Εν όψει των επικείμενων πολλαπλών εκλογών, κυβερνητική οδηγία καλεί
τους πολίτες να αφήσουν την κατάθλιψη και να χαίρονται, επισείοντας την
απειλή, σε αντίθετη περίπτωση, να χαρακτηρίζονται «αντεθνικοί». Οπως
περίπου, τηρουμένων των αναλογιών, στη Βόρεια Κορέα, η ποσότητα δακρύων
τη στιγμή του θανάτου του ιστορικού ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ιλ το 2011,
συνιστούσε τεκμήριο εθνικοφροσύνης, με την απειλή κυρώσεων στην αντίθετη
περίπτωση.
«Εχουμε γυρίσει το καράβι της οικονομίας και εφέτος αρχίζει η
ανάκαμψη», διαβεβαιώνει ο πρωθυπουργός... «Είμαστε σε μόνιμη σύγκρουση
με το λαϊκισμό, εμείς δεν μιλάμε μικροκομματικά. Βγάζουμε την Ελλάδα από
την κρίση, ανοίγουμε δρόμο για στέρεη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη...
Αποτρέψαμε την έξοδο από το ευρώ, βγάλαμε πλεόνασμα, βγήκαμε στις
αγορές, μειώνουμε την ανεργία, εξασφαλίζουμε τη βιωσιμότητα του
χρέους... Οσοι μας αμφισβητούν και αντιτίθενται στις επιλογές μας,
οδηγούν τη χώρα σε περιπέτειες».
Παρά τους πανηγυρισμούς για εσωτερική κατανάλωση και τα διεθνή συγχαρητήρια, μέχρι σήμερα ουδείς έλαβε στα σοβαρά τις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις. Ακόμη και αν τα επικαλούμενα στοιχεία θεωρηθούν πραγματικά, ουδείς από τους διαβεβαιούμενους στόχους εξασφαλίζεται. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποκαθίσταται η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας από τις αγορές, αυτό δεν σημαίνει διόλου ότι έτσι εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα είτε της χώρας είτε του χρέους. Ενόσω για την αναχρηματοδότησή του η χώρα αναλαμβάνει κόστος δανεισμού 2,5 φορές υψηλότερο από εκείνο του ήδη συσσωρευμένου χρέους, η βιωσιμότητά του όχι μόνον δεν εξασφαλίζεται, αλλά αντίθετα επιδεινώνεται. Κι ακόμη, ενόσω το επιτόκιο δανεισμού παραμένει πολλαπλάσια υπέρτερο του ρυθμού μεταβολής του εθνικού εισοδήματος, αυτό συνεπάγεται πρόσθετες θυσίες και περικοπές του βιοτικού επιπέδου της χώρας, προκειμένου να καλύπτονται μελλοντικές «μαύρες τρύπες».
Ολες οι κυβερνήσεις της τελευταίας 4ετίας διαπράττουν το αυτό μοιραίο σφάλμα: συρρικνώνουν τα εισοδήματα με υποθετικούς στόχους την εξυγίανση του Δημοσίου και την αποπληρωμή του χρέους. Ομως έτσι το κόστος εξυγίανσης του Δημοσίου επιρρίπτεται στον ιδιωτικό τομέα με σαρωτικά αποτελέσματα για τον τελευταίο. Ενώ αντίθετα θα όφειλαν κατά προτεραιότητα να επαυξάνουν τα εισοδήματα, ώστε να βελτιώνεται η δυνατότητα εξυγίανσης του Δημοσίου και ταυτόχρονα η προσαρμοστικότητα και ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις της.
Οσον αφορά στις διαβόητες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», το πρόβλημα δεν είναι διόλου ότι δήθεν καθυστερούν, αλλά αντίθετα ότι υλοποιούνται εσπευσμένα και στα τυφλά, χωρίς αξιολογήσεις και εξειδικεύσεις, με αναπόφευκτες μείζονες υφεσιακές συνέπειες, οι οποίες όχι μόνον δεν εξυγιαίνουν την ελληνική οικονομία, αλλά αντίθετα καθιστούν την εξυγίανση ανέφικτη. Οι εξαγωγές έχουν πάψει να αυξάνονται, ενώ παράλληλα η εσωτερική αγορά συνεχίζει να συρρικνώνεται, με αποτέλεσμα να άγονται σε αδιέξοδο όχι μόνον οι μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας, αλλά και οι ανταγωνιστικές. Πόσο περίεργο είναι ότι, στο νοσηρό κλίμα που εκ των άνω συντηρείται στη χώρα μας, οι πολυπόθητες επενδύσεις, που αποτελούν τον κινητήρα της εξυγίανσης, έχουν περικοπεί κατά 80% με 90%, από τη στιγμή που άρχισαν να εφαρμόζονται οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις»; Και ενώ η χώρα μας ήταν μεταξύ των πρώτων στην Ευρώπη στις επενδύσεις τεχνολογικού εξοπλισμού κατά την περίοδο 2001-2008, καταλήγει σήμερα πρώτη στην αποεπένδυση και στο ξήλωμά τους. Από πότε άραγε το ξήλωμα ονομάζεται «δρόμος προς τη στέρεη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη»;
Πέραν αυτών, ο δανεισμός από τις αγορές δεν συνιστά επιτυχία της χώρας, αλλά του ευρώ, αφού αυτό έχει ήδη υπερθωρακισθεί με την απόφαση-μπαζούκα του Μάριο Ντράγκι και της ΕΚΤ (2012) ότι θα αγοράζει απεριόριστες ποσότητες ομολόγων, προκειμένου να μη χαμηλώνει η αξία τους. Τα επιτόκια δανεισμού χαμήλωσαν, λόγω των ευρωπαϊκών εγγυήσεων. Ωστόσο, η εξασφάλιση χρηματοδότησης από τις αγορές δεν λύνει αφ' εαυτής και το πρόβλημα ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Η μελέτη του γερμανικού Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής CEP από το Φράιμπουργκ, επισημαίνει ότι οι διευκολύνσεις στο δανεισμό από τις αγορές δεν οφείλονται στις «αρετές» της οφειλέτριας χώρας, αλλά στις δεσμεύσεις της ΕΚΤ που εξουδετερώνουν, με τεχνητό τρόπο, τους μηχανισμούς των αγορών. Στο εξής, τα χρέη μπορούν να συσσωρεύονται, ενώ η αναγκαία εξυγίανση και ανάκαμψη θα αναβάλλονται επ' αόριστον. Η οικονομία θα σέρνεται και θα φυτοζωεί, αλλά τα χρέη θα συσσωρεύονται, αφού εγγυητής για αυτά είναι όχι η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, αλλά απ' ευθείας η ΕΚΤ.
Μπορεί η γερμανική προσέγγιση να είναι ακραία, αλλά οπωσδήποτε εντοπίζει την αντινομία ανάμεσα στη στήριξη του ευρώ και στην κατάσταση της πραγματικής οικονομίας. Σύμφωνα με αυτήν, η χρηματοδότηση των «αμαρτωλών» χωρών οφείλει να κοστίζει ακριβότερα, προκειμένου να τις «συνετίζει». Ομως, σύμφωνα με την ΕΚΤ, το κόστος του χρήματος οφείλει να είναι το αυτό για όλους και δεν συνδέεται με την ανάκαμψη, η οποία επαφίεται στις κυβερνήσεις. Ωστόσο, όταν η αξία του νομίσματος και των ομολόγων του δεν αντανακλά την κατάσταση της πραγματικής οικονομίας, είναι γεγονός ότι αυτό μοιραία παρεμποδίζει την προσαρμογή και την ανάκαμψή της. Εάν σήμερα στη χώρα μας η ανάκαμψη αναβάλλεται επ' αόριστον, αυτό δεν είναι άσχετο με τη στήριξη και τις εγγυήσεις της ΕΚΤ στο ευρώ και στα ομόλογα. Οι νομισματικές και δανειακές εγγυήσεις παραδίδουν σήμερα ολόκληρη την Ευρωζώνη στο μέγιστο κίνδυνο του αποπληθωρισμού. Εάν η τελευταία αιωρείται σήμερα στο κατώφλι πληθωρισμού 0,5%, η χώρα μας ηγείται της καθοδικής πορείας ολόκληρης της νομισματικής περιοχής με -1,5%. Οι αρνητικές επιδόσεις της οικονομίας δεν οφείλονται στο ότι οι διευκολύνσεις δανεισμού αποθαρρύνουν δήθεν τις «μεταρρυθμίσεις», αλλά αντίθετα στην υπερβολική και μονομερή προσήλωση των κυβερνώντων σε αυτές, με συνέπεια την εγκατάλειψη κάθε αναπτυξιακής φιλοδοξίας και προοπτικής. Ομως, ενώ οι Ευρωπαίοι ανησυχούν για τον ενδεχόμενο αποπληθωρισμό, η χώρα μας, που βρίσκεται ήδη εντός του, διεκδικεί συγχαρητήρια για την «επιτυχία» της.
kvergo@gmail.com
Παρά τους πανηγυρισμούς για εσωτερική κατανάλωση και τα διεθνή συγχαρητήρια, μέχρι σήμερα ουδείς έλαβε στα σοβαρά τις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις. Ακόμη και αν τα επικαλούμενα στοιχεία θεωρηθούν πραγματικά, ουδείς από τους διαβεβαιούμενους στόχους εξασφαλίζεται. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποκαθίσταται η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας από τις αγορές, αυτό δεν σημαίνει διόλου ότι έτσι εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα είτε της χώρας είτε του χρέους. Ενόσω για την αναχρηματοδότησή του η χώρα αναλαμβάνει κόστος δανεισμού 2,5 φορές υψηλότερο από εκείνο του ήδη συσσωρευμένου χρέους, η βιωσιμότητά του όχι μόνον δεν εξασφαλίζεται, αλλά αντίθετα επιδεινώνεται. Κι ακόμη, ενόσω το επιτόκιο δανεισμού παραμένει πολλαπλάσια υπέρτερο του ρυθμού μεταβολής του εθνικού εισοδήματος, αυτό συνεπάγεται πρόσθετες θυσίες και περικοπές του βιοτικού επιπέδου της χώρας, προκειμένου να καλύπτονται μελλοντικές «μαύρες τρύπες».
Ολες οι κυβερνήσεις της τελευταίας 4ετίας διαπράττουν το αυτό μοιραίο σφάλμα: συρρικνώνουν τα εισοδήματα με υποθετικούς στόχους την εξυγίανση του Δημοσίου και την αποπληρωμή του χρέους. Ομως έτσι το κόστος εξυγίανσης του Δημοσίου επιρρίπτεται στον ιδιωτικό τομέα με σαρωτικά αποτελέσματα για τον τελευταίο. Ενώ αντίθετα θα όφειλαν κατά προτεραιότητα να επαυξάνουν τα εισοδήματα, ώστε να βελτιώνεται η δυνατότητα εξυγίανσης του Δημοσίου και ταυτόχρονα η προσαρμοστικότητα και ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις της.
Οσον αφορά στις διαβόητες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», το πρόβλημα δεν είναι διόλου ότι δήθεν καθυστερούν, αλλά αντίθετα ότι υλοποιούνται εσπευσμένα και στα τυφλά, χωρίς αξιολογήσεις και εξειδικεύσεις, με αναπόφευκτες μείζονες υφεσιακές συνέπειες, οι οποίες όχι μόνον δεν εξυγιαίνουν την ελληνική οικονομία, αλλά αντίθετα καθιστούν την εξυγίανση ανέφικτη. Οι εξαγωγές έχουν πάψει να αυξάνονται, ενώ παράλληλα η εσωτερική αγορά συνεχίζει να συρρικνώνεται, με αποτέλεσμα να άγονται σε αδιέξοδο όχι μόνον οι μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας, αλλά και οι ανταγωνιστικές. Πόσο περίεργο είναι ότι, στο νοσηρό κλίμα που εκ των άνω συντηρείται στη χώρα μας, οι πολυπόθητες επενδύσεις, που αποτελούν τον κινητήρα της εξυγίανσης, έχουν περικοπεί κατά 80% με 90%, από τη στιγμή που άρχισαν να εφαρμόζονται οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις»; Και ενώ η χώρα μας ήταν μεταξύ των πρώτων στην Ευρώπη στις επενδύσεις τεχνολογικού εξοπλισμού κατά την περίοδο 2001-2008, καταλήγει σήμερα πρώτη στην αποεπένδυση και στο ξήλωμά τους. Από πότε άραγε το ξήλωμα ονομάζεται «δρόμος προς τη στέρεη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη»;
Πέραν αυτών, ο δανεισμός από τις αγορές δεν συνιστά επιτυχία της χώρας, αλλά του ευρώ, αφού αυτό έχει ήδη υπερθωρακισθεί με την απόφαση-μπαζούκα του Μάριο Ντράγκι και της ΕΚΤ (2012) ότι θα αγοράζει απεριόριστες ποσότητες ομολόγων, προκειμένου να μη χαμηλώνει η αξία τους. Τα επιτόκια δανεισμού χαμήλωσαν, λόγω των ευρωπαϊκών εγγυήσεων. Ωστόσο, η εξασφάλιση χρηματοδότησης από τις αγορές δεν λύνει αφ' εαυτής και το πρόβλημα ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Η μελέτη του γερμανικού Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής CEP από το Φράιμπουργκ, επισημαίνει ότι οι διευκολύνσεις στο δανεισμό από τις αγορές δεν οφείλονται στις «αρετές» της οφειλέτριας χώρας, αλλά στις δεσμεύσεις της ΕΚΤ που εξουδετερώνουν, με τεχνητό τρόπο, τους μηχανισμούς των αγορών. Στο εξής, τα χρέη μπορούν να συσσωρεύονται, ενώ η αναγκαία εξυγίανση και ανάκαμψη θα αναβάλλονται επ' αόριστον. Η οικονομία θα σέρνεται και θα φυτοζωεί, αλλά τα χρέη θα συσσωρεύονται, αφού εγγυητής για αυτά είναι όχι η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, αλλά απ' ευθείας η ΕΚΤ.
Μπορεί η γερμανική προσέγγιση να είναι ακραία, αλλά οπωσδήποτε εντοπίζει την αντινομία ανάμεσα στη στήριξη του ευρώ και στην κατάσταση της πραγματικής οικονομίας. Σύμφωνα με αυτήν, η χρηματοδότηση των «αμαρτωλών» χωρών οφείλει να κοστίζει ακριβότερα, προκειμένου να τις «συνετίζει». Ομως, σύμφωνα με την ΕΚΤ, το κόστος του χρήματος οφείλει να είναι το αυτό για όλους και δεν συνδέεται με την ανάκαμψη, η οποία επαφίεται στις κυβερνήσεις. Ωστόσο, όταν η αξία του νομίσματος και των ομολόγων του δεν αντανακλά την κατάσταση της πραγματικής οικονομίας, είναι γεγονός ότι αυτό μοιραία παρεμποδίζει την προσαρμογή και την ανάκαμψή της. Εάν σήμερα στη χώρα μας η ανάκαμψη αναβάλλεται επ' αόριστον, αυτό δεν είναι άσχετο με τη στήριξη και τις εγγυήσεις της ΕΚΤ στο ευρώ και στα ομόλογα. Οι νομισματικές και δανειακές εγγυήσεις παραδίδουν σήμερα ολόκληρη την Ευρωζώνη στο μέγιστο κίνδυνο του αποπληθωρισμού. Εάν η τελευταία αιωρείται σήμερα στο κατώφλι πληθωρισμού 0,5%, η χώρα μας ηγείται της καθοδικής πορείας ολόκληρης της νομισματικής περιοχής με -1,5%. Οι αρνητικές επιδόσεις της οικονομίας δεν οφείλονται στο ότι οι διευκολύνσεις δανεισμού αποθαρρύνουν δήθεν τις «μεταρρυθμίσεις», αλλά αντίθετα στην υπερβολική και μονομερή προσήλωση των κυβερνώντων σε αυτές, με συνέπεια την εγκατάλειψη κάθε αναπτυξιακής φιλοδοξίας και προοπτικής. Ομως, ενώ οι Ευρωπαίοι ανησυχούν για τον ενδεχόμενο αποπληθωρισμό, η χώρα μας, που βρίσκεται ήδη εντός του, διεκδικεί συγχαρητήρια για την «επιτυχία» της.
kvergo@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου