Τα Χριστούγεννα ήταν πάντα, από τότε που ήμουνα μικρός, η αγαπημένη μου εποχή του χρόνου. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, αυτός ο συνδυασμός διακοπών, συγκέντρωσης της οικογένειας, δώρων, φαγητών, γλυκών, φοβερών και τρομερών ταινιών, υπέροχων μουσικών και αυτής της ιδιαίτερης θαλπωρής με έκανε πάντοτε ευτυχισμένο. Άσε τα φωτάκια και τη μαγευτική διαδικασία στολισμού του δέντρου.
Αλλά και αργότερα στα φοιτητικά και στα πρώτα «επαγγελματικά» χρόνια, όλα τα παραπάνω συνδυασμένα με παρτάρες, με σουλάτσα σε μπαρ και τραπέζια πόκας, με ποτά και ξενύχτια και φυσικά την απαραίτητη δυσκολία της αναστύλωσης έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί το Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι στο πατρικό. Και αργότερα, επειδή η ζωή μας κύκλους κάνει, ξανά στην πρώτη φάση, με μικρή διαφορά ότι τα παιχνίδια τα δίνω πια και δεν τα παίρνω, αν και η χαρά τώρα είναι απείρως μεγαλύτερη.
Φέτος, για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν ξέρω πώς να αντιμετωπίσω τη γιορτή. Δεν ξέρω πως να αντιμετωπίσω όλο αυτό που γίνεται γύρω, πάνω και μέσα μας. Δεν ξέρω πώς να αντιμετωπίσω όλο αυτό το κύμα χαράς που είναι καταγεγραμμένο στη μνήμη μου. Να κάνω ότι δε βλέπω, ότι δεν ακούω, ότι δεν αισθάνομαι τι συμβαίνει; Και το παιδί; Γιατί να του στερήσω τη χαρά; Γιατί να μεγαλώσει πρόωρα; Κι απ’ την άλλη, γιατί να ζει σε γυάλα; Γιατί να μην είναι έτοιμος γι’ αυτά που έρχονται; Ποιά προσέγγιση είναι είναι «προοδευτική», ποιά είναι «ανθρώπινη», ποιά είναι «ρεαλιστική»;
Πως να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα, τραγούδαγε το πάλαι ποτέ στο Λαύριο ο Σαββόπουλος. Κι όλο φοβάμαι το αύριο συνεχίζει. Αυτός ο φόβος που διαπερνάει όλους μου τους φίλους, όλους τους συγγενείς, όλους τους γνωστούς. Αυτός ο φόβος ότι ακόμα δεν πιάσαμε πάτο, υπάρχουν και χειρότερα. Αυτός ο φόβος που δεν μπορεί να βρει διέξοδο. Αυτός ο φόβος που μας ακινητοποιεί. Αυτός ο φόβος που μας παραλύει. Αυτός ο φόβος που τελικά λέει, βομβαρδισμός είναι, ακόμα είμαι εδώ, μπορεί και να τη γλιτώσω.
Θυμάμαι εκείνο το παλιό ανέκδοτο που έλεγε η μάνα μου, όπου η δασκάλα έβαζε τα παιδάκια να κλίνουν το «να πεθάνω», και ο πονηρός το είπε: Να πεθάνω; (ερωτηματικό) Να πεθάνεις! Να πεθάνει! (εμφατικά). Να πεθάνουμε; (πάλι ερωτηματικό) Να πεθάνετε! Να πεθάνουν! (πιό εμφατικά). Ε λοιπόν, δεν είμαι πονηρός και δε θέλω να πεθάνει κανένας και επίσης δε θέλω ούτε το παιδί μου να «πονηρέψει».Έτσι φέτος αποφασίσαμε ό,τι κάνουμε, να το κάνουμε μαζί οι τρείς μας.
Να μαζέψουμε όλα τα ρούχα της γιαγιάς που «έφυγε» πριν από δυό μήνες, όλα της τα πράγματα και να τα πάμε στο γηροκομείο. Οι τρεις μας. Αποφασίσαμε να μαζέψουμε τα περισσότερα παιχνίδια του παιδιού και να τα πάμε εκεί που δεν έχουν τίποτα. Οι τρεις μας. Αποφασίσαμε να δώσουμε από αυτό που δεν μας περισσεύει εκεί που δεν υπάρχει τίποτα. Και για δώρο στο παιδί; Μόνο αυτό που ζήτησε. Μαμά και μπαμπά δε θέλω δώρα φέτος, μόνο κάτι ζωντανό, ένα αδέσποτο σκυλάκι.
Έτσι για να είμαστε ευτυχισμένοι οι τρεις μας.
Φέτος, για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν ξέρω πώς να αντιμετωπίσω τη γιορτή. Δεν ξέρω πως να αντιμετωπίσω όλο αυτό που γίνεται γύρω, πάνω και μέσα μας. Δεν ξέρω πώς να αντιμετωπίσω όλο αυτό το κύμα χαράς που είναι καταγεγραμμένο στη μνήμη μου. Να κάνω ότι δε βλέπω, ότι δεν ακούω, ότι δεν αισθάνομαι τι συμβαίνει; Και το παιδί; Γιατί να του στερήσω τη χαρά; Γιατί να μεγαλώσει πρόωρα; Κι απ’ την άλλη, γιατί να ζει σε γυάλα; Γιατί να μην είναι έτοιμος γι’ αυτά που έρχονται; Ποιά προσέγγιση είναι είναι «προοδευτική», ποιά είναι «ανθρώπινη», ποιά είναι «ρεαλιστική»;
Πως να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα, τραγούδαγε το πάλαι ποτέ στο Λαύριο ο Σαββόπουλος. Κι όλο φοβάμαι το αύριο συνεχίζει. Αυτός ο φόβος που διαπερνάει όλους μου τους φίλους, όλους τους συγγενείς, όλους τους γνωστούς. Αυτός ο φόβος ότι ακόμα δεν πιάσαμε πάτο, υπάρχουν και χειρότερα. Αυτός ο φόβος που δεν μπορεί να βρει διέξοδο. Αυτός ο φόβος που μας ακινητοποιεί. Αυτός ο φόβος που μας παραλύει. Αυτός ο φόβος που τελικά λέει, βομβαρδισμός είναι, ακόμα είμαι εδώ, μπορεί και να τη γλιτώσω.
Θυμάμαι εκείνο το παλιό ανέκδοτο που έλεγε η μάνα μου, όπου η δασκάλα έβαζε τα παιδάκια να κλίνουν το «να πεθάνω», και ο πονηρός το είπε: Να πεθάνω; (ερωτηματικό) Να πεθάνεις! Να πεθάνει! (εμφατικά). Να πεθάνουμε; (πάλι ερωτηματικό) Να πεθάνετε! Να πεθάνουν! (πιό εμφατικά). Ε λοιπόν, δεν είμαι πονηρός και δε θέλω να πεθάνει κανένας και επίσης δε θέλω ούτε το παιδί μου να «πονηρέψει».Έτσι φέτος αποφασίσαμε ό,τι κάνουμε, να το κάνουμε μαζί οι τρείς μας.
Να μαζέψουμε όλα τα ρούχα της γιαγιάς που «έφυγε» πριν από δυό μήνες, όλα της τα πράγματα και να τα πάμε στο γηροκομείο. Οι τρεις μας. Αποφασίσαμε να μαζέψουμε τα περισσότερα παιχνίδια του παιδιού και να τα πάμε εκεί που δεν έχουν τίποτα. Οι τρεις μας. Αποφασίσαμε να δώσουμε από αυτό που δεν μας περισσεύει εκεί που δεν υπάρχει τίποτα. Και για δώρο στο παιδί; Μόνο αυτό που ζήτησε. Μαμά και μπαμπά δε θέλω δώρα φέτος, μόνο κάτι ζωντανό, ένα αδέσποτο σκυλάκι.
Έτσι για να είμαστε ευτυχισμένοι οι τρεις μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου