του Κωστα Καναβουρη, απο την Αυγη...
Μπροστά μας είναι μια δύσκολη μάχη. Κι αυτή τη μάχη -που όπως κάθε
μάχη- έτσι κι αλλιώς αποτελεί την άγρια δημιουργικότητα της συλλογικής
εξωτερίκευσης, εμείς για μια στιγμή, αυτή τη συγκεκριμένη ιστορική
στιγμή (στο ίχνος δηλαδή σκόνης του παρόντος ως πιθανότητα μέλλοντος),
θα πρέπει να την δούμε με παραμέτρους που ποτέ πριν δεν είχαμε φανταστεί
ότι θα την δούμε.
Που ποτέ πριν δεν είχαμε φανταστεί ότι θα μας οδηγούσε η φαντασία μας. Γι' αυτό και δεν είχαμε φανταστεί τη λύπη ως προοίμιο επεξεργασίας της νίκης, τη σιωπή ως ηττημένη ισότητα προόδου, τη φαντασία ως πολιτικό πρόβλημα και την αμεσότητα της κάθε απόσυρσης ως υδροφόρο ορίζοντα μιας (κάποιας) αργής γονιμότητας. Εκείνης της γονιμότητας που θα έφερνε το έδαφος ακριβώς κάτω από τη βροχή, αποδεικνύοντας ότι ο ουρανός είναι καμωμένος από χώμα.
Όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα, για να μην πούμε όλα, θα πρέπει να ωριμάσουν ταχύτατα όπως η άκανθος στο στόμα τριαντάφυλλου που γίνεται γλυκό του κουταλιού κάπου στο παρελθόν και σιδερόπορτα παρόντος που θα εμπόδιζε το μέλλον να γίνει παρελθόν πριν καν υπάρξει ως όνειρο πάνω στο όνειρο, σαρξ δηλαδή κρεμασμένη από τα τσιγκέλια της σιωπής της. Σαρξ που κραυγάζει τη σάρκα της. Έτσι πορευτήκαμε μέχρι εδώ, έτσι καταθέτουμε τα όπλα μας, έτσι λέμε να ανεμίσουμε τα μαύρα σκουφιά της σιωπής μας (ήδη χρεωμένοι) πανηγυρίζοντας μια νίκη που είναι δική μας κι όμως για μας είναι μια νίκη που δακρύζει. Δακρύζει από «ζήτω» και «εμπρός», δακρύζει από το ποδοβολητό των νικητών. Ναι είναι μια δύσκολη μάχη, η μάχη των επικείμενων εκλογών. Ποτέ δεν ήταν τόσο δύσκολη. Όχι μόνο γιατί κινδυνεύει - και στ' αλήθεια κινδυνεύει - ο ταξικός αντίπαλος, αλλά και γιατί κι εμείς κινδυνεύουμε να ηττηθούμε αλλιώς. Να υποστούμε μια ήττα, μια ήττα που ποτέ δεν είχαμε φανταστεί και επομένως δεν την είχαμε ποτέ εντάξει ως στοιχείο στην πολιτική μέθοδο επιτάχυνσης της ιστορίας. Η οποία βεβαίως πάντοτε επιτυγχάνεται μέσα από τη βαθιά συνείδηση βραδύτητας του χρόνου. Του όλου χρόνου. Ο ιστορικός έπεται: αυτό το πεδίο συνείδησης όπου γίνονται οι μάχες. Αυτό το πεδίο τρόμου που σε συνεπαίρνει με το σκοτεινό του φτερό, καθώς ακούγεται το πλατάγισμα της σιωπής μέσα στον θάνατο.
Στον θάνατο της αθωότητας θέλω να πω. Τον μόνο θάνατο που πεθαίνει και ξαναπεθαίνει διαρκώς, απείρως, κι όμως χωρίς ανάσταση. Δηλαδή υφίσταται χωρίς να υπάρχει, οπότε είναι εύκολο να επιμερισθεί στα καθέκαστα αφού το ιερό πάντοτε, λόγω της ισχύος του της ίδιας, μπορεί να μετατραπεί σε καθιερωμένο. Και τοιουτοτρόπως να μοιράσει την πίτα της εξουσίας κρατώντας για τον εαυτό του το μυστικό νόμισμα της ευτυχίας. Κανείς δεν το βρίσκει. Το βρίσκει εκείνος που έχει επιλεγεί να το βρει. Συνωμοσία; Όχι. Πάντοτε μπορείς να αρνηθείς το νόμισμα και να νομίσεις αλλιώς. Πάντοτε - όπως έλεγαν οι κυνικοί - μπορείς να παραχαράξεις το νόμισμα, δηλαδή να ιδρύσεις ένα καινούργιο χρήμα των ανθρώπων. Πάει να πει ένα καινούργιο πολίτευμα με τα ίδια υλικά, αφού δεν υπάρχουν άλλα υλικά παρά μονάχα η ύλη των ανθρώπων. Αυτή είναι η δύσκολη μάχη των επικείμενων εκλογών: η μετατροπή χρήσης του υλικού, άρα η αποκάλυψη μιας καινούργιας εντροπίας. Να δεις αλλιώς τα εργαλεία. Δηλαδή να δεις τα εργαλεία ως ποιήματα και τα ποιήματα ως ευκταία συνθήκη των εργαλείων. Κοχλάζει το πράγμα: εκλογές. Ποιος θα εκλέξει τι; Ποια Αριστερά θα εκλέξει τον εαυτό της μέσα στον κόσμο; Ποια Αριστερά θα αρμολογηθεί με τον κόσμο; Και πάνω σε ποιο σκαρί, ποιού μύθου; Ποιάς τροφής;
Οπότε, δύσκολο πράγμα ο τρόφιμος εαυτός αυτός που πρέπει να τραφεί ώστε να παραμείνει ζων, δηλαδή τρεφόμενος. Αυτός που θα ζήσει μέσα στην πάλη των καθ' έκαστα πραγμάτων που όταν εμβαπτίζονται στο χαοτικό αίμα γίνονται πάλη των τάξεων, πάλη της αναρχίας των τάξεων, αλλά αυτό ας το αφήσουμε στην ηπιότητα ερμηνείας των φαινομένων. Και παρακάτω. Στα ψηφοδέλτια. Στον κάτω Σολωμό, στον κάτω Κάλβο, στην κάτω Σιωπή όπου το κάθε όνομα βαπτίζεται και αναμέλπεται. Ριγά. Αυτό το ρίγος λέω πώς γίνεται να γίνει αριθμός; Ε, δεν γίνεται. Γιατί το ρίγος δεν είναι αριθμός. Εν αντιθέσει με τον αριθμό, όπου μπορεί αυτός ο αριθμός, ο αριθμός των εκλογών ας πούμε, να γίνει ρίγος τρέμοντας στα έγκατα της γλώσσας. Εκείνης της γλώσσας με το μαστίγιο. Εκείνης της γλώσσας που κρύφτηκε μέσα στην εξουσία. Εκείνης της γλώσσας που χαράχτηκε με πυρωμένο κάρβουνο στις πλάτες των αθώων και την είπαν ιστορία οι αδάκρυτοι. Εκείνης της γλώσσας της ακήδευτης σ' αυτό το γυρογυάλι. Οπότε ποια γλώσσα εκλέγουμε; Ποια οργή; Ποια μνήμη;
Εκείνη τη μνήμη. Των κεκοιμημένων αναστάσεων. Των αριθμών πάει να πει. Των αριθμών που δεν ανέβηκαν ποτέ στο ύψος του ανθρώπου.
Που ποτέ πριν δεν είχαμε φανταστεί ότι θα μας οδηγούσε η φαντασία μας. Γι' αυτό και δεν είχαμε φανταστεί τη λύπη ως προοίμιο επεξεργασίας της νίκης, τη σιωπή ως ηττημένη ισότητα προόδου, τη φαντασία ως πολιτικό πρόβλημα και την αμεσότητα της κάθε απόσυρσης ως υδροφόρο ορίζοντα μιας (κάποιας) αργής γονιμότητας. Εκείνης της γονιμότητας που θα έφερνε το έδαφος ακριβώς κάτω από τη βροχή, αποδεικνύοντας ότι ο ουρανός είναι καμωμένος από χώμα.
Όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα, για να μην πούμε όλα, θα πρέπει να ωριμάσουν ταχύτατα όπως η άκανθος στο στόμα τριαντάφυλλου που γίνεται γλυκό του κουταλιού κάπου στο παρελθόν και σιδερόπορτα παρόντος που θα εμπόδιζε το μέλλον να γίνει παρελθόν πριν καν υπάρξει ως όνειρο πάνω στο όνειρο, σαρξ δηλαδή κρεμασμένη από τα τσιγκέλια της σιωπής της. Σαρξ που κραυγάζει τη σάρκα της. Έτσι πορευτήκαμε μέχρι εδώ, έτσι καταθέτουμε τα όπλα μας, έτσι λέμε να ανεμίσουμε τα μαύρα σκουφιά της σιωπής μας (ήδη χρεωμένοι) πανηγυρίζοντας μια νίκη που είναι δική μας κι όμως για μας είναι μια νίκη που δακρύζει. Δακρύζει από «ζήτω» και «εμπρός», δακρύζει από το ποδοβολητό των νικητών. Ναι είναι μια δύσκολη μάχη, η μάχη των επικείμενων εκλογών. Ποτέ δεν ήταν τόσο δύσκολη. Όχι μόνο γιατί κινδυνεύει - και στ' αλήθεια κινδυνεύει - ο ταξικός αντίπαλος, αλλά και γιατί κι εμείς κινδυνεύουμε να ηττηθούμε αλλιώς. Να υποστούμε μια ήττα, μια ήττα που ποτέ δεν είχαμε φανταστεί και επομένως δεν την είχαμε ποτέ εντάξει ως στοιχείο στην πολιτική μέθοδο επιτάχυνσης της ιστορίας. Η οποία βεβαίως πάντοτε επιτυγχάνεται μέσα από τη βαθιά συνείδηση βραδύτητας του χρόνου. Του όλου χρόνου. Ο ιστορικός έπεται: αυτό το πεδίο συνείδησης όπου γίνονται οι μάχες. Αυτό το πεδίο τρόμου που σε συνεπαίρνει με το σκοτεινό του φτερό, καθώς ακούγεται το πλατάγισμα της σιωπής μέσα στον θάνατο.
Στον θάνατο της αθωότητας θέλω να πω. Τον μόνο θάνατο που πεθαίνει και ξαναπεθαίνει διαρκώς, απείρως, κι όμως χωρίς ανάσταση. Δηλαδή υφίσταται χωρίς να υπάρχει, οπότε είναι εύκολο να επιμερισθεί στα καθέκαστα αφού το ιερό πάντοτε, λόγω της ισχύος του της ίδιας, μπορεί να μετατραπεί σε καθιερωμένο. Και τοιουτοτρόπως να μοιράσει την πίτα της εξουσίας κρατώντας για τον εαυτό του το μυστικό νόμισμα της ευτυχίας. Κανείς δεν το βρίσκει. Το βρίσκει εκείνος που έχει επιλεγεί να το βρει. Συνωμοσία; Όχι. Πάντοτε μπορείς να αρνηθείς το νόμισμα και να νομίσεις αλλιώς. Πάντοτε - όπως έλεγαν οι κυνικοί - μπορείς να παραχαράξεις το νόμισμα, δηλαδή να ιδρύσεις ένα καινούργιο χρήμα των ανθρώπων. Πάει να πει ένα καινούργιο πολίτευμα με τα ίδια υλικά, αφού δεν υπάρχουν άλλα υλικά παρά μονάχα η ύλη των ανθρώπων. Αυτή είναι η δύσκολη μάχη των επικείμενων εκλογών: η μετατροπή χρήσης του υλικού, άρα η αποκάλυψη μιας καινούργιας εντροπίας. Να δεις αλλιώς τα εργαλεία. Δηλαδή να δεις τα εργαλεία ως ποιήματα και τα ποιήματα ως ευκταία συνθήκη των εργαλείων. Κοχλάζει το πράγμα: εκλογές. Ποιος θα εκλέξει τι; Ποια Αριστερά θα εκλέξει τον εαυτό της μέσα στον κόσμο; Ποια Αριστερά θα αρμολογηθεί με τον κόσμο; Και πάνω σε ποιο σκαρί, ποιού μύθου; Ποιάς τροφής;
Οπότε, δύσκολο πράγμα ο τρόφιμος εαυτός αυτός που πρέπει να τραφεί ώστε να παραμείνει ζων, δηλαδή τρεφόμενος. Αυτός που θα ζήσει μέσα στην πάλη των καθ' έκαστα πραγμάτων που όταν εμβαπτίζονται στο χαοτικό αίμα γίνονται πάλη των τάξεων, πάλη της αναρχίας των τάξεων, αλλά αυτό ας το αφήσουμε στην ηπιότητα ερμηνείας των φαινομένων. Και παρακάτω. Στα ψηφοδέλτια. Στον κάτω Σολωμό, στον κάτω Κάλβο, στην κάτω Σιωπή όπου το κάθε όνομα βαπτίζεται και αναμέλπεται. Ριγά. Αυτό το ρίγος λέω πώς γίνεται να γίνει αριθμός; Ε, δεν γίνεται. Γιατί το ρίγος δεν είναι αριθμός. Εν αντιθέσει με τον αριθμό, όπου μπορεί αυτός ο αριθμός, ο αριθμός των εκλογών ας πούμε, να γίνει ρίγος τρέμοντας στα έγκατα της γλώσσας. Εκείνης της γλώσσας με το μαστίγιο. Εκείνης της γλώσσας που κρύφτηκε μέσα στην εξουσία. Εκείνης της γλώσσας που χαράχτηκε με πυρωμένο κάρβουνο στις πλάτες των αθώων και την είπαν ιστορία οι αδάκρυτοι. Εκείνης της γλώσσας της ακήδευτης σ' αυτό το γυρογυάλι. Οπότε ποια γλώσσα εκλέγουμε; Ποια οργή; Ποια μνήμη;
Εκείνη τη μνήμη. Των κεκοιμημένων αναστάσεων. Των αριθμών πάει να πει. Των αριθμών που δεν ανέβηκαν ποτέ στο ύψος του ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου