνατο μπορεί, τελικά, να δει το πρόσωπό του.
Στο θάνατο του άλλου, γιατί ο δικός του έχει ήδη επισυμβεί. Τότε γίνεται ένας από τους δολοφόνους του Παύλου Φύσσα, ένας χρυσαυγίτης. Και τους δύο κόσμους, του Έρικ και του Μπέννο, τους ενώνει ο ίδιος θεός, η νέα τεχνολογία, η ρομποτική, τα data, η ίδια δικτατορία, το ίδιο καταπιεστικό μέλλον, η ίδια ανάγκη για τροφοδοσία του ακόρεστου Εγώ. Αλλά τους χωρίζει η αυτάρκεια του ενός (Έρικ), η απουσία τύψεων, η τεράστια φιλοδοξία, η περιφρόνηση για τον άλλο. Ακόμη και στην αυτοκαταστροφή του ο Κύριος Όλος ο Κόσμος θέλει να «επιτύχει» περισσότερο από τον ήδη αποτυχημένο, να χάσει περισσότερα, όπως στο αρχαίο πότλατς, όπου αυτός που χάριζε τα περισσότερα ήταν ο πιο ισχυρός. Γι’ αυτό δεν αυτοκτονεί, αλλά προκαλεί το φόνο του. Ο Άκης, ο Λιάπης και οι άλλοι ανήκουν στις μεγάλες εγωπάθειες, στους Her Omnes του Κάφκα, αυτοί που έμμεσα βάζουν το μαχαίρι στο χέρι των αποτυχημένων, του κάθε Ρουπακιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου