Του Νίκου Σκοπλάκη, Red NoteBook...
Όλες οι υποβόσκουσες αντιθέσεις και οι αντίρροπες τάσεις πανικού εντός του αυταρχικού μνημονιακού μπλοκ απέναντι στο ενδεχόμενο αριστερής διακυβέρνησης με κοινωνική αυτοδυναμία χρειάζονται έδαφος για να ελιχθούν και να συγκροτηθούν σε προπαγανδιστική διαχείριση, ώστε να σφίγγουν τα κοινωνικά χαλινάρια σε μια κρίσιμη μάζα. Έδαφος κατασκευασμένο αλλά πρόσφορο, ραδιοτηλεοπτικά εντυπωσιοθηρικό και στερεοτυπικό: έδαφος των pretenders.
Oι pretenders αποκρυστάλλωσαν την αγορά, τα νούμερα, τις τράπεζες, τα προνομιακά δάνεια, τα υλικά και κοινωνικά κεφάλαια σε μια επικοινωνία σκληρής ταξικότητας, όπου η εργασία πρέπει να γίνεται ολοένα πιο απαξιωμένη, απροστάτευτη και απογυμνωμένη από δικαιώματα, ώστε το χρήμα να γίνεται πιο ακριβό και να συγκεντρώνεται σε ολοένα λιγότερα χέρια, έξω από οποιονδήποτε κοινωνικό έλεγχο, δίχως επιστροφή στις ανάγκες της δημόσιας σφαίρας. Υποδέχτηκαν τα Μνημόνια με άγρια χαρά, επιφυλάσσοντας στις καταπιεζόμενες τάξεις και τα πληττόμενα στρώματα την ηττοπαθή μνησικακία του κοινωνικού αυτοματισμού, τη γλιτσιασμένη υπερπληροφόρηση του «όλοι ίδιοι είναι», τον φαύλο κύκλο του καβγά για το ποιός κάθε φορά κλάδος εργαζομένων θά’ ναι το σκοινί και ποιός ο κρεμασμένος στην πορεία προς τη συλλογική κατάρρευση. Τα πάντα χωνεύονται σε μια φαντασμαγορία αποκρύψεων και υπερτονισμών, στοργικών συγκαλύψεων και τεχνουργημένων αποκαλύψεων, περιφρουρημένου ψεύδους και αληθοφανούς παραχάραξης, μιας επικοινωνιακά χειραγωγητικής σύγχυσης, η οποία συμπιέζει τα πάντα σε δικαιολογία του κρατούντος και δημιουργεί μια κατευθυνόμενη όραση για τις κρίσιμες στιγμές, τις κρίσιμες καμπές και τις κρίσιμες πρωθυπουργικές τουρνέ ενόψει πιο ύπουλου σερβιρίσματος του επόμενου Μνημονίου.
Ο συνδυασμός ταξικής σύνθεσης, κοινωνικής συσπείρωσης και πολιτικού λόγου, με τα οποία επιδιώκει να αρθρωθεί η αριστερή διέξοδος και ως διακυβερνητική πρακτική, θορυβεί εντονότατα (για να μην πω πανικοβάλλει) την ταξική και πολιτική συμμαχία του μνημονιακού αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού. Έχοντας απωλέσει κάθε διεισδυτικότητα και θελκτικότητα σε μια ευρεία κοινωνική πλειοψηφία, το μνημονιακό μπλοκ επιχειρεί αδιάκοπα να φθείρει την κοινωνική συμμαχία, την πολιτική πρόταση και την οργανωτική άρθρωση του αριστερού αντιμνημονιακού μετώπου που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη φαντασμαγορία των pretenders του (και όσων δεν έχουν διαρρήξει τους δεσμούς τους με αυτούς, για λόγους πολυπράγμονος προσωπικής στρατηγικής). Οι καλοί pretenders, με έναν αξιοπαρατήρητο ειδησεογραφικό (τρόπος του λέγειν) συντονισμό, τη μια θρηνούν που ο ΣΥΡΙΖΑ «απώλεσε τον ανανεωτικό χαρακτήρα» και ενθαρρύνει «ζαχαριαδικούς» να αμφισβητούν την παντοκρατορία των ευλογημένων συστημικών ελίτ ή επιτρέπει σε αριστερές βουλευτές να προσέρχονται χωρίς το πατροπαράδοτο ημών ταγέρ. Την άλλη σκληρίζουν που ο εξτρεμιστικός ΣΥΡΙΖΑ συμπαραστέκεται στις μετανάστριες, τους πρόσφυγες, τους απεργούς, τους πρεκάριους, τις φοιτήτριες και τις δασκάλες, τους κατοίκους που αντιδρούν σε χρυσές επενδύσεις και στην άνευ όρων και ορίων επιχειρηματική δραστηριότητα (σε αντίθεση λ.χ. με τον άδολο και κεντροδεξιό Μηταράκη). Κι αν εξαντληθούν αυτά τα βόλια, ανακαλύπτουν αίφνης ότι αυτός ο εξτρεμιστικός και αναχρονιστικός ΣΥΡΙΖΑ είναι «αριστερά του Κολωνακίου» και των «πλουσίων», χωρίς να σκέφτονται μήπως πληγώσουν τους φίλτατους αυτών «58 και κάτι ψιλά».
Αυτοί οι εκλεκτοί pretenders δραστηριοποιούνται για το ιδεολογικό και ψυχολογικό πλαίσιο, εντός του οποίου καλούνται τα λαϊκά στρώματα να αδρανούν, ορίζοντας ως πρακτική ενσωμάτωσης την ισοπεδωτική σχετικοποίηση. Όπως ο Κασιμάτης μιλάει για εξτρεμισμό, μπορεί και ο κομιστής να μιλήσει για οικονομική διαφάνεια ή για ταξική συνέπεια. Με την ίδια άνεση που το οικογενειακό συγκρότημα Ψυχάρη γράφει για αξιοκρατία, λιτότητα και μοτοσικλέτες. Η αφομοιωτική λογική των έντυπων και ηλεκτρονικών pretenders ενεργοποιείται απέναντι σε μια κοινωνική συμμαχία και μια αριστερή διακυβέρνηση την οποία τρέμει, διότι αυτή αμφισβητεί δομικά την ταξική κυριαρχία και το πιο τοξικό όργανο αναπαραγωγής της, τα Μνημόνια. Και ενεργοποιούμενη η λογική των pretenders ενεργοποιεί θεμελιακά στερεοτυπικά υποκατάστατα της θεωρητικής της αδυναμίας στην αναμέτρηση με την πραγματικότητα.
Κάπως παλιωμένα, βέβαια, αλλά αυτά ξέρουν, αυτά εμπιστεύονται στις δύσκολες ώρες. Να ένα που κρατάει από τα Δεκεμβριανά και είχε αναπτυχθεί δεόντως στις στήλες των «Αθηναϊκών Νέων» (30.1.1945, σελ.1): «Ο αποτυχημένος στη ζωή, νέος που του κόπηκαν τα φτερά από τα πρώτα βήματα, άνθρωπος με μεγάλα όνειρα και αναιμικές πραγματοποιήσεις, αποδίδει δίκαια ή άδικα, στο μηχανισμό του αστικού κράτους την αποτυχία του και ξεδιπλώνει την κόκκινη σημαία. Αλλά εσύ κύριε; Σ’ εσένα το λέω με την κοιλίτσα, με την φαλακρίτσα, με την έκφρασι της μακαριότητος, με όλα τα τεκμήρια του πλούτου [...]. Εξήγησέ μας, να ζης, πώς τα καταφέρνεις, τακτοποιημένος με τον εαυτό σου να περιφέρεσαι με τα εμβλήματα της ακροτάτης αριστεράς; [...]. Αλλά δεν πιστεύετε. Παίζετε απλώς το κομμάτι σας. Κάνετε τη μανιέρα σας [...]. Γιατί είναι πολύ σικ, οι πλουτοκράτες μας διατηρώντας τα πλούτη τους να επιδεικνύουν συγχρόνως και την κόκκινη χλαμύδα του κουκουεδισμού, που αυτοί δημιουργούν, και ν’ αγορεύουν για την κοινωνική δικαιοσύνη, της οποίας αυτοί ανατρέπουν το ισοζύγιο».
Ευτυχώς, που οι pretenders της εποχής είχαν διαγνώσει και οργανώσει την αντεπίθεση του αγνού ελληνικού αστισμού και του αναπτυξιακού του μαυραγοριτισμού απέναντι στους οπορτουνιστές τρομοκράτες, τα αστόπαιδα που ανακατεύονταν σε ύποπτα και ανατρεπτικά μέτωπα, μαζί με φθονερά μειράκια και παραστρατημένους πληβείους. Έτσι κατορθώθηκε το μετεμφυλιακό μοντέλο Λαϊκού Κόμματος, Φιλελευθέρων, Ε.Ρ.Ε., το οποίο επέτρεψε χρηστή διοίκηση, νόμο 4.000, σκληρή δουλειά και λίγα λόγια, μπόλικη Siemens για να μην οδηγηθούμε στον ολοκληρωτισμό των δημόσιων υποδομών και άφθονες εφοπλιστικές παροχές, ώστε να φουσκώνουμε από υπερηφάνεια που ο Νιάρχος, ο Λάτσης και, βεβαίως, ο Ωνάσης ήταν πατριωτάκια μας.
Σε μια μετα-εκσυγχρονιστική, μνημονιακή Ελλάδα θεωρείται φυσικότατο, θεμιτότατο και λογικότατο επιχειρηματίες να περιφέρουν μαύρο χρήμα από τη Γενεύη μέχρι το Λονδίνο με φορολογικές δηλώσεις άπορου, εθνικοί προμηθευτές και κρατικοδίαιτοι τραπεζίτες να επιβάλλουν όρους ταξικής εξόντωσης και στυγνής περιθωριοποίησης, λίσταρχοι να αντιπροεδρεύουν και οι αναφερόμενοι στις λίστες να παραμένουν ανεξέλεγκτοι, οι Hogan Lovells της οικουμένης να αμείβονται με ιλιγγιώδη ποσά για κατάπτυστους εξωδικαστικούς διακανονισμούς, τα ΤΑΙΠΕΔ να εκποιούν ό, τι, όπως και όπου θέλουν, τα ειδικά χρυσά συμβόλαια των μνημονιακών killers να επιβαρύνουν με ιλιγγιώδη ποσά το καθημαγμένο από τις πρακτικές τους δημόσιο. Όλα καλά, όλα ανθηρά, αρκεί να μην προκύψει από τις φορολογικές δηλώσεις ότι υπάρχουν και εύποροι βουλευτές στον ΣΥΡΙΖΑ.
Εκεί οι pretenders ξεδιπλώνουν με ιερή αγανάκτηση τις περγαμηνές της ισοπεδωτικής σχετικοποίησης, αναγκαία πρακτική απέναντι στην προοπτική ρήξης με τα προνόμια και τα συμφέροντά τους, που εισηγείται το πολιτικό και προγραμματικό στίγμα του ΣΥΡΙΖΑ. Νομίζουν, μάλιστα, ότι με αυτόν τον τρόπο θα εξαφανίσουν τους μπουκωμένους κολοσσούς της τριαντάχρονης νεοφιλελεύθερης συνδιαχείρισης και τους off-shore μουτζαχεντίν της κοινωνικής εξόντωσης. Μέχρι να γυρίσουν πάλι τον δίσκο αλλιώς: Είτε η φρακαρισμένη μονταζιέρα θα ανακαλύψει πληβείους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που αλλοιώνουν επικίνδυνα τις δοσμένες ισορροπίες κοινωνικής εκπροσώπησης. Είτε κάποιος συστημικός γελοιογράφος με «ωραίο σκίτσο» θα απεικονίσει την Κωνσταντοπούλου να τοξεύει τον Κεδίκογλου σαν άλλο άγιο Σεβαστιανό, μαρτυρήσαντα υπέρ διευθετήσεων στα πειρατάδικα της επικράτειας και υπέρ πραξικοπηματικής κατάργησης της ΕΡΤ. Από όλα έχει ο μπαξές του κρατούντος για να πλήξει τις δυσάρεστες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες της Αριστεράς εδώ και δεκαετίες. Αφότου οι pretenders δημιούργησαν από ακροδεξιούς εμποράκους εθνοφυλετισμού και κοινωνικού δαρβινισμού κυβερνητικούς «ακτιβιστές της δεξιάς», είναι ικανοί να βάζουν ανθρώπους με αγωνιστικό ήθος χρόνων στο ίδιο τσουβάλι με εκείνους που συνέδεσαν τα διαχειριστικά τους πόστα με την εξάλειψη κάθε ίχνους κοινωνικής δικαιοσύνης προς όφελος των δανειστών, των χρηματοδοτών και των ομοτράπεζών τους. Quelle finesse!
Ως πολιτική κουλτούρα ορίζεται ένα σύνολο πολιτικών, κοινωνικών και προγραμματικών πρακτικών, το οποίο πραγματοποιείται στα πλαίσια που ο πολιτικός λόγος μιας παράταξης ιστορικά ορίζει. Ιστορικά, στη συγκυρία της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής κρίσης, η πολιτική κουλτούρα του ΣΥΡΙΖΑ ενοχλεί και ανησυχεί τον άρχοντα συνασπισμό, αφού δεν συνθηκολογεί με κρίσιμες πλευρές των ταξικών συμφερόντων και των διαχειριστικών προνομίων του. Έτσι, σε κάθε ευκαιρία επανέρχεται η μαγική επίκληση: «Remember, remember the style of pretender». Και οι pretenders φτάνουν, ένας-ένας κι όλοι μαζί, στις οικείες οθόνες ή στις οικείες στήλες, συστηματοποιώντας, διαχέοντας και αντικειμενοποιώντας τη χρηστική σύγχυση απέναντι σε ό, τι διαταράσσει τη διακυβερνητική αναπαραγωγή των αφεντικών τους.
Οι δυνάμεις της κομμουνιστικής ανανέωσης δεν εκχωρούν την κριτική τους εγρήγορση ούτε την ταξική και πολιτική οπτική, αντιθέτως γνωρίζουν πως αυτά είναι τα μέσα για να πετύχουν οι προγραμματικοί στόχοι του αριστερού αντιμνημονιακού μετώπου. Ο κόσμος αυτός δεν έφτασε μέχρι εδώ ταξιδεύοντας πάνω σε όλα τα καράβια και ούτε θα συνεχίσει με όλα τα πανιά, σε αντίθεση με κάποιους που έχουν μάθει να ζουν με όλες τις αποφάσεις ως τυποεκδοτικά προωθητικές. Ο κόσμος αυτός αντιλαμβάνεται, παρεμβαίνει, κρίνει και απαιτεί. Αυτό είναι ένα από τα πιο επίφοβα για τους pretenders στοιχεία πολιτικής κουλτούρας κι αυτό προσπαθούν να εξαφανίσουν πίσω από τη σκόνη της ισοπεδωτικής τους σχετικοποίησης από μια ευρύτερη κοινωνική θέαση.
Oι pretenders αποκρυστάλλωσαν την αγορά, τα νούμερα, τις τράπεζες, τα προνομιακά δάνεια, τα υλικά και κοινωνικά κεφάλαια σε μια επικοινωνία σκληρής ταξικότητας, όπου η εργασία πρέπει να γίνεται ολοένα πιο απαξιωμένη, απροστάτευτη και απογυμνωμένη από δικαιώματα, ώστε το χρήμα να γίνεται πιο ακριβό και να συγκεντρώνεται σε ολοένα λιγότερα χέρια, έξω από οποιονδήποτε κοινωνικό έλεγχο, δίχως επιστροφή στις ανάγκες της δημόσιας σφαίρας. Υποδέχτηκαν τα Μνημόνια με άγρια χαρά, επιφυλάσσοντας στις καταπιεζόμενες τάξεις και τα πληττόμενα στρώματα την ηττοπαθή μνησικακία του κοινωνικού αυτοματισμού, τη γλιτσιασμένη υπερπληροφόρηση του «όλοι ίδιοι είναι», τον φαύλο κύκλο του καβγά για το ποιός κάθε φορά κλάδος εργαζομένων θά’ ναι το σκοινί και ποιός ο κρεμασμένος στην πορεία προς τη συλλογική κατάρρευση. Τα πάντα χωνεύονται σε μια φαντασμαγορία αποκρύψεων και υπερτονισμών, στοργικών συγκαλύψεων και τεχνουργημένων αποκαλύψεων, περιφρουρημένου ψεύδους και αληθοφανούς παραχάραξης, μιας επικοινωνιακά χειραγωγητικής σύγχυσης, η οποία συμπιέζει τα πάντα σε δικαιολογία του κρατούντος και δημιουργεί μια κατευθυνόμενη όραση για τις κρίσιμες στιγμές, τις κρίσιμες καμπές και τις κρίσιμες πρωθυπουργικές τουρνέ ενόψει πιο ύπουλου σερβιρίσματος του επόμενου Μνημονίου.
Ο συνδυασμός ταξικής σύνθεσης, κοινωνικής συσπείρωσης και πολιτικού λόγου, με τα οποία επιδιώκει να αρθρωθεί η αριστερή διέξοδος και ως διακυβερνητική πρακτική, θορυβεί εντονότατα (για να μην πω πανικοβάλλει) την ταξική και πολιτική συμμαχία του μνημονιακού αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού. Έχοντας απωλέσει κάθε διεισδυτικότητα και θελκτικότητα σε μια ευρεία κοινωνική πλειοψηφία, το μνημονιακό μπλοκ επιχειρεί αδιάκοπα να φθείρει την κοινωνική συμμαχία, την πολιτική πρόταση και την οργανωτική άρθρωση του αριστερού αντιμνημονιακού μετώπου που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη φαντασμαγορία των pretenders του (και όσων δεν έχουν διαρρήξει τους δεσμούς τους με αυτούς, για λόγους πολυπράγμονος προσωπικής στρατηγικής). Οι καλοί pretenders, με έναν αξιοπαρατήρητο ειδησεογραφικό (τρόπος του λέγειν) συντονισμό, τη μια θρηνούν που ο ΣΥΡΙΖΑ «απώλεσε τον ανανεωτικό χαρακτήρα» και ενθαρρύνει «ζαχαριαδικούς» να αμφισβητούν την παντοκρατορία των ευλογημένων συστημικών ελίτ ή επιτρέπει σε αριστερές βουλευτές να προσέρχονται χωρίς το πατροπαράδοτο ημών ταγέρ. Την άλλη σκληρίζουν που ο εξτρεμιστικός ΣΥΡΙΖΑ συμπαραστέκεται στις μετανάστριες, τους πρόσφυγες, τους απεργούς, τους πρεκάριους, τις φοιτήτριες και τις δασκάλες, τους κατοίκους που αντιδρούν σε χρυσές επενδύσεις και στην άνευ όρων και ορίων επιχειρηματική δραστηριότητα (σε αντίθεση λ.χ. με τον άδολο και κεντροδεξιό Μηταράκη). Κι αν εξαντληθούν αυτά τα βόλια, ανακαλύπτουν αίφνης ότι αυτός ο εξτρεμιστικός και αναχρονιστικός ΣΥΡΙΖΑ είναι «αριστερά του Κολωνακίου» και των «πλουσίων», χωρίς να σκέφτονται μήπως πληγώσουν τους φίλτατους αυτών «58 και κάτι ψιλά».
Αυτοί οι εκλεκτοί pretenders δραστηριοποιούνται για το ιδεολογικό και ψυχολογικό πλαίσιο, εντός του οποίου καλούνται τα λαϊκά στρώματα να αδρανούν, ορίζοντας ως πρακτική ενσωμάτωσης την ισοπεδωτική σχετικοποίηση. Όπως ο Κασιμάτης μιλάει για εξτρεμισμό, μπορεί και ο κομιστής να μιλήσει για οικονομική διαφάνεια ή για ταξική συνέπεια. Με την ίδια άνεση που το οικογενειακό συγκρότημα Ψυχάρη γράφει για αξιοκρατία, λιτότητα και μοτοσικλέτες. Η αφομοιωτική λογική των έντυπων και ηλεκτρονικών pretenders ενεργοποιείται απέναντι σε μια κοινωνική συμμαχία και μια αριστερή διακυβέρνηση την οποία τρέμει, διότι αυτή αμφισβητεί δομικά την ταξική κυριαρχία και το πιο τοξικό όργανο αναπαραγωγής της, τα Μνημόνια. Και ενεργοποιούμενη η λογική των pretenders ενεργοποιεί θεμελιακά στερεοτυπικά υποκατάστατα της θεωρητικής της αδυναμίας στην αναμέτρηση με την πραγματικότητα.
Κάπως παλιωμένα, βέβαια, αλλά αυτά ξέρουν, αυτά εμπιστεύονται στις δύσκολες ώρες. Να ένα που κρατάει από τα Δεκεμβριανά και είχε αναπτυχθεί δεόντως στις στήλες των «Αθηναϊκών Νέων» (30.1.1945, σελ.1): «Ο αποτυχημένος στη ζωή, νέος που του κόπηκαν τα φτερά από τα πρώτα βήματα, άνθρωπος με μεγάλα όνειρα και αναιμικές πραγματοποιήσεις, αποδίδει δίκαια ή άδικα, στο μηχανισμό του αστικού κράτους την αποτυχία του και ξεδιπλώνει την κόκκινη σημαία. Αλλά εσύ κύριε; Σ’ εσένα το λέω με την κοιλίτσα, με την φαλακρίτσα, με την έκφρασι της μακαριότητος, με όλα τα τεκμήρια του πλούτου [...]. Εξήγησέ μας, να ζης, πώς τα καταφέρνεις, τακτοποιημένος με τον εαυτό σου να περιφέρεσαι με τα εμβλήματα της ακροτάτης αριστεράς; [...]. Αλλά δεν πιστεύετε. Παίζετε απλώς το κομμάτι σας. Κάνετε τη μανιέρα σας [...]. Γιατί είναι πολύ σικ, οι πλουτοκράτες μας διατηρώντας τα πλούτη τους να επιδεικνύουν συγχρόνως και την κόκκινη χλαμύδα του κουκουεδισμού, που αυτοί δημιουργούν, και ν’ αγορεύουν για την κοινωνική δικαιοσύνη, της οποίας αυτοί ανατρέπουν το ισοζύγιο».
Ευτυχώς, που οι pretenders της εποχής είχαν διαγνώσει και οργανώσει την αντεπίθεση του αγνού ελληνικού αστισμού και του αναπτυξιακού του μαυραγοριτισμού απέναντι στους οπορτουνιστές τρομοκράτες, τα αστόπαιδα που ανακατεύονταν σε ύποπτα και ανατρεπτικά μέτωπα, μαζί με φθονερά μειράκια και παραστρατημένους πληβείους. Έτσι κατορθώθηκε το μετεμφυλιακό μοντέλο Λαϊκού Κόμματος, Φιλελευθέρων, Ε.Ρ.Ε., το οποίο επέτρεψε χρηστή διοίκηση, νόμο 4.000, σκληρή δουλειά και λίγα λόγια, μπόλικη Siemens για να μην οδηγηθούμε στον ολοκληρωτισμό των δημόσιων υποδομών και άφθονες εφοπλιστικές παροχές, ώστε να φουσκώνουμε από υπερηφάνεια που ο Νιάρχος, ο Λάτσης και, βεβαίως, ο Ωνάσης ήταν πατριωτάκια μας.
Σε μια μετα-εκσυγχρονιστική, μνημονιακή Ελλάδα θεωρείται φυσικότατο, θεμιτότατο και λογικότατο επιχειρηματίες να περιφέρουν μαύρο χρήμα από τη Γενεύη μέχρι το Λονδίνο με φορολογικές δηλώσεις άπορου, εθνικοί προμηθευτές και κρατικοδίαιτοι τραπεζίτες να επιβάλλουν όρους ταξικής εξόντωσης και στυγνής περιθωριοποίησης, λίσταρχοι να αντιπροεδρεύουν και οι αναφερόμενοι στις λίστες να παραμένουν ανεξέλεγκτοι, οι Hogan Lovells της οικουμένης να αμείβονται με ιλιγγιώδη ποσά για κατάπτυστους εξωδικαστικούς διακανονισμούς, τα ΤΑΙΠΕΔ να εκποιούν ό, τι, όπως και όπου θέλουν, τα ειδικά χρυσά συμβόλαια των μνημονιακών killers να επιβαρύνουν με ιλιγγιώδη ποσά το καθημαγμένο από τις πρακτικές τους δημόσιο. Όλα καλά, όλα ανθηρά, αρκεί να μην προκύψει από τις φορολογικές δηλώσεις ότι υπάρχουν και εύποροι βουλευτές στον ΣΥΡΙΖΑ.
Εκεί οι pretenders ξεδιπλώνουν με ιερή αγανάκτηση τις περγαμηνές της ισοπεδωτικής σχετικοποίησης, αναγκαία πρακτική απέναντι στην προοπτική ρήξης με τα προνόμια και τα συμφέροντά τους, που εισηγείται το πολιτικό και προγραμματικό στίγμα του ΣΥΡΙΖΑ. Νομίζουν, μάλιστα, ότι με αυτόν τον τρόπο θα εξαφανίσουν τους μπουκωμένους κολοσσούς της τριαντάχρονης νεοφιλελεύθερης συνδιαχείρισης και τους off-shore μουτζαχεντίν της κοινωνικής εξόντωσης. Μέχρι να γυρίσουν πάλι τον δίσκο αλλιώς: Είτε η φρακαρισμένη μονταζιέρα θα ανακαλύψει πληβείους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που αλλοιώνουν επικίνδυνα τις δοσμένες ισορροπίες κοινωνικής εκπροσώπησης. Είτε κάποιος συστημικός γελοιογράφος με «ωραίο σκίτσο» θα απεικονίσει την Κωνσταντοπούλου να τοξεύει τον Κεδίκογλου σαν άλλο άγιο Σεβαστιανό, μαρτυρήσαντα υπέρ διευθετήσεων στα πειρατάδικα της επικράτειας και υπέρ πραξικοπηματικής κατάργησης της ΕΡΤ. Από όλα έχει ο μπαξές του κρατούντος για να πλήξει τις δυσάρεστες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες της Αριστεράς εδώ και δεκαετίες. Αφότου οι pretenders δημιούργησαν από ακροδεξιούς εμποράκους εθνοφυλετισμού και κοινωνικού δαρβινισμού κυβερνητικούς «ακτιβιστές της δεξιάς», είναι ικανοί να βάζουν ανθρώπους με αγωνιστικό ήθος χρόνων στο ίδιο τσουβάλι με εκείνους που συνέδεσαν τα διαχειριστικά τους πόστα με την εξάλειψη κάθε ίχνους κοινωνικής δικαιοσύνης προς όφελος των δανειστών, των χρηματοδοτών και των ομοτράπεζών τους. Quelle finesse!
Ως πολιτική κουλτούρα ορίζεται ένα σύνολο πολιτικών, κοινωνικών και προγραμματικών πρακτικών, το οποίο πραγματοποιείται στα πλαίσια που ο πολιτικός λόγος μιας παράταξης ιστορικά ορίζει. Ιστορικά, στη συγκυρία της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής κρίσης, η πολιτική κουλτούρα του ΣΥΡΙΖΑ ενοχλεί και ανησυχεί τον άρχοντα συνασπισμό, αφού δεν συνθηκολογεί με κρίσιμες πλευρές των ταξικών συμφερόντων και των διαχειριστικών προνομίων του. Έτσι, σε κάθε ευκαιρία επανέρχεται η μαγική επίκληση: «Remember, remember the style of pretender». Και οι pretenders φτάνουν, ένας-ένας κι όλοι μαζί, στις οικείες οθόνες ή στις οικείες στήλες, συστηματοποιώντας, διαχέοντας και αντικειμενοποιώντας τη χρηστική σύγχυση απέναντι σε ό, τι διαταράσσει τη διακυβερνητική αναπαραγωγή των αφεντικών τους.
Οι δυνάμεις της κομμουνιστικής ανανέωσης δεν εκχωρούν την κριτική τους εγρήγορση ούτε την ταξική και πολιτική οπτική, αντιθέτως γνωρίζουν πως αυτά είναι τα μέσα για να πετύχουν οι προγραμματικοί στόχοι του αριστερού αντιμνημονιακού μετώπου. Ο κόσμος αυτός δεν έφτασε μέχρι εδώ ταξιδεύοντας πάνω σε όλα τα καράβια και ούτε θα συνεχίσει με όλα τα πανιά, σε αντίθεση με κάποιους που έχουν μάθει να ζουν με όλες τις αποφάσεις ως τυποεκδοτικά προωθητικές. Ο κόσμος αυτός αντιλαμβάνεται, παρεμβαίνει, κρίνει και απαιτεί. Αυτό είναι ένα από τα πιο επίφοβα για τους pretenders στοιχεία πολιτικής κουλτούρας κι αυτό προσπαθούν να εξαφανίσουν πίσω από τη σκόνη της ισοπεδωτικής τους σχετικοποίησης από μια ευρύτερη κοινωνική θέαση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου