του Θωμα Τσαλαπατη...
‘’Μια μέρα σαν την σημερινή ο δάσκαλός μου Ουίλιαμ Φώκνερ είπε, εδώ
σ’ αυτό το μέρος: ’’ Αρνούμαι να δεχτώ το τέλος του ανθρώπου’’. Δεν θα
ένιωθα άξιος να σταθώ και εγώ σ΄ αυτό το βήμα, αν δεν είχα πλήρη
συνείδηση ότι για πρώτη φορά από τη γένεση της ανθρωπότητας η κολοσσιαία
τραγωδία που εκείνος αρνήθηκε να δεχτεί πριν από τριάντα δύο χρόνια,
σήμερα δεν αποτελεί παρά μια επιστημονική πιθανότητα.
Μπροστά σ αυτή την φοβερή αλήθεια, που από τότε που υπήρξε ο άνθρωπος ίσως φαινόταν ουτοπία, εμείς οι παραμυθάδες, που πιστεύουμε τα πάντα, αισθανόμαστε ότι έχουμε το δικαίωμα να πιστέψουμε πως δεν είναι ακόμη πάρα πολύ αργά για να δημιουργήσουμε μια αντίθετη ουτοπία. Μια καινούργια και απόλυτη ουτοπία ζωής, όπου κανείς δεν θα μπορεί ν αποφασίζει για τους άλλους, ούτε και για το πώς θα πεθάνουν, όπου η αγάπη θα είναι πραγματικότητα και η ευτυχία εφικτή, και όπου οι φυλές, οι καταδικασμένες σε εκατό χρόνια μοναξιάς, θα έχουν επιτέλους, και για πάντα, μια δεύτερη ευκαιρία πάνω στη γη.’’
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Η μοναξιά της Λατινικής Αμερικής (ομιλία κατά την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ το 1982)
Ο θάνατος μοιάζει συχνά με στιγμή που συνοψίζει τη ζωή. Περιγράφει το αποτύπωμα που αφήνει πίσω του το σώμα του ανθρώπου που φεύγει. Έτσι, ακόμα και αν το τελευταίο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες εκδόθηκε το 2004 (Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου), ακόμη και αν ο καρκίνος στους λεμφαδένες -ο οποίος διαγνώστηκε ήδη από το 1999- έφθειρε σε τέτοιο βαθμό τον συγγραφέα ώστε να δηλώσει πως το 2005, ‘’ήταν η πρώτη χρονιά της ζωής του που δεν έγραψε ούτε μια γραμμή’’, ακόμη και αν το 2012 ο αδερφός του επιβεβαίωνε πως ο Μάρκες έπασχε από άνοια και πως η κατάστασή του ήταν μη αναστρέψιμη, ήταν το γεγονός της 17ης Απριλίου, που στοιχειοθέτησε το τέλος ενός παρατεταμένου αποχαιρετισμού και την αρχή ενός άλλου, λιγότερου πικρού και ντυμένου με το χειροκρότημα του ύμνου. Ο αποχαιρετισμός έμοιαζε με την ανάταση που προκαλεί η αναγνώριση της συμβολής.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πέθανε στην Πόλη του Μεξικό όπου διέμενε, στην ηλικία των 87 ετών. Στην πατρίδα του την Κολομβία κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος, με τις σημαίες τις χώρας να ανεμίζουν μεσίστιες. Στο Μέγαρο των Καλών Τεχνών στην πόλη του Μεξικού η Κολομβία και το Μεξικό τίμησαν τον συγγραφέα, παρουσία της οικογένειάς του, των προέδρων των δύο χωρών και ενός πλήθους χιλιάδων ανθρώπων, παραταγμένων για τέσσερις ώρες μπροστά στο βάθρο όπου είχε τοποθετηθεί η τεφροδόχος του συγγραφέα στολισμένη με κίτρινα τριαντάφυλλα. Πρωθυπουργοί και πρόεδροι ανακοίνωσαν τα συλλυπητήριά τους, εφημερίδες και περιοδικά αφιέρωσαν, συγγραφείς και λογοτέχνες κατέθεσαν ακόμη και ο Μάριο Βάργας Γιόσα, νομπελίστας συγγραφέας και άλλοτε στενός φίλος του Μάρκες (οι δυο τους είχαν να μιλήσουν από το 1976, χρονιά όπου ο Γιόσα τον γρονθοκόπησε στο φουαγιέ ενός κινηματογράφου, λόγω κάποιου περιστατικού που αφορούσε στη γυναίκα του) δήλωσε: ‘’Ένας μεγάλος συγγραφέας πέθανε. Το έργο του έδωσε μεγάλη απήχηση και κύρος στη λογοτεχνία. Τα βιβλία του θα τον κρατήσουν ζωντανό, θα συνεχίσουν να κερδίζουν αναγνώστες παντού. Εκφράζω τα συλλυπητήριά μου στην οικογένειά του’’. Μοιάζει τη στιγμή αυτή το μέγεθός του συγγραφέα να παίρνει το πραγματικό του σχήμα. Γιατί περισσότερο από μεγάλος λογοτέχνης, ο Γκάμπο υπήρξε ο άνθρωπος που ίσως περισσότερο από κάθε άλλον, κατέγραψε, παρουσίασε και ανέλυσε την ταυτότητα μιας ολόκληρης ηπείρου, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην συγκρότησή της. Την ταυτότητα της Λατινικής Αμερικής.
Το λατινοαμερικάνικο Μπουμ και ο μαγικός ρεαλισμός
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, θα γεννηθεί στην παραποτάμια πόλη Αρακάτα της Κολομβίας, το 1927. Από το 1948, θα αρχίσει να αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά της Μπογκοτά, ενώ σύντομα θα εκδώσει διηγήματα, νουβέλες και το πρώτο του μυθιστόρημα. Το έργο που θα τον καθιερώσει και θα ταυτιστεί με το όνομά του όσο κανένα, το ‘’Εκατό χρόνια μοναξιάς’’ θα εκδοθεί το 1967.
Το μυθιστόρημα θα έρθει να προστεθεί σε μια μακρά λίστα βιβλίων που θα προσδιορίσουν την κίνηση που αργότερα θα ονομαστεί ‘’λατινοαμερικάνικο Μπουμ’’. Το 1963, ο Χούλιο Κορτάσαρ θα εκδώσει το ‘’Κουτσό’’, το 1962 εκδίδεται ‘’ο Θάνατος του Αρτέμιο Κρους’’ του Κάρλος Φουέντες, ενώ το 1963 κυκλοφορεί ίσως το σημαντικότερο μυθιστορήματα του Μάριο Βάργκας Λιόσα, ‘’Η πόλη και τα σκυλιά’’. Το ‘’ Εκατό χρόνια μοναξιάς’’ θα γίνει το πιο δημοφιλές, το πιο πολυμεταφρασμένο (εκδόθηκε σε 37 γλώσσες και πούλησε περισσότερο από 30 εκατομμύρια αντίτυπα) και ίσως το πιο αγαπητό βιβλίο αυτής της κίνησης. Ταυτόχρονα, θα καταγραφεί ως ένα από τα ιδρυτικά και πιο χαρακτηριστικά δείγματα του είδους που ονομάστηκε ‘’ μαγικός ρεαλισμός’’.
Τα έργα του Μάρκες, θα αποτελέσουν πεδίο συνύπαρξης και συγκρούσεων. Το παρελθόν της ηπείρου, θολό και ακατέργαστο, ξεκινώντας από την ίδρυση των πρώτων κοινοτήτων μέχρι και τα γεγονότα των εμφυλίων και των επαναστάσεων, θα συνυπάρξει με το παρόν και τη στιγμή των ανθρώπων. Ο λογοτεχνικός πειραματισμός θα συγκατοικήσει αρμονικά με το σχεδόν μοίχειο της παράδοση, μιας παράδοσης σχεδόν αόρατης και ταυτόχρονα έντονα παρούσας. Η γλώσσα θα συνυπάρξει με το υπέδαφος της γέννησής της. Τα μαγικό, σαν παραμύθι, σαν θαύμα ή σαν εξαύλωση της έκφρασης, θα αποτελέσει στοιχείο του πραγματικού. Το απίστευτο θα υπάρξει ως μεταφορά και παραβολή αλλά ταυτόχρονα και ως ένας άπιαστος ρεαλισμός.
Συλλογικός καθρέφτης
Τα μυθιστορήματα του Μάρκες θα ορθωθούν ως ένας συλλογικός καθρέφτης που όχι μόνο απεικονίζει, αλλά ταυτόχρονα μέσα από το μέγεθος, τις εστιάσεις και τις επιλογές, διαμορφώνει την ταυτότητα της Λατινικής Αμερικής. Το παράδειγμα του θα συνοψίσει τη στενή σύνδεση των λατινοαμερικάνων συγγραφέων της γενιάς του (αλλά και των επόμενων γενεών) με την αριστερή (κατά κύριο λόγω) όχθη της πολιτικής. Περιγράφοντας τα πάθη των ταπεινών, τους γκρεμούς και τις ανυψώσεις τους, τις μανίες των ισχυρών και τη παραφορά της εξουσίας, ο συγγραφέας δεν θα μπορούσε να αφήσει έξω από την χαρτογράφησή του, την γεωγραφία της καταπίεσης, την εκμετάλλευση της ηπείρου από τις δυτικές εταιρίες, την περίοδο της βίας, τον δεκάχρονο εμφύλιο πόλεμο της Κολομβίας και τα πραξικοπήματα. Μέσα από την περιγραφή της σύγκρουσης ο συγγραφέας δεν καταγράφει απλά, αλλά διεκδικεί.
Και ακόμα και αν σήμερα αποχαιρετούμε τον ‘’πιο δημοφιλή και ίσως τον καλύτερο συγγραφέα της ισπανικής γλώσσας από την εποχή του Θερβάντες’’ σύμφωνα με τα λόγια του Κάρλος Φουέντες, ταυτόχρονα μόλις τώρα αρχίζουμε να παίρνουμε μέτρα στη σκιά που άπλωσε πάνω από την λογοτεχνία, και πολύ πέρα από αυτή, αντιλαμβανόμενοι στην κάθε ανάγνωση του έργου του, ως παρόν και ως μέλλον, αυτό που δεν μπορεί να παρέλθει.
( στην εφημερίδα Εποχή)
Μπροστά σ αυτή την φοβερή αλήθεια, που από τότε που υπήρξε ο άνθρωπος ίσως φαινόταν ουτοπία, εμείς οι παραμυθάδες, που πιστεύουμε τα πάντα, αισθανόμαστε ότι έχουμε το δικαίωμα να πιστέψουμε πως δεν είναι ακόμη πάρα πολύ αργά για να δημιουργήσουμε μια αντίθετη ουτοπία. Μια καινούργια και απόλυτη ουτοπία ζωής, όπου κανείς δεν θα μπορεί ν αποφασίζει για τους άλλους, ούτε και για το πώς θα πεθάνουν, όπου η αγάπη θα είναι πραγματικότητα και η ευτυχία εφικτή, και όπου οι φυλές, οι καταδικασμένες σε εκατό χρόνια μοναξιάς, θα έχουν επιτέλους, και για πάντα, μια δεύτερη ευκαιρία πάνω στη γη.’’
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Η μοναξιά της Λατινικής Αμερικής (ομιλία κατά την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ το 1982)
Ο θάνατος μοιάζει συχνά με στιγμή που συνοψίζει τη ζωή. Περιγράφει το αποτύπωμα που αφήνει πίσω του το σώμα του ανθρώπου που φεύγει. Έτσι, ακόμα και αν το τελευταίο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες εκδόθηκε το 2004 (Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου), ακόμη και αν ο καρκίνος στους λεμφαδένες -ο οποίος διαγνώστηκε ήδη από το 1999- έφθειρε σε τέτοιο βαθμό τον συγγραφέα ώστε να δηλώσει πως το 2005, ‘’ήταν η πρώτη χρονιά της ζωής του που δεν έγραψε ούτε μια γραμμή’’, ακόμη και αν το 2012 ο αδερφός του επιβεβαίωνε πως ο Μάρκες έπασχε από άνοια και πως η κατάστασή του ήταν μη αναστρέψιμη, ήταν το γεγονός της 17ης Απριλίου, που στοιχειοθέτησε το τέλος ενός παρατεταμένου αποχαιρετισμού και την αρχή ενός άλλου, λιγότερου πικρού και ντυμένου με το χειροκρότημα του ύμνου. Ο αποχαιρετισμός έμοιαζε με την ανάταση που προκαλεί η αναγνώριση της συμβολής.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πέθανε στην Πόλη του Μεξικό όπου διέμενε, στην ηλικία των 87 ετών. Στην πατρίδα του την Κολομβία κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος, με τις σημαίες τις χώρας να ανεμίζουν μεσίστιες. Στο Μέγαρο των Καλών Τεχνών στην πόλη του Μεξικού η Κολομβία και το Μεξικό τίμησαν τον συγγραφέα, παρουσία της οικογένειάς του, των προέδρων των δύο χωρών και ενός πλήθους χιλιάδων ανθρώπων, παραταγμένων για τέσσερις ώρες μπροστά στο βάθρο όπου είχε τοποθετηθεί η τεφροδόχος του συγγραφέα στολισμένη με κίτρινα τριαντάφυλλα. Πρωθυπουργοί και πρόεδροι ανακοίνωσαν τα συλλυπητήριά τους, εφημερίδες και περιοδικά αφιέρωσαν, συγγραφείς και λογοτέχνες κατέθεσαν ακόμη και ο Μάριο Βάργας Γιόσα, νομπελίστας συγγραφέας και άλλοτε στενός φίλος του Μάρκες (οι δυο τους είχαν να μιλήσουν από το 1976, χρονιά όπου ο Γιόσα τον γρονθοκόπησε στο φουαγιέ ενός κινηματογράφου, λόγω κάποιου περιστατικού που αφορούσε στη γυναίκα του) δήλωσε: ‘’Ένας μεγάλος συγγραφέας πέθανε. Το έργο του έδωσε μεγάλη απήχηση και κύρος στη λογοτεχνία. Τα βιβλία του θα τον κρατήσουν ζωντανό, θα συνεχίσουν να κερδίζουν αναγνώστες παντού. Εκφράζω τα συλλυπητήριά μου στην οικογένειά του’’. Μοιάζει τη στιγμή αυτή το μέγεθός του συγγραφέα να παίρνει το πραγματικό του σχήμα. Γιατί περισσότερο από μεγάλος λογοτέχνης, ο Γκάμπο υπήρξε ο άνθρωπος που ίσως περισσότερο από κάθε άλλον, κατέγραψε, παρουσίασε και ανέλυσε την ταυτότητα μιας ολόκληρης ηπείρου, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην συγκρότησή της. Την ταυτότητα της Λατινικής Αμερικής.
Το λατινοαμερικάνικο Μπουμ και ο μαγικός ρεαλισμός
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, θα γεννηθεί στην παραποτάμια πόλη Αρακάτα της Κολομβίας, το 1927. Από το 1948, θα αρχίσει να αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά της Μπογκοτά, ενώ σύντομα θα εκδώσει διηγήματα, νουβέλες και το πρώτο του μυθιστόρημα. Το έργο που θα τον καθιερώσει και θα ταυτιστεί με το όνομά του όσο κανένα, το ‘’Εκατό χρόνια μοναξιάς’’ θα εκδοθεί το 1967.
Το μυθιστόρημα θα έρθει να προστεθεί σε μια μακρά λίστα βιβλίων που θα προσδιορίσουν την κίνηση που αργότερα θα ονομαστεί ‘’λατινοαμερικάνικο Μπουμ’’. Το 1963, ο Χούλιο Κορτάσαρ θα εκδώσει το ‘’Κουτσό’’, το 1962 εκδίδεται ‘’ο Θάνατος του Αρτέμιο Κρους’’ του Κάρλος Φουέντες, ενώ το 1963 κυκλοφορεί ίσως το σημαντικότερο μυθιστορήματα του Μάριο Βάργκας Λιόσα, ‘’Η πόλη και τα σκυλιά’’. Το ‘’ Εκατό χρόνια μοναξιάς’’ θα γίνει το πιο δημοφιλές, το πιο πολυμεταφρασμένο (εκδόθηκε σε 37 γλώσσες και πούλησε περισσότερο από 30 εκατομμύρια αντίτυπα) και ίσως το πιο αγαπητό βιβλίο αυτής της κίνησης. Ταυτόχρονα, θα καταγραφεί ως ένα από τα ιδρυτικά και πιο χαρακτηριστικά δείγματα του είδους που ονομάστηκε ‘’ μαγικός ρεαλισμός’’.
Τα έργα του Μάρκες, θα αποτελέσουν πεδίο συνύπαρξης και συγκρούσεων. Το παρελθόν της ηπείρου, θολό και ακατέργαστο, ξεκινώντας από την ίδρυση των πρώτων κοινοτήτων μέχρι και τα γεγονότα των εμφυλίων και των επαναστάσεων, θα συνυπάρξει με το παρόν και τη στιγμή των ανθρώπων. Ο λογοτεχνικός πειραματισμός θα συγκατοικήσει αρμονικά με το σχεδόν μοίχειο της παράδοση, μιας παράδοσης σχεδόν αόρατης και ταυτόχρονα έντονα παρούσας. Η γλώσσα θα συνυπάρξει με το υπέδαφος της γέννησής της. Τα μαγικό, σαν παραμύθι, σαν θαύμα ή σαν εξαύλωση της έκφρασης, θα αποτελέσει στοιχείο του πραγματικού. Το απίστευτο θα υπάρξει ως μεταφορά και παραβολή αλλά ταυτόχρονα και ως ένας άπιαστος ρεαλισμός.
Συλλογικός καθρέφτης
Τα μυθιστορήματα του Μάρκες θα ορθωθούν ως ένας συλλογικός καθρέφτης που όχι μόνο απεικονίζει, αλλά ταυτόχρονα μέσα από το μέγεθος, τις εστιάσεις και τις επιλογές, διαμορφώνει την ταυτότητα της Λατινικής Αμερικής. Το παράδειγμα του θα συνοψίσει τη στενή σύνδεση των λατινοαμερικάνων συγγραφέων της γενιάς του (αλλά και των επόμενων γενεών) με την αριστερή (κατά κύριο λόγω) όχθη της πολιτικής. Περιγράφοντας τα πάθη των ταπεινών, τους γκρεμούς και τις ανυψώσεις τους, τις μανίες των ισχυρών και τη παραφορά της εξουσίας, ο συγγραφέας δεν θα μπορούσε να αφήσει έξω από την χαρτογράφησή του, την γεωγραφία της καταπίεσης, την εκμετάλλευση της ηπείρου από τις δυτικές εταιρίες, την περίοδο της βίας, τον δεκάχρονο εμφύλιο πόλεμο της Κολομβίας και τα πραξικοπήματα. Μέσα από την περιγραφή της σύγκρουσης ο συγγραφέας δεν καταγράφει απλά, αλλά διεκδικεί.
Και ακόμα και αν σήμερα αποχαιρετούμε τον ‘’πιο δημοφιλή και ίσως τον καλύτερο συγγραφέα της ισπανικής γλώσσας από την εποχή του Θερβάντες’’ σύμφωνα με τα λόγια του Κάρλος Φουέντες, ταυτόχρονα μόλις τώρα αρχίζουμε να παίρνουμε μέτρα στη σκιά που άπλωσε πάνω από την λογοτεχνία, και πολύ πέρα από αυτή, αντιλαμβανόμενοι στην κάθε ανάγνωση του έργου του, ως παρόν και ως μέλλον, αυτό που δεν μπορεί να παρέλθει.
( στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου