του Τακη Γερου, απο τα Ενθεματα...
Το 2004 ο Νικόλας Σεβαστάκης είχε συμπεριλάβει στην Κοινότοπη χώρα μια υποδειγματική κριτική του περιοδικού ΚΛΙΚ
και τουλαϊφτάιλ ως έκφραση του νέου φαντασιακού της ελληνικής κοινωνίας
και της πολιτισμικής ηγεμονίας των νέων αστικών μεσοστρωμάτων.[1]
Δέκα χρόνια μετά, έχω την αίσθηση ότι ένας τέτοιος θεωρητικός προσανατολισμός δεν έχει ευδοκιμήσει ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αριστερής κριτικής, που τείνει να υποτιμά το λαϊφστάιλ ως πεδίο συγκρότησης ταυτοτήτων, αξιών, ιδεολογιών και τρόπων ζωής. Εάν όμως όλη η «μεταμοντέρνα τσογλανιά» της δεκαετίας του 1990 (για να δανειστώ μια γλαφυρή έκφραση του Νίκου Ξυδάκη) συμπυκνώθηκε συμβολικά στο περιοδικό ΚΛΙΚ, στις μέρες μας μια ανάλογη λειτουργία φαίνεται να επιτελείται –σε σημαντικό βαθμό και τουλάχιστον στην περιοχή της πρωτεύουσας– μέσα από τα έντυπα του λεγόμενου freepress. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε από κοντά το ένα από τα δύο δημοφιλέστερα freepress, την εβδομαδιαία εφημερίδα AthensVoice (AV), το πρώτο έντυπο αυτού του είδους που εκδόθηκε στην Αθήνα και μάλλον το πιο εμβληματικό.
Δέκα χρόνια μετά, έχω την αίσθηση ότι ένας τέτοιος θεωρητικός προσανατολισμός δεν έχει ευδοκιμήσει ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αριστερής κριτικής, που τείνει να υποτιμά το λαϊφστάιλ ως πεδίο συγκρότησης ταυτοτήτων, αξιών, ιδεολογιών και τρόπων ζωής. Εάν όμως όλη η «μεταμοντέρνα τσογλανιά» της δεκαετίας του 1990 (για να δανειστώ μια γλαφυρή έκφραση του Νίκου Ξυδάκη) συμπυκνώθηκε συμβολικά στο περιοδικό ΚΛΙΚ, στις μέρες μας μια ανάλογη λειτουργία φαίνεται να επιτελείται –σε σημαντικό βαθμό και τουλάχιστον στην περιοχή της πρωτεύουσας– μέσα από τα έντυπα του λεγόμενου freepress. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε από κοντά το ένα από τα δύο δημοφιλέστερα freepress, την εβδομαδιαία εφημερίδα AthensVoice (AV), το πρώτο έντυπο αυτού του είδους που εκδόθηκε στην Αθήνα και μάλλον το πιο εμβληματικό.
Ανατομία ενός τεύχους
Την
ιδεολογική προμετωπίδα της εφημερίδας εκφράζει, στην πιο ξεκάθαρη μορφή
της, ο εκδότης-διευθυντής Φώτης Γεωργελές.
Επιλέγω στην τύχη το
editorial ενός σχετικά πρόσφατου τεύχους (τχ. 473, 13-19 Μαρτίου 2014).
Εκεί ο Φ.Γεωργελές επιδίδεται για νιοστή φορά στην υπεράσπιση του
μνημονιακού καθεστώτος, τόσο υπό τη μορφή του σημερινού κυβερνητικού
σχηματισμού όσο και με τη φουκωική έννοια, ως το μοναδικό καθεστώς αλήθειας.
Όσοι αντιτίθενται σ’ αυτό απαξιώνονται ως «ψεκασμένοι αντιμνημονιακοί»,
«πολιτοφυλακές του Μαδούρο» ή, γενικότερα, οπισθοδρομικοί που έχουν
καθηλωθεί σ’ έναν «παιδισμό». Οι αιτίες της άρνησης αυτής είναι σαφείς
και ψυχολογικού χαρακτήρα: «Θυματοποίηση, μιζεραμπιλισμός, άρνηση της
πραγματικότητας, ναρκισσισμός». Επιστρατεύονται μάλιστα τα δύο γνωστά
μοτίβα που αντιτείνει συνολικά ο κυρίαρχος λόγος σήμερα απέναντι σε
οποιαδήποτε κριτική: «συνωμοσιολογία» και «λαϊκισμός». Η αφ’ υψηλού και
νεο-οριενταλιστική οπτική απέναντι στις λαϊκές διεκδικήσεις, η οποία
αυτο-επαινείται ως «προοδευτική», παίρνει κάποια στιγμή απροκάλυπτα
κυνική μορφή: «Τι θυσίες ακριβώς κάνει ο ελληνικός λαός; Θυσίες θα έκανε
αν του ζητούσαν να δίνει το 10% των εθνικών μας εσόδων για τα παιδάκια
του Νίγηρα που πεινάνε».
Λίγες
σελίδες παρακάτω, ο Ανδρέας Παππάς, γράφοντας για την κρίση στην
Ουκρανία, κάνει μια ολομέτωπη επίθεση σε όσους δεν ταυτίζονται πλήρως με
τις αμερικανικές θέσεις στο ζήτημα αυτό, κατατάσσοντάς τους στον
ιθαγενή φιλορωσικό συνασπισμό, ο οποίος περιλαμβάνει ένα πολιτικό φάσμα
που ξεκινά από ΚΚΕ και Λαφαζάνη και φθάνει έως την ακροδεξιά. Στο
επόμενο άρθρο του Κώστα Γιαννακίδη, επαγγελματικού συνεργάτη του Σταύρου
Θεοδωράκη, επιχειρείται η ερμηνεία της απόφασης του τελευταίου να
αγωνιστεί στον πολιτικό στίβο. Εδώ πάλι έχουμε την αποθέωση της
ψυχολογίστικης και ατομικιστικής εξήγησης, καθώς και την ευόδωση του
αμερικάνικου ονείρου στην εντόπια εκδοχή του: «Ο Θεοδωράκης, ένα
φτωχόπαιδο, χωρίς ακαδημαϊκή μόρφωση, από την Αγία Βαρβάρα, είδε να του
βγαίνουν όλα όσα δοκίμασε. Και στα 50, με λυμένα όλα του τα προβλήματα,
είπε να μετατρέψει τον πολιτικό του προβληματισμό σε πράξη». Στην
προηγούμενη σελίδα η Σώτη Τριανταφύλλου είχε κατορθώσει να στριμώξει –με
αξιοθαύμαστο, είναι αλήθεια, τρόπο– μέσα σε ένα μονάχα άρθρο σωρεία
κατηγοριών εναντίον της Αριστεράς: «ηθικολογία» «πουριτανισμό»,
«κομφορμισμό», «δαιμονολογία» και πολλές άλλες αμαρτίες.
Σ’ ό,τι
αφορά την υπόλοιπη εφημερίδα, πέρα από την παρουσίαση καλλιτεχνικών
γεγονότων και συνεντεύξεων, ένα δισέλιδο είναι αφιερωμένο στο
αρχιτεκτονικό συμπόσιο TheAthensMinutes. Εδώ εξαίρεται ο ρόλος που
παίζουν τα ιδιωτικά ιδρύματα, ιδιαίτερα το ΔΕΣΤΕ (του χορηγού Δάκη
Ιωάννου), αναφορικά με τη σύνδεση ανάμεσα στην αρχιτεκτονική, την τέχνη
και τα μουσεία. Στο τεύχος περιλαμβάνεται κι ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στο
Κολωνάκι, όπου κυριαρχεί η παρουσίαση καταστημάτων, εστιατορίων και
καφέ, χωρίς κάποιο μέλημα για μια κοινωνικοϊστορική ματιά στην περιοχή.
Δεν
χρειάζεται ενδελεχής σχολιασμός για να αντιληφθεί κανείς ότι όλες οι
θεματικές του νεοφιλελευθερισμού, τόσο ως κοινωνικοοικονομικού
συστήματος όσο και ως αξιακού προτύπου, βρίσκονται συγκεντρωμένες εδώ
πέρα. Παρ’ όλη μάλιστα τη διαρκή επίκληση ενός «φιλελευθερισμού» εκ
μέρους της εφημερίδας, δεν υπάρχει ούτε ένα άρθρο στο τεύχος, το οποίο
–ακόμη και εν είδει άλλοθι– θα εξέφραζε μια διαφορετική ιδεολογική
τοποθέτηση. Το συγκεκριμένο τεύχος μπορεί να επιλέχθηκε τυχαία, αλλά για
όσους παρακολουθούν συστηματικά τα τελευταία χρόνια την AV, είναι
απολύτως αντιπροσωπευτικό του ιδεολογικού της προσανατολισμού.
Ο
προσανατολισμός αυτός δεν θα αποτελούσε πρόβλημα εάν η AV
αυτοπαρουσιαζόταν ως ένα ακόμη έντυπο του συντηρητικού πολιτικού χώρου.
Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε κάποιος να της ασκήσει κριτική σε
επιμέρους σημεία, όχι όμως στον κεντρικό της ιδεολογικό πυρήνα. Μια
τέτοιου τύπου κριτική, για παράδειγμα, έχει ασκηθεί στην πάλαι ποτέ
ναυαρχίδα του αστικού Τύπου Καθημερινή για την επικίνδυνη χρήση
της «θεωρίας των δύο άκρων» — στην αγωνιώδη προσπάθεια του ομίλου
Αλαφούζου να στηρίξει το μνημονιακό καθεστώς απέναντι στην «παλαβή
Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα, ωστόσο, με την AV είναι ότι επιδιώκει
τους ίδιους στόχους μέσα από την αυτοπαρουσίασή της ως ενός,
υποτίθεται, προοδευτικού, εναλλακτικού και cool εντύπου που, σε
σημαντικό βαθμό, απευθύνεται σε νέους ανθρώπους.
Το
τελευταίο σημείο περιπλέκει αρκετά τα πράγματα. Κι εδώ ας μην κρυβόμαστε
πίσω από το δάχτυλό μας. Όσοι έχουν κάποια σχέση με την εκπαιδευτική
διαδικασία μέσα στις πανεπιστημιακές σχολές, ιδιαίτερα εκείνες των
θεωρητικών επιστημών, έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με τον εντυπωσιακό
πολιτικό αναλφαβητισμό που χαρακτηρίζει μεγάλο τμήμα του νεανικού
πληθυσμού, το οποίο αδυνατεί τις περισσότερες φορές να διαβάσει πίσω από
τα επιφαινόμενα ή/και αδιαφορεί για τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις.
Οι νέοι και ο «αριστερός μιζεραμπιλισμός»
Ένα-δυο
πρόσφατα παραδείγματα μονάχα, μέσα από την προσωπική μου εμπειρία.
Πολλοί φοιτητές και φοιτήτριες δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν το
νεοσύστατο «Ποτάμι» με πολιτικο-ιδεολογικούς όρους, με αποτέλεσμα να
παίρνουν ως δεδομένη τη μεταπολιτική ρητορική του Ποταμάρχη, που
υποτίθεται ότι κινείται «πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές
Αριστεράς/Δεξιάς». Ή ακόμη, ο πρόσφατος πνιγμός των μεταναστών στο
Φαρμακονήσι δεν αποτελεί, φοβάμαι, καν θέμα που τραβά το ενδιαφέρον των
περισσότερων νέων ανθρώπων. Κι αυτό όχι επειδή οι τελευταίοι έχουν
απολέσει, πιστεύω, την ικανότητά τους να συμπονούν τις ψυχές των
απελπισμένων που καταλήγουν στο βυθό της Μεσογείου, αλλά επειδή στα
μάτια τους αποτελεί ένα «μίζερο» ζήτημα. Με τον ίδιο τρόπο που όλα
εκείνα για τα οποία μιλά καθημερινά η Αριστερά (τη φτώχεια, τις
απολύσεις, την απαξίωση των κοινοβουλευτικών θεσμών, τη συρρίκνωση του
κοινωνικού κράτους, τον εντεινόμενο αυταρχισμό, τη βία απέναντι στους
μετανάστες κ.λπ.) φαντάζουν ως ένδειξη κι απόδειξη μαζί της «αριστερής
γκρίνιας» που «δεν βρίσκει τίποτα θετικό» σε όσα συμβαίνουν γύρω μας.
Πρόκειται για εκείνο τον «μιζεραμπιλισμό» για τον οποίο οδύρεται κάθε
Πέμπτη ο κ. Γεωργελές. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι πολλοί φοιτητές
δείχνουν να θεωρούν «πιο βαριά» εφημερίδα το αντίπαλο δέον της AV, τη LIFO,
η οποία εδώ και καιρό έχει τραβήξει προς την αντίθετη ιδεολογική
κατεύθυνση, δίνοντας επιπλέον μεγαλύτερο βάρος σε κοινωνικοπολιτικές
αναλύσεις. Ας συνυπολογίσουμε εδώ τις επιδράσεις που έχει δεχθεί αυτή η
γενιά από την ιδιωτική τηλεόραση, καθώς και τη σημασία που παίζει στη
συγκρότηση της ταυτότητάς της η κουλτούρα της κατανάλωσης.
Τα
ιδιαιτέρως δημοφιλή στους νέους ανθρώπους έντυπα του freepress φαίνεται
να παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμπέδωση ενός τέτοιου ήθους απέναντι στα
κοινωνικά πράγματα. Ωστόσο, η ρητά εκπεφρασμένη ιδεολογία τους είναι ένα
μέρος μόνο του ζητήματος. Ίσως πιο σημαντικός είναι ο τρόπος με τον
οποίο επιλέγονται και προβάλλονται μια σειρά θεματικές που έχουν να
κάνουν με την τέχνη, την ψυχαγωγία, αλλά και τα καταναλωτικά προϊόντα.
Στην περίπτωση αυτή, η μεταμοντέρνα έμφαση στο ύφος δεν είναι
κάτι που αφήνει ανέγγιχτες τις αντιλήψεις για τα καθαυτό
κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Η προώθηση μιας επιδερμικής κουλτούρας του φαίνεσθαι,
είτε στη mainstream λαμπερή εκδοχή της είτε στη χίπστερ «εναλλακτική»
απο-ιδεολογικοποιημένη μορφή της, συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στην
κατασκευή μιας αντίληψης που καταλήγει να αντιμετωπίζει ως «μίζερα» όλα
εκείνα τα ζητήματα που αφορούν στην οργάνωση του συλλογικού μας βίου.
Κι ας μην
μας ξεγελά η φαινομενική μείωση του ειδικού βάρους που έχει το λαϊφστάιλ
σήμερα εξαιτίας της οικονομικής συγκυρίας. Όπως μας δείχνει η σύγχρονη
κοινωνική και πολιτική θεωρία, η αθέατη βιοπολιτική κυριαρχία που
ασκείται διαμέσου του καταναλωτισμού βασίζεται στη διαδικασία μέσω της
οποίας το καταναλωτικό προϊόν καθίσταται πλέον αντικείμενο συναισθηματικής
επένδυσης κι επιθυμίας, εισερχόμενο σε ένα φαντασιωτικό πλαίσιο που
διασφαλίζει την προσκόλληση των υποκειμένων στην ταυτότητα του
καταναλωτή.[2]
Επιπλέον, δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως αδιάβροχες σφαίρες η ιδιωτική
κατανάλωση και η δημόσια πολιτική, στον βαθμό που αυτές
αλληλοδιαπλέκονται, παράγοντας τον «ενοποιημένο
καταναλωτή/πολίτη/ψηφοφόρο».[3]
Η σημαντική απήχηση ενός μεταπολιτικού μορφώματος όπως το Ποτάμι, που
πλασάρεται στην πολιτική αγορά με όρους τηλεοπτικού προϊόντος,
εντάσσεται άμεσα στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.
Το λαϊφστάιλ δεν είναι αδιάφορο για την Αριστερά
Κατά την
άποψή μου λοιπόν, το λαϊφστάιλ θα έπρεπε να αποτελέσει σοβαρότερο μέλημα
μιας αριστερής κριτικής ενασχόλησης, και μάλιστα όχι μονάχα ως πεδίο
εφαρμογής των εργαλείων της σύγχρονης θεωρίας. Έχω εδώ κατά νου τις
ενδιαφέρουσες ιδέες που είχε αναπτύξει ο Ανδρέας Καρίτζης σε ένα
παλαιότερο άρθρο του στα Ενθέματα, αναφορικά με την ανεπάρκεια της
ορθολογικής επιχειρηματολογίας, την οποία κατά κανόνα χρησιμοποιεί ο
αριστερός λόγος για να αντιμετωπίσει τη δημοτικότητα της Χρυσής Αυγής.
Όπως εξηγούσε, δίπλα σε μια τέτοιου τύπου επιχειρηματολογία, δεν θα
έπρεπε να φοβηθούμε την προσπάθεια εμπέδωσης μιας ευρείας νεολαιίστικης
αντιφασιστικής κουλτούρας, στην οποία ο αντιφασισμός θα γινόταν ακόμη
και «μόδα».[4]
Τέτοιο παράδειγμα, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί το ετήσιο Αντιρατσιστικό
Φεστιβάλ, το οποίο, αν και οι αριστερές ομάδες πρωτοστατούν στην
οργάνωσή του, συγκεντρώνει ένα πολυπληθές και πολύ ευρύτερο κοινό, που
έλκεται από τα καλλιτεχνικά δρώμενα ή τη γενικότερη ατμόσφαιρα.
Από μια
τέτοια σκοπιά, και με δεδομένη τη δυσκολία ή την ανεπάρκεια του
ορθολογικού ιδιώματος να βρει διόδους επικοινωνίας σε ευρύτερα
ακροατήρια, θα έλεγα ότι το λαϊφστάιλ είναι ο χώρος στον οποίο παίζεται
σε πολύ σημαντικό βαθμό η κατάκτηση της ιδεολογικής και πολιτισμικής
ηγεμονίας, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά τους νέους ανθρώπους. Συνεπώς, το
τελευταίο πράγμα που θα πρέπει να κάνει η αριστερή σκέψη και πρακτική
είναι να το υποτιμά και να το αγνοεί, τόσο ως πεδίο κριτικής ανάλυσης
όσο και ως πεδίο κοινωνικής παρέμβασης.
Επιστρέφοντας στην AthensVoice,
οι μόνες συμπαθητικές, για μένα τουλάχιστον, στήλες της βρίσκονται στις
τελευταίες σελίδες: στο «Σε Είδα», που –καλώς ή κακώς– αναστέλλει τη μη
ευόδωση διαφόρων ερωτικών γνωριμιών, καθώς και στο «Μίλα μου βρώμικα»
της Μυρτώς Κοντοβά, η οποία καθησυχάζει, με τον αιχμηρό τρόπο της, τις
κάθε λογής ψυχοσεξουαλικές ανασφάλειες που αναφύονται στην περιοχή της
πρωτεύουσας. Το γεγονός ότι αυτές τις δύο στήλες διαβάζουν πρώτα οι
φοιτητές μόλις πάρουν στα χέρια τους την AV ίσως αποτελεί, τελικά,
σημείο ελπίδας.
Ο Τάκης Γέρος διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
[1] Νικόλας Σεβαστάκης, Κοινότοπη χώρα. Όψεις του δημόσιου χώρου και αντινομίες αξιών στη σημερινή Ελλάδα, Σαββάλας,Αθήνα 2004 (βλ. κεφ. 3).
[2] Γιάννης Σταυρακάκης. Η λακανική Αριστερά. Ψυχανάλυση, θεωρία, πολιτική,Σαββάλας, Αθήνα 2012. (βλ. κεφ. 7).
[3] Lisabeth Cohen. A Consumer’s Republic. The Politics of Mass Consumption in Postwar America, Vintage, ΝέαΥόρκη 2004.
[4] Ανδρέας Καρίτζης, «Μερικές σκέψεις για τη φασιστική ακροδεξιά εν καιρώ κρίσης», Ενθέματα της Αυγής, 9.9.2012 (goo.gl/umfDxz).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου