Το θέμα του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι το κορυφαίο προπαγανδιστικό χαρτί του συστήματος Σαμαρά, αφού πάνω σε αυτό έχει οικοδομήσει όλη την επιχειρηματολογία περί ανάκαμψης της οικονομίας, αποδέσμευσης από το Μνημόνιο, αλλά και την προσδοκία για ρύθμιση του χρέους βάσει της δέσμευσης που έχουν αναλάβει οι δανειστές.

Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 1,5 δισ. ευρώ, αν αυτό είναι το τελικά αποδεκτό, δεν μπορεί να λειτουργήσει θετικά υπό τις παρούσες συνθήκες για την ελληνική οικονομία. Ένα πλεόνασμα θα ήταν επιτρεπτό αν η οικονομία βρισκόταν σε ανοδικό κύκλο, σε ανάπτυξη, αν δεν ήταν σε βαθιά ύφεση. Η κυβέρνηση πέτυχε το πρωτογενές πλεόνασμα ασκώντας μια άδικη φορολογική και μια σκληρή περιοριστική οικονομική πολιτική. Τα σκληρά μέτρα δεν αποσκοπούσαν στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ενώ η υπερβολική φορολογία συνέτεινε στο βάθαιμα της ύφεσης και έφερε σε απόγνωση χιλιάδες πολίτες.
Το ερώτημα είναι: γιατί εφαρμόζεται αυτή η πολιτική; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης είναι μια στρατηγική στην οποία έχουν συμφωνήσει η κυβέρνηση και η τρόικα, να μειωθούν οι μισθοί και τα εισοδήματα και να υποτιμηθούν οι περιουσιακές αξίες, δημόσιες και ιδιωτικές. Να "σκοτωθεί" δηλαδή ένα μεγάλος μέρος του ΑΕΠ, πάνω από 50 δισ., για να δημιουργηθούν κίνητρα στους επίδοξους επενδυτές, να αγοράσουν και να πουλήσουν Ελλάδα. Αυτή η οικονομική μεγέθυνση αποτελεί για το σύστημα Σαμαρά την ουσία της οικονομικής του πρότασης. Δεν πρόκειται όμως για παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη, αλλά κατά κύριο λόγο για φούσκα κερδοσκοπίας με σαθρές παραγωγικές βάσεις, η οποία στηρίζεται στη βίαιη υποτίμηση της εργασίας και των περιουσιακών αξιών.

Η στρατηγική του συστήματος Σαμαρά ενέχει όμως μια ακόμη επικίνδυνη πλευρά για τη χώρα, καθώς υπονομεύει διπλά τον στόχο της πραγματικής απομείωσης του χρέους. Πρώτον: Τον υπονομεύει με την υφεσιακή πολιτική. Με σκληρή υφεσιακή πολιτική δεν απομειώνεται κανένα δημόσιο χρέος, αντιθέτως αυξάνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, ο αποπληθωρισμός το αυξάνει ακόμη περισσότερο, ενώ ανακύπτει και μείζον πρόβλημα με το ιδιωτικό χρέος. Δεύτερον: Ο Σαμαράς προαναγγέλλει όχι απλώς πρωτογενές πλεόνασμα αλλά και δημοσιονομικό από το 2015, παρ' ότι η χώρα έχει να καταβάλει μόνο το έτος αυτό 21 δισ. τοκοχρεολύσια. Αν ο πρωθυπουργός γνωρίζει ήδη τη ρύθμιση για το χρέος, στην οποία πρόκειται να καταλήξει με τους δανειστές, μένει να την δούμε και να την κρίνουμε. Να δούμε δηλαδή αν πρόκειται για πραγματική απομείωση ή για απλή επιμήκυνση. Αν όμως δεν έχει ακόμη καταλήξει σε συμφωνία και νομίζει ότι είναι δυνατόν να επιτευχθούν τα πλεονάσματα, που προβλέπει το Μνημόνιο, δηλαδή 2,7 δισ. φέτος, 5,7 δισ. το 2015 και 9,8 δισ. το 2016 κ.ο.κ., τότε είναι σκέτη τρέλα, αφού λειτουργεί ως ατζέντης των δανειστών αδικώντας ακόμη και τον εαυτό του.
Αν επομένως δεν υπάρξει εν τω μεταξύ ρύθμιση για την αποπληρωμή του χρέους, ο Σαμαράς προαναγγέλλει συνέχιση της ίδιας άδικης και βαριάς φορολογικής πολιτικής, πάγωμα, άρα πραγματική μείωση, δαπανών για υγεία, παιδεία, συντάξεις και δημόσιες επενδύσεις και ταυτόχρονα γενική εκποίηση δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας. Ας μην υποβαθμιστεί ως δευτερεύον αυτό το τελευταίο, το "σκότωμα" δηλαδή των υποτιμημένων ιδιωτικών περιουσιακών αξιών, γιατί λειτουργεί ως "μαμή" για την αλλαγή της κοινωνικής και της πολιτικής συνείδησης ευρύτερων μεσαίων στρωμάτων, που αποτέλεσαν τη ραχοκοκκαλιά της πολιτικής νομιμοποίησης.