Εναντίον θεών και δαιμόνων, παρά την εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας, η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι η καθημαγμένη χώρα βρίσκεται στο «σωστό δρόμο». Οτι έχει ήδη υλοποιήσει 90% του προγράμματος «εξυγίανσης» και βρίσκεται πλέον στις παραμονές της «επανεκκίνησης».
Ηδη οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι «εντυπωσιάζονται» με το μέγεθος και την ταχύτητα της ελληνικής «προσαρμογής», παρασιωπώντας φυσικά το ανυπολόγιστο ανθρώπινο, οικονομικό και κοινωνικό κόστος της. Ορισμένοι επιχαίρουν διαπιστώνοντας όχι ότι η ανάπτυξη επιστρέφει, αλλά ότι απλώς η ύφεση επιβραδύνεται. Ωστόσο, η κυβέρνηση θα ήταν περισσότερο πειστική εάν παραδεχόταν το ακριβώς αντίθετο: ότι η χώρα όχι μόνο δεν έχει πλησιάσει κατά 90% το στόχο της επανεκκίνησης, αλλά έχει απομακρυνθεί από αυτόν κατά 30% με 40%. Κατά την τελευταία 4ετία, το εθνικό εισόδημα συρρικνώθηκε σωρευτικά κατά 26%, οι επενδύσεις κατά 20%, η απασχόληση κατά 25%, των νέων κατά 35%. Οσον αφορά το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον, στο οποίο υποτίθεται ότι υπολογίζει το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» για την επέκταση των εξαγωγών, δεν παύει να βυθίζεται και αυτό στο τέλμα. Η Ευρώπη, «μαύρη κηλίδα» του παγκοσμίου συστήματος, σύρει σε μηδενικούς και αρνητικούς ρυθμούς όλες τις αγορές του κόσμου και πρώτα απ' όλα τη δική της. Τι είδους «σταθεροποίηση» επαγγέλλονται τα κυβερνητικά ιερατεία, όταν οι επενδυτικές προσφορές αποσύρονται προτού καν κατατεθούν, όταν ακόμη και ήδη πραγματοποιημένες επενδύσεις εγκαταλείπονται και η μαζική ανεργία εγκαθίσταται ως νέος «χρυσούς κανών»; Τι είδους «σταθεροποίηση» προαναγγέλλεται, όταν προ των πυλών στοιχειώνει το φάντασμα του αρνητικού πληθωρισμού; Ηδη η Αμερική αντιμετωπίζει με δέος αυτό το ενδεχόμενο, ενώ η Ευρώπη προσβλέπει σε αυτό ως δήθεν θετική προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητα.
Στο άθλημα της πτωτικής πορείας των τιμών, η χώρα μας ηγείται με -2,9%, ακολουθούμενη από την Ευρωζώνη με 0,9%. Τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρωζώνη -την πιο υπερχρεωμένη περιοχή του πλανήτη- παρασιωπάται ότι όσο οι τιμές πέφτουν και τα εισοδήματα κατέρχονται τόσο τα χρέη επιβαρύνονται ως ποσοστά των εισοδημάτων και τόσο επαχθέστερη αποβαίνει η αποπληρωμή τους. Οσο οι αγορές συρρικνώνονται και οι τιμές φθίνουν τόσο οι επενδύσεις αποθαρρύνονται και η ανάκαμψη απομακρύνεται, ενώ η ανεργία συνεχίζει την εκρηκτική της άνοδο.
Με την επικέντρωση στα χρέη και στα ελλείμματα, οι κυβερνήσεις δεν αντιδρούν, όπως θα όφειλαν, στις σαρωτικές τάσεις των αγορών. Πώς μπορεί να αναμένεται κάτι θετικό με την πειθήνια υπόκλιση και καθυπόταξη στους κύκλους που ευθύνονται για αυτό το αδιέξοδο;
Για τη χώρα μας, η κυβέρνηση «προβλέπει» θετικό ρυθμό 0,6%, παρ' όλο που αυτό αμφισβητείται από το ΔΝΤ και τον ΟΟΣΑ. Ομως, ακόμη και αν η πρόβλεψη ήταν βάσιμη, δεν θα συνεπαγόταν καθόλου την επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη. Παρά τις «διευκολύνσεις» των δανειστών και εταίρων μας, παρά την αναστολή πληρωμών για χρεολύσια του ιδιωτικού τομέα, οι συνεχιζόμενες απαιτήσεις των δανειστών μόνο για τόκους αντιστοιχούν σε 4,5% του ελληνικού ΑΕΠ. Με ονομαστική ανάκαμψη του ΑΕΠ κατά 0,6% και εφ'όσον οι πληρωμές για τόκους διατηρούνται σε 4,5% του ΑΕΠ, η πραγματική ανάκαμψη της οικονομίας θα συνεχίζει να είναι αρνητική στο -3,9%. Για να υπάρξει πραγματική αύξηση του ΑΕΠ, θα έπρεπε αυτή να είναι ανώτερη του 4,5%, πράγμα που, στις σημερινές εθνικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες, ουδείς απολύτως διακινδυνεύει να προβλέψει. Ακόμη και με το αισιόδοξο σενάριο του 0,6%, η χώρα θα συνεχίζει να παραμένει στην κόλαση της απο-επένδυσης και της μαζικής ανεργίας, στην οποία την εξωθούν και την καθηλώνουν οι συνταγές λιτότητος της τελευταίας 4ετίας.
Δεν είναι απαραίτητο να είναι κάποιος «μαρξιστής» για να διαπιστώνει το σημερινό οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο του κόσμου, διαβεβαιώνει ο Πάπας Φραγκίσκος. Ωστόσο, όσοι σήμερα προβαίνουν σε αυτή τη διαπίστωση αντιμετωπίζονται ως δήθεν «παλαιάς κοπής» και «ξεπερασμένοι» από τη «νέα πραγματικότητα».
Ομως, η τελευταία όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά και δεν παύει να προσφέρει τις αποδείξεις της αδυναμίας της να υπάρξει. Εάν οι αγορές του χρήματος ευθύνονται κατά κύριο λόγο για την τρέχουσα οικονομική και κοινωνική αποτυχία, οι κυβερνήσεις δεν ευθύνονται λιγότερο γι' αυτήν, αφού αυτές διοργανώνουν και επιβάλλουν τις πολιτικές που την επισπεύδουν και την επιδεινώνουν.
Δεν χρειάζεται κάποιος να είναι «μαρξιστής» για να επενδύει στην αποτυχία, αφού οι ίδιες οι κυβερνήσεις του χρήματος την εγγυώνται. Μόνο που στην εποχή μας, όπως ο «ξεπερασμένος» Κ. Μαρξ επεσήμαινε, τα πράγματα παρουσιάζονται αντεστραμμένα: η ιδεολογία ως πραγματικότητα και η πραγματικότητα ως ιδεολογία. Αλλα και ο μη μαρξιστής Αμερικανός νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν προσθέτει ότι σε περίοδο αρνητικού πληθωρισμού (deflation), όπως σήμερα, η εμμονή στην «ενάρετη» οικονομία αποτελεί «ανωμαλία» και η οικονομική «σωφροσύνη» καθαρή «παραφροσύνη». Οταν σε περίοδο κρίσης οι δαπάνες, είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές, περικόπτονται, η οικονομία δεν εξυγιαίνεται, απλώς καταρρέει, η κρίση δεν ξεπερνιέται, αλλά επιδεινώνεται. Στην Ιστορία, όποιος με διατάγματα διεκδικεί ρόλο «αναμορφωτή» της κοινωνίας αναλαμβάνει ταυτόχρονα και το κόστος της αποτυχίας του.
kvergo@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου