Λευτερης Καπώνης, απο την Αυγη...
Πρέπει να έχει περάσει τα ογδόντα πέντε. Στα νιάτα του δούλευε σε
τσαγκαράδικα. Ξυπνάει κάθε πρωί και πηγαίνει στο καφενείο. Παραγγέλνει
καφέ και με την πρώτη γουλιά πιάνει δουλειά... «Ο Τσίπρας τα είπε πολύ
καλά χθες, τον άκουσες;» απευθύνεται στον καφετζή, ο οποίος δεν του
απαντάει. Συνεχίζει, όμως, μόνος του:
«Αυτή τη φορά, Στάθη, θα ψηφίσεις ΣΥΡΙΖΑ...». Ο καφετζής πάλι δεν απαντάει, ο γέρος όμως κυνηγάει την ψήφο του. «Γιατί, ρε Στάθη, δεν απαντάς; Η κόρη σου είναι άνεργη, ο γαμπρός σου άνεργος, εσύ τους ζεις. Γιατί δεν ψηφίζεις ΣΥΡΙΖΑ ν' αλλάξουν τα πράγματα;». Ο καφετζής πλησιάζει και κάθεται απέναντί του. «Να σου πω, Κώστα, ξέρεις τι φασισταριό ήμουνα. Μια ζωή Δεξιά ψήφιζα. Τώρα θα ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μπορείς να μην το φωνάζεις;». «Γιατί;» τον ρωτάει ο γέρος. «Γιατί ντρέπομαι. Γι' αυτό. Μέσα μου βράζω, αλλά αν αρχίσω να βρίζω, είναι σαν να βρίζω τα μούτρα μου. Αλλά θα σας ψηφίσω». Ο γέρος έκρυψε το χαμόγελό του. Το 'χε μαράζι τόσα χρόνια να ψήσει τον φίλο του και τώρα που τα κατάφερε ήταν σημάδι πως τα πράγματα θα πάνε καλά. Έτσι είχε μάθει ν' αγωνίζεται μέσα στον μικρόκοσμό του. Με τον Στάθη, τον Βασίλη, τη Γιάννα... Έδινε τη μάχη μ' αυτούς που ήξερε. Από την ΕΔΑ, τον Συνασπισμό, το ΚΚΕ ή το ΚΚΕ Εσωτερικού, ανάλογα που τον πήγαινε το μυαλό κι η καρδιά του. Δεν ήταν ποτέ οργανωμένος, αλλά έδινε τον αγώνα του, πιστός στρατιώτης στις ιδέες του σοσιαλισμού.
Εκείνο το μεσημέρι, γύρισε σπίτι και κοιμήθηκε γαλήνιος. Ξύπνησε το απόγευμα και ξεκίνησε για το καφενείο, να συνεχίσει τον αγώνα, όσο του επέτρεπαν ακόμη οι δυνάμεις του. Είχε βάλει στόχο τον Αρτέμη και τον Βασίλη. Αν τους κατάφερνε, θα έφερνε στον ΣΥΡΙΖΑ πέντε καινούργιες ψήφους. Αυτός ήταν ο αγώνας του. Πέντε καινούργιες ψήφους. Δεν περίμενε τίποτε γι' αυτόν. Ούτε το έκανε γιατί θα άλλαζε η ζωή του. Είχε δικό του σπίτι και με τη σύνταξή του τα κατάφερνε. Αγωνιζόταν, όπως μου είπε, για τα παιδιά. «Εμείς τη ζήσαμε τη ζωή μας, τελειώσαμε. Αγωνιζόμαστε για τα παιδιά». Δεν είχε δικά του παιδιά, τα παιδιά του κόσμου εννοούσε.
Έτσι πορεύτηκε σε όλη του τη ζωή. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ της Αριστεράς. Έπαιρνε αυτά που είχε ανάγκη για να ζήσει και έδινε στην κοινωνία ό,τι μπορούσε. Τον είδα ένα βράδυ που μιλούσε με δύο πολύ νεότερους άντρες. Κρέμονταν από τα χείλη του. Μόλις με είδε, μου χαμογέλασε με την πονηριά μικρού παιδιού που είχε κάνει ζαβολιά. Έπειτα ήρθε κοντά μου χαρούμενος. «Τους έψησα: Είπα ένα ψεματάκι, αλλά δεν πειράζει, για καλό το είπα...». «Τι ψέμα είπες, μπαρμπα-Κώστα;». «Ότι μίλησα με τον Τσίπρα και μου είπε πως αυτά που λέει θα τα κάνει. Τους είπα ότι πήγα στην Κουμουνδούρου και τον συνάντησα. Κακό είναι;». Γέλασα. «Ξέρεις», μου είπε, «η Αριστερά, μεγαλούργησε στην Κατοχή γιατί κέρδισε την εμπιστοσύνη του κόσμου. Για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη του κόσμου, πρέπει να έχεις πίστη εσύ σ' αυτά που λες. Με ρώταγαν κι οι δύο πώς ξέρω ότι ο Τσίπρας θα κάνει αυτά που λέει και τους είπα πως τον συνάντησα. Τι να έκανα; Εσύ, που 'σαι πιο μορφωμένος κι έχεις διαβάσει Μαρξ και ξέρεις, τι λες;», «Ότι ξέρω την τύφλα μου, μπαρμπα-Κώστα... Από σένα μαθαίνω» του απάντησα...
«Αυτή τη φορά, Στάθη, θα ψηφίσεις ΣΥΡΙΖΑ...». Ο καφετζής πάλι δεν απαντάει, ο γέρος όμως κυνηγάει την ψήφο του. «Γιατί, ρε Στάθη, δεν απαντάς; Η κόρη σου είναι άνεργη, ο γαμπρός σου άνεργος, εσύ τους ζεις. Γιατί δεν ψηφίζεις ΣΥΡΙΖΑ ν' αλλάξουν τα πράγματα;». Ο καφετζής πλησιάζει και κάθεται απέναντί του. «Να σου πω, Κώστα, ξέρεις τι φασισταριό ήμουνα. Μια ζωή Δεξιά ψήφιζα. Τώρα θα ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μπορείς να μην το φωνάζεις;». «Γιατί;» τον ρωτάει ο γέρος. «Γιατί ντρέπομαι. Γι' αυτό. Μέσα μου βράζω, αλλά αν αρχίσω να βρίζω, είναι σαν να βρίζω τα μούτρα μου. Αλλά θα σας ψηφίσω». Ο γέρος έκρυψε το χαμόγελό του. Το 'χε μαράζι τόσα χρόνια να ψήσει τον φίλο του και τώρα που τα κατάφερε ήταν σημάδι πως τα πράγματα θα πάνε καλά. Έτσι είχε μάθει ν' αγωνίζεται μέσα στον μικρόκοσμό του. Με τον Στάθη, τον Βασίλη, τη Γιάννα... Έδινε τη μάχη μ' αυτούς που ήξερε. Από την ΕΔΑ, τον Συνασπισμό, το ΚΚΕ ή το ΚΚΕ Εσωτερικού, ανάλογα που τον πήγαινε το μυαλό κι η καρδιά του. Δεν ήταν ποτέ οργανωμένος, αλλά έδινε τον αγώνα του, πιστός στρατιώτης στις ιδέες του σοσιαλισμού.
Εκείνο το μεσημέρι, γύρισε σπίτι και κοιμήθηκε γαλήνιος. Ξύπνησε το απόγευμα και ξεκίνησε για το καφενείο, να συνεχίσει τον αγώνα, όσο του επέτρεπαν ακόμη οι δυνάμεις του. Είχε βάλει στόχο τον Αρτέμη και τον Βασίλη. Αν τους κατάφερνε, θα έφερνε στον ΣΥΡΙΖΑ πέντε καινούργιες ψήφους. Αυτός ήταν ο αγώνας του. Πέντε καινούργιες ψήφους. Δεν περίμενε τίποτε γι' αυτόν. Ούτε το έκανε γιατί θα άλλαζε η ζωή του. Είχε δικό του σπίτι και με τη σύνταξή του τα κατάφερνε. Αγωνιζόταν, όπως μου είπε, για τα παιδιά. «Εμείς τη ζήσαμε τη ζωή μας, τελειώσαμε. Αγωνιζόμαστε για τα παιδιά». Δεν είχε δικά του παιδιά, τα παιδιά του κόσμου εννοούσε.
Έτσι πορεύτηκε σε όλη του τη ζωή. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ της Αριστεράς. Έπαιρνε αυτά που είχε ανάγκη για να ζήσει και έδινε στην κοινωνία ό,τι μπορούσε. Τον είδα ένα βράδυ που μιλούσε με δύο πολύ νεότερους άντρες. Κρέμονταν από τα χείλη του. Μόλις με είδε, μου χαμογέλασε με την πονηριά μικρού παιδιού που είχε κάνει ζαβολιά. Έπειτα ήρθε κοντά μου χαρούμενος. «Τους έψησα: Είπα ένα ψεματάκι, αλλά δεν πειράζει, για καλό το είπα...». «Τι ψέμα είπες, μπαρμπα-Κώστα;». «Ότι μίλησα με τον Τσίπρα και μου είπε πως αυτά που λέει θα τα κάνει. Τους είπα ότι πήγα στην Κουμουνδούρου και τον συνάντησα. Κακό είναι;». Γέλασα. «Ξέρεις», μου είπε, «η Αριστερά, μεγαλούργησε στην Κατοχή γιατί κέρδισε την εμπιστοσύνη του κόσμου. Για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη του κόσμου, πρέπει να έχεις πίστη εσύ σ' αυτά που λες. Με ρώταγαν κι οι δύο πώς ξέρω ότι ο Τσίπρας θα κάνει αυτά που λέει και τους είπα πως τον συνάντησα. Τι να έκανα; Εσύ, που 'σαι πιο μορφωμένος κι έχεις διαβάσει Μαρξ και ξέρεις, τι λες;», «Ότι ξέρω την τύφλα μου, μπαρμπα-Κώστα... Από σένα μαθαίνω» του απάντησα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου