του Σταυρου Παναγιωτιδη, απο τα Ενθεματα...
Ποιες είναι οι συνθήκες που ευνοούν
σήμερα την προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς; Θα έλεγα, μεταξύ
άλλων, δύο που αφορούν το ίδιο το υποκείμενο της, τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτον,
ότι δεν είναι κομμάτι των βασικών σχέσεων εξουσίας και των πελατειακών
δικτύων, με την ευρύτερη έννοια, που όριζαν ως τώρα τις πολιτικές
αποφάσεις.
Άρα, δεν έχει βεβαρυμμένο πολιτικό «ποινικό μητρώο», αλλά κυρίως δεν έχει τις αντίστοιχες δεσμεύσεις. Δεύτερον, ότι καλείται να κυβερνήσει μέσα σε ένα πεδίο πολύ μεγάλης κρίσης της ιδεολογικής ηγεμονίας των αντιπάλων του, που με κατάλληλες κινήσεις και πρακτικές μπορεί να ρευστοποιηθεί τόσο πολύ που να εδραιώσει στοιχεία μιας νέας ιδεολογικής ηγεμονίας πολύ πιο γρήγορα από όσο φανταζόμαστε.
Ασφαλώς, ο παραλληλισμός δεν είναι απόλυτος, αλλά αποτυπώνει πολύ καλά το πώς το ΚΚΕ πάνω στο διαλυμένο έδαφος της Κατοχικής Ελλάδας και στην απαξίωση του πολιτικού προσωπικού της προηγούμενης τάξης πραγμάτων, άρπαξε την ευκαιρία για να ορίσει μια νέα πορεία.
Άρα, δεν έχει βεβαρυμμένο πολιτικό «ποινικό μητρώο», αλλά κυρίως δεν έχει τις αντίστοιχες δεσμεύσεις. Δεύτερον, ότι καλείται να κυβερνήσει μέσα σε ένα πεδίο πολύ μεγάλης κρίσης της ιδεολογικής ηγεμονίας των αντιπάλων του, που με κατάλληλες κινήσεις και πρακτικές μπορεί να ρευστοποιηθεί τόσο πολύ που να εδραιώσει στοιχεία μιας νέας ιδεολογικής ηγεμονίας πολύ πιο γρήγορα από όσο φανταζόμαστε.
Όλα αυτά
θυμίζουν, τηρουμένων των πολλών αναλογιών, τις συνθήκες ισοπέδωσης της
ελληνικής κοινωνίας, υπό τις οποίες το ΚΚΕ ανέλαβε με το ΕΑΜ την
πρωτοβουλία της Αντίστασης και της οικοδόμησης νέων σχέσεων εξουσίας και
καθημερινότητας στις περιοχές που απελευθέρωνε. Για να το πούμε αλλιώς,
τις συνθήκες μέσα στις οποίες η Αριστεράμε τις πρακτικές της έδωσε τον
αγώνα για τα μυαλά των ανθρώπων.
Ο Αλτουσέρ και ο Ηγεμόνας του Μακιαβιέλι
Μας παραπέμπουν μάλιστα σε αυτό που πολύ ωραία μας λέει ο Αλτουσέρ μιλώντας για τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι:
«Το πιο
εκπληκτικό με τον Μακιαβέλι, στη θεωρία του για τον Νέο Ηγεμόνα που
οφείλει να θεμελιώσει τη Νέα Ηγεμονία, είναι ότι αυτός ο νέος άνθρωπος
πρέπει να είναι ένας άνθρωπος του τίποτε, χωρίς παρελθόν, χωρίς τίτλους
και φορτία, ένας ανώνυμος, μόνος και γυμνός (δηλαδή στην πραγματικότητα
ελεύθερος, χωρίς προκαθορισμούς που θα βάραιναν επάνω του και θα
μπορούσαν να παρακωλύσουν την ελεύθερη άσκηση της αρετής του).
Κι όχι
μόνο πρέπει να είναι ένας γυμνός άνθρωπος αλλά να εντοπίζει ως πεδίο
επέμβασής του ένα μέρος που και το ίδιο είναι ανώνυμο, στερημένο από
κάθε κοινωνικό και πολιτικό καθορισμό που θα μπορούσε να παρακωλύσει τη
δράση του Ηγεμόνα. […] Από αυτή τη συνάντηση ενός ανθρώπου από το
τίποτε, γυμνού (δηλαδή ελεύθερου στις εσωτερικές και εξωτερικές κινήσεις
του), κι ενός κενού χώρου […] γεννήθηκε η ευκαιρία του και η επιτυχία
του».[1]Ασφαλώς, ο παραλληλισμός δεν είναι απόλυτος, αλλά αποτυπώνει πολύ καλά το πώς το ΚΚΕ πάνω στο διαλυμένο έδαφος της Κατοχικής Ελλάδας και στην απαξίωση του πολιτικού προσωπικού της προηγούμενης τάξης πραγμάτων, άρπαξε την ευκαιρία για να ορίσει μια νέα πορεία.
Ο
Αλτουσέρ, μιλώντας για την ιδεολογία, μας λέει και κάτι άλλο. Στη ζωή
μας υπάρχει τουλάχιστον ένα μεγάλο Υποκείμενο, μια κεντρική έννοια γύρω
από την οποία συγκροτείται ο εαυτός μας, ώστε μέσω της σχετικής με αυτό
ιδεολογίας να γίνουμε και εμείς υποκείμενα, ας πούμε δηλαδή φορείς μιας
ιδεολογίας και δρώντες βάσει αυτής. Χρησιμοποιώντας με έναν απαραίτητο
βαθμό σχηματικότητας αυτήν την ανάλυση, λέμε πως αν θεωρήσουμε ότι μέχρι
την Κατοχή το κυρίαρχο Υποκείμενο στην Ελλάδα ήταν το Κράτος που
μετέτρεπε τα άτομα σε «Έλληνες», που παρήγαγε δηλαδή ιδεολογικά ως
υποκείμενο τον «Έλληνα» («εθνική ιδεολογία»), τότε παράλληλα υπήρχε το
εν δυνάμει (καθότι μικρό ακόμη) ανταγωνιστικό Υποκείμενο: το
Κομμουνιστικό Κόμμα, που διά της δικής του ιδεολογίας μετέτρεπε τα άτομα
σε υποκείμενα ως «κομμουνιστές» («ταξική ιδεολογία»). Όταν όμως στην
Κατοχή το Κράτος κατέρρευσε παρήχθη ένα κενό: ποιο είναι τώρα το
Υποκείμενο που ορίζει την ιδεολογία και το ρόλο των ανθρώπων; Αλλά τα
κενά, όπως επίσης μας λέει ο Αλτουσέρ, η ζωή τα απεχθάνεται και τα
καλύπτει γρήγορα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν ήταν Ιδεολογικός Μηχανισμός
του Κράτους, γιατί δεν έχει πίσω του κανένα κράτος. Φιλοδοξούσε όμως να
παράξει ένα άλλο κράτος, μια άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Και αυτό
έκανε, καλύπτοντας αυτό το κενό με τις δικές του πρακτικές.
Έτσι, με
την Αντίσταση τη θέση του Υποκειμένου-Κράτος την πήρε το
Υποκείμενο-Κόμμα. Αυτό θα επιτελούσε τώρα τις λειτουργίες του
Υποκειμένου, αυτό θα έφτιαχνε τώρα τα υποκείμενα, αυτό θα όριζε τις
ταυτότητες των ανθρώπων. Έπρεπε όμως το νέο Υποκείμενο να παίζει εν
μέρει το ρόλο του παλιού. Για αυτό, το νέο Υποκείμενο δεν μπορούσε πια
να είναι ακριβώς το Κόμμα, αλλά κάτι ευρύτερο, με μια ιδεολογία και μια
πρακτική που να μπορεί να πείθει ευρύτερο κόσμο. Και έγινε το ΕΑΜ. Το
νέο Υποκείμενο που αντικαθιστώντας το διαλυμένο Κράτος ήταν αναγκασμένο
να φτιάχνει κι αυτό «κρατικές» δομές (όπως οι θεσμοί Λαϊκής
Αυτοδιοίκησης και Λαϊκής Δικαιοσύνης) αλλά και υποκείμενα – «Έλληνες».
Όμως, μπολιάζοντας τα με νέα πράγματα. Για αυτό το λόγο, το νέο
Υποκείμενο, το ΕΑΜ, δεν φτιάχνει αμιγώς κανένα από τα παλιά υποκείμενα,
ούτε τον «Έλληνα» ούτε τον «κομμουνιστή», με τα παλιά τους περιεχόμενα.
Φτιάχνει μια σύνθεση: το «λαό». Και εδώ αρχίζει μία νέα πάλη, μια
διελκυστίνδα. Γιατί, όπως μας λέει και πάλι ο Αλτουσέρ, αφού η ιδεολογία
πλάσει τα άτομα και τα κάνει υποκείμενα, με τη σειρά τους τα υποκείμενα
πλάθουν την ιδεολογία. Και αφού το ΕΑΜ έφτιαξε με την ιδεολογία του το
«λαό», ο «λαός» θα μπορούσε να διαμορφώσει πλέον την ιδεολογία του ΕΑΜ,
της Αριστεράς. Και εδώ παίχτηκε ένα τεράστιο παιχνίδι ηγεμονίας ανάμεσα
στις δύο ταυτότητες, ένα παιχνίδι ισορροπίας με τον κίνδυνο η εθνική
ταυτότητα να επιβληθεί στην ταξική.
Εθνική και ταξική ταυτότητα: Ποια κέρδισε;
Και ποια
κέρδισε τελικά; Θα καταλάβουμε εύκολα πως όποια μονοκόμματη απάντηση κι
αν δώσουμε θα είναι λάθος, αν σκεφτούμε πως ενώ το ΕΑΜ αυτοπροβαλλόταν
ως βασικά πατριωτικό μέτωπο, για δεκαετίες μετά η Δεξιά δεν μπορούσε να
χρησιμοποιήσει τη λέξη «λαός» γιατί είχε ταξικές συνδηλώσεις, παρέπεμπε
σε συγκεκριμένα κοινωνικά περιβάλλοντα. Για αυτό και ο Καραμανλής έλεγε
«Ελληνίδες – Έλληνες» και ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν αναγκασμένος να
λέει «ελληνικέ λαέ».[2]
Αυτή η ηγεμονία του ΕΑΜικού λόγου, που έφτασε ως τις μέρες μας, είναι η
απόλυτη απόδειξη του ότι το ποια ταυτότητα νικάει σε έναν αγώνα δεν
είναι θέμα εκφοράς λόγου, αλλά κυρίως πρακτικών. Η απόδειξη πως στη
λαϊκή μνήμη το ΕΑΜ δεν έμεινε μόνο ως πατριωτικό αλλά και ως
συγκεκριμένα λαϊκό, διότι «μας έσωσε από την πείνα» με τα σισσίτια,
διότι βρήκε μαζί με τους ανθρώπους άλλους τρόπους για να οργανώνουν τη
ζωή τους, έβαλε νέες προτεραιότητες. Με δυο λόγια, επειδή μιλώντας για
την «πατρίδα», αγωνίστηκε για το «λαό». Είναι λοιπόν όλα αυτά και η
απόδειξη ότι η κατηγορία που διατυπώνεται μερικές φορές σήμερα και
εντελώς αναδρομικά προς το ΕΑΜ για «πατριωτική υπερεπένδυση» που οδήγησε
στην «ήττα» του, είναι μια κατηγορία ανιστόρητη, γιατί δεν βλέπει την
ταξική ιδεολογική νίκη που παρήγαγε το ΕΑΜ διά των πρακτικών του, τόσο
πληθωρική που αναγκαστικά εκφραζόταν και μέσα σε άλλους πολιτικούς
χώρους. Αλλά και για κάτι ακόμη. Γιατί το ΕΑΜ και το ΚΚΕ ποτέ δεν έθεσαν
ως στόχο, ούτε για μια στιγμή, την κατάκτηση της εξουσίας με τα όπλα,
μέσω της Αντίστασης. Δεν το έκαναν καν μέσω του Εμφυλίου, όπου ο στόχος
ήταν μία ειρήνευση με καλύτερους όρους. Και αυτό ήταν μια συγκεκριμένη
στρατηγική, για την οποία πολλά μπορεί κανείς να πει και πολλά
επιβάλλεται να εξετάσει, όπως τη σχέση της με τα τεκταινόμενα στο
παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και τις κυρίαρχες εκεί στρατηγικές
επιλογές καθώς και το διεθνή συσχετισμό δύναμης. Αλλά δεν μπορεί να την
ξεπετάξει μιλώντας για «πατριωτικές υπερεπενδύσεις», διότι απλούστατα
δεν είχε καμία σχέση με αυτό. Και άρα, σίγουρα, το ΕΑΜ δεν ηττήθηκε.
Οι αφελείς
–και διανοητικά τεμπέλικες– απόψεις, λοιπόν, του τύπου «έτσι έκανε το
ΕΑΜ τότε, έτσι πρέπει να κάνουμε κι εμείς σήμερα» δεν πρέπει να μας
οδηγούν αντανακλαστικά στο άλλο άκρο. Την εξέλιξη αυτών των αντιλήψεων
την έχουμε δει άλλωστε στο σημερινό ΚΚΕ που εντοπίζει στο ΕΑΜ, στην ΕΔΑ
και στον Ενιαίο ΣΥΝ ως κοινό προβληματικό στοιχείο τον συγχρωτισμό των
κομμουνιστών με «μικροαστικά στοιχεία». Στην πραγματικότητα το ΚΚΕ
εχθρεύεται τη λογική της ενότητας. Αλλά ενότητα με τη δική σου πλατφόρμα
και μόνο, χωρίς να συνδιαλέγεσαι με άλλα νοήματα και λογικές, δεν
υπάρχει. Και κυρίως, χωρίς να θέτεις τις βασικές διχοτομήσεις της κάθε
συγκυρίας. Για αυτό το ΕΑΜ έβαλε τη διαχωριστική γραμμή πάνω στον
πατριωτισμό, η ΕΔΑ στη δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ στα μνημόνια. Με βάση τα
δίπολα ξεκινάς να διεξάγεις τον αγώνα για την ηγεμονία, εξειδικεύοντάς
τα στη συνέχεια. Η θεωρία και η ιστορία μας δείχνουν λοιπόν έναν δρόμο.
Αλλά είναι σκοτεινός και δεν θα φωτίσει ποτέ αν δεν τον περπατήσουμε.
Και μόλις το κάνουμε, θα καταλάβουμε πως τελικά τον ανοίγουμε εκείνη
ακριβώς τη στιγμή, κρατώντας όμως στα χέρια μας μια καλή πυξίδα.
Ο Σταύρος Παναγιωτίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
[1] Λουί Αλτουσέρ, Φιλοσοφικά, Ο Πολίτης, Αθήνα, 1994, σελ. 120-121.
[2]
Εξαιρετικά ενδεικτική είναι και η απόλυτη απροθυμία της ΝΔ το 1982 να
αναγνωρίσει ως φορέα της Εθνικής Αντίστασης το ΕΑΜ, φτάνοντας μάλιστα
και σε αποχώρηση από τη Βουλή κατά την ψήφιση του σχετικού νόμου.
Πρόεδρος της τότε ήταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ, πολιτικός πατέρας και διαρκής
αναφορά του Αντώνη Σαμαρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου