Του Γιώργου Σταματόπουλου, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Είτε η ανάγκη επικρατεί στα ανθρώπινα είτε η πλήξη, είναι πάντως αυτές οι έννοιες που μας οδηγούν στη σύναψη μιας συνθήκης ειρήνης, ίσως για να εξορίσουμε τον πόλεμο που διεξάγεται κάθε μέρα στις κοινωνικές σχέσεις (τον πόλεμο όλων εναντίον όλων). Οντας αδύναμα φυσικά πλάσματα, χωρίς νύχια γαμψά, κοφτερά δόντια ή κέρατα που απαιτούνται για να επιβιώσουν τα δυνατά ζώα, χρησιμοποιούμε τον νου, αλλά, τι κρίμα, την προσποίηση του νου, ή τις ψευδαισθήσεις και τα οράματα. Ολα αυτά με λεπτότητα, είναι αλήθεια, λεπτότητα που ταυτίζεται με την υποκριτική και τη γραμματική της μάσκας, μιας γλώσσας τραυλής, χαμένης στη μετάφρασή της σε μιαν άλλην, άγνωστη.
Εάν η γλώσσα παράγεται από την ποιητική ορμή του ανθρώπου να δημιουργήσει, άλλο τόσο οι γιορτές είναι απόρροια της συνθηκολόγησης μερικών ημερών ώστε μετά να ξαναβγούμε στον πόλεμο χωρίς τύψεις, χωρίς ενοχικά συμπλέγματα. Το καθήκον μας το πράξαμε· φάγαμε τη γαλοπούλα μας (όσοι μπορέσαμε), ήπιαμε τα ποτά μας (υποθέτουμε, πάντα), μιλήσαμε βακχικά ή πεζά και τέλος. Ονειροπολήσαμε. Ολα αυτά έως χθες. Το θέμα είναι τι θα κάνουμε αύριο, μεθαύριο με τόση βία και τόση φτώχεια γύρω μας, αλλά και μέσα μας. Μέσα μας: εκεί που ενεδρεύουν η απληστία, η αδηφαγία, η αρχομανία, το δολοφονικό, ό,τι έχει καταφέρει να επικαλύψει η συνείδηση, οι συμφωνίες για ειρήνη. Το θέλουμε είτε όχι, ζούμε στη μεθόριο του πολιτισμού· εάν υπερβούμε το λεπτό όριο, κινδυνεύουμε να βρεθούμε στον άλογο κόσμο… Ε, και κατόπιν όποιος επιζήσει…
Ούτε το θεσμίζειν ούτε οι συνθήκες θα μας σώσουν. Παρά ταύτα παραμένουμε ψύχραιμοι εκδιώκοντας κάθε εξεγερτικό ζιζάνιο. Είναι τόσο ζεστό και ασφαλές το κάθισμά μας, εξ άλλου πού να τρέχουμε στα τυφλά και στη φωτιά ή την καταστροφή τής έστω και λίγης ευτυχίας μας. Εχουμε παιδιά, δουλειές, δάνεια, σπίτια, κοινωνικές υποχρεώσεις. Τι θα κάνουμε αν τα χάσουμε όλα τούτα; Πού η παιδεία μας; Πού ο πολιτισμός μας; Η λογική θα εξαφανιστεί και τότε αλίμονό μας. Και, επιτέλους, πώς θα επεξεργαστούμε την όποια ελευθερία κατακτήσουμε; Πώς θα ιδρύσουμε τις νέες, ισότιμες υποτίθεται, κοινωνικές σχέσεις; Θα υπάρξουν τέτοιες σχέσεις ή θα χαθούμε στη ζούγκλα του πλαγκτού μας;
Τα μνημόνια μας έχουν αποτρελάνει, σαν κατάλοιπα μεταφορών και αντωνυμιών καταντήσαμε. Εκεί που καταφέραμε, μετά τόσες χιλιετίες, να δώσουμε ανθρώπινη υπόσταση στον εξωτερικό κόσμο, αίφνης κινδυνεύουμε να μην αναγνωρίζουμε τον ανθρωπομορφισμό του, έτοιμοι να δολοφονήσουμε για ένα κομμάτι ψωμί, οι κακόμοιροι, οι φτωχοί.
Ασφαλώς οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε πεπεισμένοι για τις αλήθειες μας, τις αξίες μας, την ιδεολογία μας και, ακόμη, για την αιωνιότητα και το αλάθητο των νόμων της φύσης, που ανακαλύψαμε (η επιστήμη είναι μαζί μας). Οταν ο Νίτσε ήταν είκοσι οχτώ χρονώ έγραψε ένα μικρό δοκίμιο για την αλήθεια και το ψεύδος υπό εξωηθική έννοια και κάπου σημείωσε: «Κάθε νομοτέλεια που τόσο μας εντυπωσιάζει στις πλανητικές τροχιές και στη χημική διαδικασία συμπίπτει, κατά βάσιν, μ” εκείνες τις ιδιότητες που εμείς οι ίδιοι μεταφέρουμε στα πράγματα, με αποτέλεσμα να εντυπωσιάζουμε έτσι τον ίδιο τον εαυτό μας».
Ατσίδες, εξ αρχής, στην πλάνη, ξουράφια, πώς αλλιώς. Διαφορετικά θα “μασταν βορά στα αρπαχτικά του πλανήτη. Οικοδόμοι της προσποίησης και του ψεύδους αλλά και εφευρέτες των εορτών, σκώληκες και πεταλούδες. Εντάξει, με τις πεταλούδες είμαστε διάολε, μέρες που “ναι…
gstamatopoulos@efsyn.gr
Είτε η ανάγκη επικρατεί στα ανθρώπινα είτε η πλήξη, είναι πάντως αυτές οι έννοιες που μας οδηγούν στη σύναψη μιας συνθήκης ειρήνης, ίσως για να εξορίσουμε τον πόλεμο που διεξάγεται κάθε μέρα στις κοινωνικές σχέσεις (τον πόλεμο όλων εναντίον όλων). Οντας αδύναμα φυσικά πλάσματα, χωρίς νύχια γαμψά, κοφτερά δόντια ή κέρατα που απαιτούνται για να επιβιώσουν τα δυνατά ζώα, χρησιμοποιούμε τον νου, αλλά, τι κρίμα, την προσποίηση του νου, ή τις ψευδαισθήσεις και τα οράματα. Ολα αυτά με λεπτότητα, είναι αλήθεια, λεπτότητα που ταυτίζεται με την υποκριτική και τη γραμματική της μάσκας, μιας γλώσσας τραυλής, χαμένης στη μετάφρασή της σε μιαν άλλην, άγνωστη.
Εάν η γλώσσα παράγεται από την ποιητική ορμή του ανθρώπου να δημιουργήσει, άλλο τόσο οι γιορτές είναι απόρροια της συνθηκολόγησης μερικών ημερών ώστε μετά να ξαναβγούμε στον πόλεμο χωρίς τύψεις, χωρίς ενοχικά συμπλέγματα. Το καθήκον μας το πράξαμε· φάγαμε τη γαλοπούλα μας (όσοι μπορέσαμε), ήπιαμε τα ποτά μας (υποθέτουμε, πάντα), μιλήσαμε βακχικά ή πεζά και τέλος. Ονειροπολήσαμε. Ολα αυτά έως χθες. Το θέμα είναι τι θα κάνουμε αύριο, μεθαύριο με τόση βία και τόση φτώχεια γύρω μας, αλλά και μέσα μας. Μέσα μας: εκεί που ενεδρεύουν η απληστία, η αδηφαγία, η αρχομανία, το δολοφονικό, ό,τι έχει καταφέρει να επικαλύψει η συνείδηση, οι συμφωνίες για ειρήνη. Το θέλουμε είτε όχι, ζούμε στη μεθόριο του πολιτισμού· εάν υπερβούμε το λεπτό όριο, κινδυνεύουμε να βρεθούμε στον άλογο κόσμο… Ε, και κατόπιν όποιος επιζήσει…
Ούτε το θεσμίζειν ούτε οι συνθήκες θα μας σώσουν. Παρά ταύτα παραμένουμε ψύχραιμοι εκδιώκοντας κάθε εξεγερτικό ζιζάνιο. Είναι τόσο ζεστό και ασφαλές το κάθισμά μας, εξ άλλου πού να τρέχουμε στα τυφλά και στη φωτιά ή την καταστροφή τής έστω και λίγης ευτυχίας μας. Εχουμε παιδιά, δουλειές, δάνεια, σπίτια, κοινωνικές υποχρεώσεις. Τι θα κάνουμε αν τα χάσουμε όλα τούτα; Πού η παιδεία μας; Πού ο πολιτισμός μας; Η λογική θα εξαφανιστεί και τότε αλίμονό μας. Και, επιτέλους, πώς θα επεξεργαστούμε την όποια ελευθερία κατακτήσουμε; Πώς θα ιδρύσουμε τις νέες, ισότιμες υποτίθεται, κοινωνικές σχέσεις; Θα υπάρξουν τέτοιες σχέσεις ή θα χαθούμε στη ζούγκλα του πλαγκτού μας;
Τα μνημόνια μας έχουν αποτρελάνει, σαν κατάλοιπα μεταφορών και αντωνυμιών καταντήσαμε. Εκεί που καταφέραμε, μετά τόσες χιλιετίες, να δώσουμε ανθρώπινη υπόσταση στον εξωτερικό κόσμο, αίφνης κινδυνεύουμε να μην αναγνωρίζουμε τον ανθρωπομορφισμό του, έτοιμοι να δολοφονήσουμε για ένα κομμάτι ψωμί, οι κακόμοιροι, οι φτωχοί.
Ασφαλώς οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε πεπεισμένοι για τις αλήθειες μας, τις αξίες μας, την ιδεολογία μας και, ακόμη, για την αιωνιότητα και το αλάθητο των νόμων της φύσης, που ανακαλύψαμε (η επιστήμη είναι μαζί μας). Οταν ο Νίτσε ήταν είκοσι οχτώ χρονώ έγραψε ένα μικρό δοκίμιο για την αλήθεια και το ψεύδος υπό εξωηθική έννοια και κάπου σημείωσε: «Κάθε νομοτέλεια που τόσο μας εντυπωσιάζει στις πλανητικές τροχιές και στη χημική διαδικασία συμπίπτει, κατά βάσιν, μ” εκείνες τις ιδιότητες που εμείς οι ίδιοι μεταφέρουμε στα πράγματα, με αποτέλεσμα να εντυπωσιάζουμε έτσι τον ίδιο τον εαυτό μας».
Ατσίδες, εξ αρχής, στην πλάνη, ξουράφια, πώς αλλιώς. Διαφορετικά θα “μασταν βορά στα αρπαχτικά του πλανήτη. Οικοδόμοι της προσποίησης και του ψεύδους αλλά και εφευρέτες των εορτών, σκώληκες και πεταλούδες. Εντάξει, με τις πεταλούδες είμαστε διάολε, μέρες που “ναι…
gstamatopoulos@efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου