Του Κώστα Βεργόπουλου, απο την Εποχη...
Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΕ ΑΙΩΝΙΑ ΣΤΑΣΙΜΟΤΗΤΑ
Την πέτρα που τάραξε τα νερά στις συζητήσεις για το μέλλον του καπιταλισμού, δεν την έριξε κάποιος εγνωσμένος αμφισβητίας, αλλά ένας από τους πιο φλογερούς υπερασπιστές τού συστήματος: ο Λόρενς Σάμερς.
Πρώην πρόεδρος του Χάβαρντ, πασίγνωστος από το πάθος του για την τραπεζική απορρύθμιση, όταν κατείχε τη θέση τού υπουργού Οικονομικών στη δεύτερη κυβέρνηση Κλίντον (1999-2001).
Μέχρι που ορίστηκε από τον Μπάρακ Ομπάμα διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου των ΗΠΑ, θέση που διατήρησε ως το 2010, πρόσφερε τις συμβουλές του στον κόσμο της οικονομίας (ένα κερδοσκοπικό fund του είχε χορηγήσει 5,2 εκατομμύρια δολάρια μεταξύ 2008 και 2009), κυρίως μέσω καλοπληρωμένων (μέχρι και με 135.000 δολάρια) διαλέξεων. Γι’ αυτό κανείς δεν περίμενε ότι θα προκαλέσει τόση αμφισβήτηση και ταραχή.
Η πέτρα έπεσε στη διάρκεια της ετήσιας Διάσκεψης του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, στις 7 και 8 Νοεμβρίου 2013. Μήπως ο καπιταλισμός ο ίδιος έχει αιχμαλωτισθεί στην παγίδα της «αιώνιας στασιμότητας», αναρωτήθηκε ο φίλος των τραπεζιτών. «Εδώ και τέσσερα χρόνια κατορθώσαμε να αποτρέψουμε τον χρηματοπιστωτικό πανικό, εκταμιεύτηκε χρήμα με βάση ένα σχέδιο διασώσεων, η αγορά της τραπεζικής πίστης εξυγιάνθηκε (…) Ωστόσο, ο ρυθμός ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας δεν μεταβλήθηκε και οικονομική μεγέθυνση παρέμεινε ισχνή». Ο Σάμερς συνέχισε τον συλλογισμό του από τους «Φάϊνανσιαλ Τάιμς»: διαπιστώνει ότι, με την πρακτική των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ δεν έχει πλέον περιθώριο συμπληρωματικών ελιγμών, ώστε να δώσει νέα ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα και υποβάλλει το ερώτημα μήπως οι φούσκες αποτελούν το αναγκαίο κακό της οικονομικής μεγέθυνσης.
Τέσσερις βασικοί δείκτες, όλοι προσανατολισμένοι πτωτικά, εξηγούν αυτή τη μελαγχολική διάπιστωσή του: η διαρκής πτώση των φυσικών επιτοκίων, δηλαδή του ποσοστού κέρδους, εδώ και τρεις δεκαετίες· η υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας εδώ και δεκατρία χρόνια· η συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτηση από τη δεκαετία του 1980· και, τέλος, η υποχώρηση των παραγωγικών επενδύσεων και του ακαθάριστου σχηματισμού σταθερού κεφαλαίου από το 2001, παρά τις μαζικές ενέσεις νομισματικών ενισχύσεων, που εφαρμόστηκαν τόσο από τον Άλαν Γκρίνσπαν όσο και από το διάδοχό του στην προεδρία κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, Μπεν Μπερνάκι.
Αποτέλεσμα: οι κάτοχοι κεφαλαίων δεν αναζητούν πια πώς θα μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους μεσώ της παραγωγής, αλλά αυξάνοντας το μερίδιο τους από την προστιθέμενη αξία –ακόμη και με τίμημα τη συρρίκνωση της οικονομικής μεγέθυνσης.
Το σύστημα βρίσκεται σε αδιέξοδο, καθώς κανένα φάρμακο δεν φαίνεται ικανό να το βγάλει από αυτό και αντιμετώπιζε επιπλέον κοινωνικές δυσκολίες, που επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την «διάβρωση» του οικοδομήματος. Από τη μια, η όξυνση των ανισοτήτων αποσταθεροποιεί τις μεσαίες τάξεις, που θεωρούνται εγγυήτριες της σταθερότητας της κοινωνίας, των θεσμών και της δημοκρατίας. Από την άλλη, η μαζική ανεργία συνεπάγεται ταυτόχρονα αύξουσα απώλεια εισοδήματος για τη χώρα και δυνητικών κερδών για το κεφάλαιο.
Οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν
Όταν ακούστηκαν οι δυο λέξεις «αιωνία στασιμότητα», οι αντιδράσεις έπεσαν βροχή. Των προοδευτικών ήσαν αμήχανες, φανέρωναν έκπληξη γιατί αναγνώριζαν τον εαυτό τους στη διαπίστωση ενός ιδεολογικού αντίπαλου τους. Οι συντηρητικοί, από την άλλη πλευρά, αντέδρασαν επίσης αρνητικά, καθώς εξοργίσθηκαν βλέποντας έναν δικό τους άνθρωπο να τους αμφισβητεί. Στους τελευταίους πάντως, ο αιρετικός ειδικός υπενθύμισε ότι «δεν πρέπει να συγχέουμε την πρόβλεψη με την σύσταση».
Ο φόβος του Σάμερς θεωρήθηκε αρχικά σαν απόηχος της διάγνωσης που διατυπώθηκε στη δεκαετία 1930 από τον Αμερικανό οικονομολόγο Άλβιν Χάνσεν (1887-1975). Όμως, η «αιώνια στασιμότητα» εκείνου βασιζόταν κυρίως στην επιβράδυνση της δημογραφικής ανάπτυξης και στην εξάντληση των μεγάλων τεχνολογικών καινοτομιών, που θα μπορούσαν να εμφυσήσουν μια νέα πνοή στο καπιταλιστικό σύστημα. Η ανάλυσή του συνάντησε εκείνην του Τζ. Μ. Κέινς (1883-1946), που επίσης δεν ήταν αισιόδοξος για το μέλλον του καπιταλισμού, αλλά πεισμένος ότι η κρίση έπρεπε και μπορούσε να αποφεύγεται. Πάντως, ο Σάμερς δεν επικαλείται ούτε το δημογραφικό παράγοντα ούτε οποιαδήποτε εξάντληση των τεχνολογικών καινοτομιών. Θεμελιώνει την εκτίμηση του στην πρακτική εμπειρία των τριών τελευταίων δεκαετιών.
Η νεοφιλελεύθερη δεξιά τού προσάπτει ότι αντιστρέφει την σχέση αιτίου και αιτιατού: οι χρηματοπιστωτικές φούσκες δεν διευκολύνουν την μεγέθυνση, αλλά οδηγούν σε αδιέξοδο. Τα πενιχρά οικονομικά αποτελέσματα των δυτικών χωρών δεν εξηγούν τον υπερδανεισμό τους, άλλα αντίθετα προκύπτουν από αυτόν. Το πρώην μέλος του διευθυντηρίου της ΕΚΤ Λορέντσο Μπίνι Σμάγκι εκτιμά ότι «δεν είναι η λιτότητα που αδυνατίζει τη μεγέθυνση, το αντίθετο συμβαίνει: η αδύναμη μεγέθυνση κάνει τη λιτότητα απαραίτητη.»
Ορισμένοι φτάνουν να επικαλούνται τον Κέινς εναντίον του Σάμερς: ενώ ο βρετανός οικονομολόγος πρότεινε « ευθανασία για τους ραντιέρηδες» -οι χρηματοπιστωτικές φούσκες δεν σταθεροποιούν την οικονομία, άλλα οδηγούν στο αντίθετο αποτέλεσμα, αφού επιδοτούν τους ραντιέρηδες.
Όταν ο πρώην υπουργός του Κλίντον συνηγορεί υπέρ της αποκατάστασης του «ενάρετου κύκλου» της μεγέθυνσης, οι ορθόδοξοι κριτικοί τού αντιπαραθέτουν τις αρετές της «επεκτατικής λιτότητας», που υποτίθεται ότι προετοιμάζει την επανεκκίνηση της οικονομίας «εξυγιαίνοντας» τις βάσεις της. Αν το σημερινό πρόβλημα είναι πράγματι μακροχρόνιο, αποφαίνονται, απαιτούνται λύσεις επίσης μακροχρόνιες και όχι στιγμιαίες. Και αναφέρουν παραδείγματα διαρθρωτικών «λύσεων»: μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων ή, όπως διεκδικούν οι ρεπουμπλικάνοι στις ΗΠΑ, «απελευθέρωση της οικονομίας από το συντριπτικό βάρος του κοινωνικού κράτους», που το εμφανίζουν ως «το πιο δαπανηρό του κόσμου». Τέλος, άλλοι, όπως ο Κένεθ Ρογκόφ από το Χάρβαρντ, υποδεικνύουν ότι η αδυναμία της μεγέθυνσης από το 2008 δεν αντανακλά μια μακροχρόνια τάση, αλλά κυρίως την ανικανότητα των κυβερνώντων να διαχειριστούν το χρέος, χωρίς να βλάψουν τη μεγέθυνση.
Από την πλευρά των προοδευτικών, ο Νομπελίστας Πωλ Κρούγκμαν προσυπογράφει τη διαπίστωση του Σάμερς, αλλά αντλεί διαφορετικό συμπέρασμα από την ιδέα της στασιμότητας ως «νέου κανόνα» του καπιταλιστικού συστήματος. Σύμφωνα με αυτόν, είναι παραπλανητική η διαβεβαίωση ότι δοκιμάστηκαν όλα τα μέσα για την επανεκκίνηση της οικονομίας χωρίς αποτέλεσμα : μόνον το όπλο της νομισματικής πολιτικής έχει εφαρμοστεί, μέσω της μείωσης των επιτοκίων και της δημιουργίας συμπληρωματικής ρευστότητας. Υπάρχει, ωστόσο, και το δημοσιονομικό όπλο, η δημόσια δαπάνη που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την δραστηριοποίηση των δημόσιων επενδύσεων, πράγμα που θα επέτρεπε να αντισταθμίζεται η συρρίκνωση των ιδιωτικών.
Λεφτά υπάρχουν...
Για την ώρα, παρότι διαθέτουν σημαντικό θησαυροφυλάκιο, οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν επενδύουν σε παραγωγικές επενδύσεις. Στις 22 Ιανουαρίου 2014, οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» σημειώνουν ότι οι μη χρηματοπιστωτικές εταιρίες των ΗΠΑ κατείχαν 2,8 τρισ. δολάρια, από τα οποία περί τα 150 δισ. στα χρηματοκιβώτια της Apple. Από την πλευρά του, ο Τζέιμς Σαφτ παρατηρούσε στους Τάιμς Νέας Υόρκης: «Οι επιχειρήσεις προτιμούν να συσσωρεύουν χρήμα ή να το χρησιμοποιούν για να αγοράζουν μετοχές, παρά για να δημιουργούν αυξημένη παραγωγική ικανότητα.» Το άυλο ενεργητικό αντιπροσώπευε κατά μέσο όρο το 5% του ενεργητικού των εταιριών των ΗΠΑ στη δεκαετία 1970, ενώ το 2010 είχε ανέλθει σε 60%.
Μεταξύ 2010 και 2013, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ διοχέτευσε 4 τρισ. δολάρια στην αμερικάνικη οικονομία. Όμως, αντί να αυξηθεί η ρευστότητα της αμερικάνικης οικονομίας, σημαντικό μέρος αυτού του ποσού διέρρευσε στο εξωτερικό, σε ιδιαίτερα αποδοτικές κερδοσκοπικές τοποθετήσεις, κυρίως στις αναδυόμενες χώρες. Η «διαθέσιμη» σήμερα ρευστότητα στην οικονομία των ΗΠΑ είναι μικρότερη απ’ ό,τι το 2008. Το αυτό ακριβώς ισχύει και για την Ευρώπη.
Μια οικονομία που αρνείται την επανεκκίνηση, τη στιγμή που το χρήμα ρέει; Πρόκειται για ένα γνωστό πρόβλημα: η «παγίδα ρευστότητας», που επεσήμανε ο Κέινς κατά την δεκαετία 1930. Μία μόνο λύση βγάζει από αυτήν: προσφυγή στο δεύτερο εργαλείο της οικονομικής πολιτικής, τις δημόσιες δαπάνες. «Σε περίοδο ύφεσης», υπογραμμίζει ο Κρούγκμαν, «κάθε δαπάνη είναι καλή. Η παραγωγική δαπάνη είναι καλύτερη, αλλά ακόμη και η μη παραγωγική είναι καλύτερη από το τίποτα».
Μια παράδοξη ιδέα στην Ευρώπη
Παρότι οι θιασώτες των φιλελεύθερων διανοητών όπως η Άιν Ραντ, ο Φρίντριχ Χάγεκ και ο Μίλτον Φρίντμαν, εξακολουθούν να υπερασπίζονται τις ανισότητες, ως δήθεν απαραίτητη προϋπόθεση για την επανεκκίνηση και την ευημερία, στις ΗΠΑ έχει αρχίσει η συνειδητοποίηση των βλαβερών συνεπειών τους. Στην ομιλία του στις 4 Δεκεμβρίου 2013 και κατόπιν στις 29 Ιανουαρίου 2014, ο πρόεδρος Ομπάμα όχι μόνο κατήγγειλε τις ανισότητες εισοδήματος και πλούτου –που δεν παύουν να οξύνονται– αλλά επιπλέον ξεκαθάρισε ότι «η ανισότητα σκοτώνει την ανάπτυξη και την απασχόληση».
Ο πρώην υπουργός Εργασίας του Κλίντον Ρόμπερτ Ράιχ αφιέρωσε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Ανισότητα για όλους», με αντικείμενο την επιδείνωση των ανισοτήτων στις ΗΠΑ. Ο μέσος ετήσιος μισθός το 1978 ήταν 48.000 δολάρια, ενώ σήμερα περιορίσθηκε σε 34000 δολλαρια με όρους αγοραστικής δύναμης. Από την άλλη, το μέσο εισόδημα στα νοικοκυριά του 1% του πιο πλούσιου τμήματος του πληθυσμού στις ΗΠΑ, που ήταν 393.000 δολάρια το 1978, σήμερα φτάνει το 1,1 εκατομμύριο. Κατά την τελευταία 5ετια, το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού καρπώθηκε το 90% της αύξησης του ΑΕΠ και το 99% του πληθυσμού το υπόλοιπο 10%. Τετρακόσια άτομα στις ΗΠΑ διαθέτουν όσα και 150 εκατομμύρια αμερικανοί πολίτες. Ωστόσο, ενώ στις ΗΠΑ αντιμετωπίζουν όλο και πιο ανοιχτά τη σχέση ανάμεσα στην ανισότητα και στην στασιμότητα της οικονομίας, στην Ευρώπη, και ιδίως στη Γερμανία, η ιδέα αυτή εξακολουθεί να θεωρείται ακόμα «αλλόκοτη».
Η τρέχουσα κατάσταση θυμίζει μια άλλη περίοδο της ιστορίας, που χαρακτηρίστηκε από μια συγκρίσιμη υπερσυσσώρευση πλούτου: τη δεκαετία 1920, που κατέληξε στο κραχ του 1929 και στη Μεγάλη Ύφεση. Γιατί, λοιπόν, αρνούνται πάλι τη σχέση αιτίου και αιτιατού, ανάμεσα στην φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του πληθυσμού και στην οικονομική επιβράδυνση; Οι δαπάνες τετρακοσίων ατόμων δεν πρόκειται ποτέ να είναι ίσες με τις δαπάνες 150 εκατομμυρίων αμερικανών: όσο τα εισοδήματα συγκεντρώνονται στην κορυφή, τόσο η εθνική δαπάνη περιστέλλεται προς όφελος της αποταμίευσης και της χρηματιστικοποίησης, εις βάρος των επενδύσεων και της απασχόλησης. Όταν η περιουσία των πιο πλούσιων επαυξάνεται όχι μέσω της παραγωγής, αλλά μέσω της όλο και πιο ισχυρής απομύζησης της προστιθέμενης αξίας, η μεγέθυνση επιβραδύνεται και η ανεργία εκτινάσσεται, ενώ το σύστημα ροκανίζει τις ίδιες τις προϋποθέσεις αναπαραγωγής του.
Ο νεοφιλελευθερισμός, που ισχυριζόταν ότι θα βγάλει τον καπιταλισμό από την κρίση του, τον βύθισε ακόμη περισσότερο σ’ αυτήν. Είναι πλέον φανερό ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα «νέο μοντέλο» του καπιταλισμού, αλλά σε ένα βαθύ αδιέξοδο του…
(Δημοσιεύτηκε στο τεύχος Απριλίου 2014 της «Μοντ Ντιπλοματίκ»)
Γλωσσάρι
• Άυλο ενεργητικό Διακρίνεται από το υλικό ενεργητικό (γη, ακίνητα, πρώτες ύλες…) και καλύπτει ταυτόχρονα καθετί που αφορά τις γνώσεις και τις δεξιότητες της επιχείρησης, την εμπορική εικόνα της, τις ευρεσιτεχνίες, την πνευματική ιδιοκτησία της, την ποιότητα της οργάνωσής της, των εμπορικών τεχνικών της κ.λπ.
• Ακαθάριστος σχηματισμός σταθερού κεφαλαίου Είναι το τμήμα του ΑΕΠ που διατίθεται για την επένδυση σταθερού κεφαλαίου.
•Παραγωγική επένδυση Επένδυση που αυξάνει την παραγωγή και την απασχόληση, σε αντίθεση με τις τοποθετήσεις κεφαλαίου, που γεννούν κέρδη, αλλά χωρίς να δημιουργούν παραγωγή ούτε απασχόληση.
• Φυσικό επιτόκιο Έννοια που χρησιμοποίησε ο σουηδός οικονομολόγος Κνουτ Βίκσελ (1851-1926) για να διακρίνει τη «φυσική» απόδοση του κεφαλαίου, δηλαδή την αύξηση της παραγωγής που προκαλείται από την προσθήκη μιας επιπλέον μονάδας κεφαλαίου, από τη «νομισματική» απόδοση, που ισούται με το ισχύον επιτόκιο.
• Προστιθέμενη αξία Το σύνολο του πλούτου που παράγεται σε ένα έτος. Διακρίνεται σε δύο τμήματα: μισθούς και κέρδη. Όταν αυξάνει το ένα, το άλλο αυτόματα μειώνεται.
Την πέτρα που τάραξε τα νερά στις συζητήσεις για το μέλλον του καπιταλισμού, δεν την έριξε κάποιος εγνωσμένος αμφισβητίας, αλλά ένας από τους πιο φλογερούς υπερασπιστές τού συστήματος: ο Λόρενς Σάμερς.
Πρώην πρόεδρος του Χάβαρντ, πασίγνωστος από το πάθος του για την τραπεζική απορρύθμιση, όταν κατείχε τη θέση τού υπουργού Οικονομικών στη δεύτερη κυβέρνηση Κλίντον (1999-2001).
Μέχρι που ορίστηκε από τον Μπάρακ Ομπάμα διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου των ΗΠΑ, θέση που διατήρησε ως το 2010, πρόσφερε τις συμβουλές του στον κόσμο της οικονομίας (ένα κερδοσκοπικό fund του είχε χορηγήσει 5,2 εκατομμύρια δολάρια μεταξύ 2008 και 2009), κυρίως μέσω καλοπληρωμένων (μέχρι και με 135.000 δολάρια) διαλέξεων. Γι’ αυτό κανείς δεν περίμενε ότι θα προκαλέσει τόση αμφισβήτηση και ταραχή.
Η πέτρα έπεσε στη διάρκεια της ετήσιας Διάσκεψης του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, στις 7 και 8 Νοεμβρίου 2013. Μήπως ο καπιταλισμός ο ίδιος έχει αιχμαλωτισθεί στην παγίδα της «αιώνιας στασιμότητας», αναρωτήθηκε ο φίλος των τραπεζιτών. «Εδώ και τέσσερα χρόνια κατορθώσαμε να αποτρέψουμε τον χρηματοπιστωτικό πανικό, εκταμιεύτηκε χρήμα με βάση ένα σχέδιο διασώσεων, η αγορά της τραπεζικής πίστης εξυγιάνθηκε (…) Ωστόσο, ο ρυθμός ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας δεν μεταβλήθηκε και οικονομική μεγέθυνση παρέμεινε ισχνή». Ο Σάμερς συνέχισε τον συλλογισμό του από τους «Φάϊνανσιαλ Τάιμς»: διαπιστώνει ότι, με την πρακτική των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ δεν έχει πλέον περιθώριο συμπληρωματικών ελιγμών, ώστε να δώσει νέα ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα και υποβάλλει το ερώτημα μήπως οι φούσκες αποτελούν το αναγκαίο κακό της οικονομικής μεγέθυνσης.
Τέσσερις βασικοί δείκτες, όλοι προσανατολισμένοι πτωτικά, εξηγούν αυτή τη μελαγχολική διάπιστωσή του: η διαρκής πτώση των φυσικών επιτοκίων, δηλαδή του ποσοστού κέρδους, εδώ και τρεις δεκαετίες· η υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας εδώ και δεκατρία χρόνια· η συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτηση από τη δεκαετία του 1980· και, τέλος, η υποχώρηση των παραγωγικών επενδύσεων και του ακαθάριστου σχηματισμού σταθερού κεφαλαίου από το 2001, παρά τις μαζικές ενέσεις νομισματικών ενισχύσεων, που εφαρμόστηκαν τόσο από τον Άλαν Γκρίνσπαν όσο και από το διάδοχό του στην προεδρία κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, Μπεν Μπερνάκι.
Αποτέλεσμα: οι κάτοχοι κεφαλαίων δεν αναζητούν πια πώς θα μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους μεσώ της παραγωγής, αλλά αυξάνοντας το μερίδιο τους από την προστιθέμενη αξία –ακόμη και με τίμημα τη συρρίκνωση της οικονομικής μεγέθυνσης.
Το σύστημα βρίσκεται σε αδιέξοδο, καθώς κανένα φάρμακο δεν φαίνεται ικανό να το βγάλει από αυτό και αντιμετώπιζε επιπλέον κοινωνικές δυσκολίες, που επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την «διάβρωση» του οικοδομήματος. Από τη μια, η όξυνση των ανισοτήτων αποσταθεροποιεί τις μεσαίες τάξεις, που θεωρούνται εγγυήτριες της σταθερότητας της κοινωνίας, των θεσμών και της δημοκρατίας. Από την άλλη, η μαζική ανεργία συνεπάγεται ταυτόχρονα αύξουσα απώλεια εισοδήματος για τη χώρα και δυνητικών κερδών για το κεφάλαιο.
Οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν
Όταν ακούστηκαν οι δυο λέξεις «αιωνία στασιμότητα», οι αντιδράσεις έπεσαν βροχή. Των προοδευτικών ήσαν αμήχανες, φανέρωναν έκπληξη γιατί αναγνώριζαν τον εαυτό τους στη διαπίστωση ενός ιδεολογικού αντίπαλου τους. Οι συντηρητικοί, από την άλλη πλευρά, αντέδρασαν επίσης αρνητικά, καθώς εξοργίσθηκαν βλέποντας έναν δικό τους άνθρωπο να τους αμφισβητεί. Στους τελευταίους πάντως, ο αιρετικός ειδικός υπενθύμισε ότι «δεν πρέπει να συγχέουμε την πρόβλεψη με την σύσταση».
Ο φόβος του Σάμερς θεωρήθηκε αρχικά σαν απόηχος της διάγνωσης που διατυπώθηκε στη δεκαετία 1930 από τον Αμερικανό οικονομολόγο Άλβιν Χάνσεν (1887-1975). Όμως, η «αιώνια στασιμότητα» εκείνου βασιζόταν κυρίως στην επιβράδυνση της δημογραφικής ανάπτυξης και στην εξάντληση των μεγάλων τεχνολογικών καινοτομιών, που θα μπορούσαν να εμφυσήσουν μια νέα πνοή στο καπιταλιστικό σύστημα. Η ανάλυσή του συνάντησε εκείνην του Τζ. Μ. Κέινς (1883-1946), που επίσης δεν ήταν αισιόδοξος για το μέλλον του καπιταλισμού, αλλά πεισμένος ότι η κρίση έπρεπε και μπορούσε να αποφεύγεται. Πάντως, ο Σάμερς δεν επικαλείται ούτε το δημογραφικό παράγοντα ούτε οποιαδήποτε εξάντληση των τεχνολογικών καινοτομιών. Θεμελιώνει την εκτίμηση του στην πρακτική εμπειρία των τριών τελευταίων δεκαετιών.
Η νεοφιλελεύθερη δεξιά τού προσάπτει ότι αντιστρέφει την σχέση αιτίου και αιτιατού: οι χρηματοπιστωτικές φούσκες δεν διευκολύνουν την μεγέθυνση, αλλά οδηγούν σε αδιέξοδο. Τα πενιχρά οικονομικά αποτελέσματα των δυτικών χωρών δεν εξηγούν τον υπερδανεισμό τους, άλλα αντίθετα προκύπτουν από αυτόν. Το πρώην μέλος του διευθυντηρίου της ΕΚΤ Λορέντσο Μπίνι Σμάγκι εκτιμά ότι «δεν είναι η λιτότητα που αδυνατίζει τη μεγέθυνση, το αντίθετο συμβαίνει: η αδύναμη μεγέθυνση κάνει τη λιτότητα απαραίτητη.»
Ορισμένοι φτάνουν να επικαλούνται τον Κέινς εναντίον του Σάμερς: ενώ ο βρετανός οικονομολόγος πρότεινε « ευθανασία για τους ραντιέρηδες» -οι χρηματοπιστωτικές φούσκες δεν σταθεροποιούν την οικονομία, άλλα οδηγούν στο αντίθετο αποτέλεσμα, αφού επιδοτούν τους ραντιέρηδες.
Όταν ο πρώην υπουργός του Κλίντον συνηγορεί υπέρ της αποκατάστασης του «ενάρετου κύκλου» της μεγέθυνσης, οι ορθόδοξοι κριτικοί τού αντιπαραθέτουν τις αρετές της «επεκτατικής λιτότητας», που υποτίθεται ότι προετοιμάζει την επανεκκίνηση της οικονομίας «εξυγιαίνοντας» τις βάσεις της. Αν το σημερινό πρόβλημα είναι πράγματι μακροχρόνιο, αποφαίνονται, απαιτούνται λύσεις επίσης μακροχρόνιες και όχι στιγμιαίες. Και αναφέρουν παραδείγματα διαρθρωτικών «λύσεων»: μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων ή, όπως διεκδικούν οι ρεπουμπλικάνοι στις ΗΠΑ, «απελευθέρωση της οικονομίας από το συντριπτικό βάρος του κοινωνικού κράτους», που το εμφανίζουν ως «το πιο δαπανηρό του κόσμου». Τέλος, άλλοι, όπως ο Κένεθ Ρογκόφ από το Χάρβαρντ, υποδεικνύουν ότι η αδυναμία της μεγέθυνσης από το 2008 δεν αντανακλά μια μακροχρόνια τάση, αλλά κυρίως την ανικανότητα των κυβερνώντων να διαχειριστούν το χρέος, χωρίς να βλάψουν τη μεγέθυνση.
Από την πλευρά των προοδευτικών, ο Νομπελίστας Πωλ Κρούγκμαν προσυπογράφει τη διαπίστωση του Σάμερς, αλλά αντλεί διαφορετικό συμπέρασμα από την ιδέα της στασιμότητας ως «νέου κανόνα» του καπιταλιστικού συστήματος. Σύμφωνα με αυτόν, είναι παραπλανητική η διαβεβαίωση ότι δοκιμάστηκαν όλα τα μέσα για την επανεκκίνηση της οικονομίας χωρίς αποτέλεσμα : μόνον το όπλο της νομισματικής πολιτικής έχει εφαρμοστεί, μέσω της μείωσης των επιτοκίων και της δημιουργίας συμπληρωματικής ρευστότητας. Υπάρχει, ωστόσο, και το δημοσιονομικό όπλο, η δημόσια δαπάνη που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την δραστηριοποίηση των δημόσιων επενδύσεων, πράγμα που θα επέτρεπε να αντισταθμίζεται η συρρίκνωση των ιδιωτικών.
Λεφτά υπάρχουν...
Για την ώρα, παρότι διαθέτουν σημαντικό θησαυροφυλάκιο, οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν επενδύουν σε παραγωγικές επενδύσεις. Στις 22 Ιανουαρίου 2014, οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» σημειώνουν ότι οι μη χρηματοπιστωτικές εταιρίες των ΗΠΑ κατείχαν 2,8 τρισ. δολάρια, από τα οποία περί τα 150 δισ. στα χρηματοκιβώτια της Apple. Από την πλευρά του, ο Τζέιμς Σαφτ παρατηρούσε στους Τάιμς Νέας Υόρκης: «Οι επιχειρήσεις προτιμούν να συσσωρεύουν χρήμα ή να το χρησιμοποιούν για να αγοράζουν μετοχές, παρά για να δημιουργούν αυξημένη παραγωγική ικανότητα.» Το άυλο ενεργητικό αντιπροσώπευε κατά μέσο όρο το 5% του ενεργητικού των εταιριών των ΗΠΑ στη δεκαετία 1970, ενώ το 2010 είχε ανέλθει σε 60%.
Μεταξύ 2010 και 2013, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ διοχέτευσε 4 τρισ. δολάρια στην αμερικάνικη οικονομία. Όμως, αντί να αυξηθεί η ρευστότητα της αμερικάνικης οικονομίας, σημαντικό μέρος αυτού του ποσού διέρρευσε στο εξωτερικό, σε ιδιαίτερα αποδοτικές κερδοσκοπικές τοποθετήσεις, κυρίως στις αναδυόμενες χώρες. Η «διαθέσιμη» σήμερα ρευστότητα στην οικονομία των ΗΠΑ είναι μικρότερη απ’ ό,τι το 2008. Το αυτό ακριβώς ισχύει και για την Ευρώπη.
Μια οικονομία που αρνείται την επανεκκίνηση, τη στιγμή που το χρήμα ρέει; Πρόκειται για ένα γνωστό πρόβλημα: η «παγίδα ρευστότητας», που επεσήμανε ο Κέινς κατά την δεκαετία 1930. Μία μόνο λύση βγάζει από αυτήν: προσφυγή στο δεύτερο εργαλείο της οικονομικής πολιτικής, τις δημόσιες δαπάνες. «Σε περίοδο ύφεσης», υπογραμμίζει ο Κρούγκμαν, «κάθε δαπάνη είναι καλή. Η παραγωγική δαπάνη είναι καλύτερη, αλλά ακόμη και η μη παραγωγική είναι καλύτερη από το τίποτα».
Μια παράδοξη ιδέα στην Ευρώπη
Παρότι οι θιασώτες των φιλελεύθερων διανοητών όπως η Άιν Ραντ, ο Φρίντριχ Χάγεκ και ο Μίλτον Φρίντμαν, εξακολουθούν να υπερασπίζονται τις ανισότητες, ως δήθεν απαραίτητη προϋπόθεση για την επανεκκίνηση και την ευημερία, στις ΗΠΑ έχει αρχίσει η συνειδητοποίηση των βλαβερών συνεπειών τους. Στην ομιλία του στις 4 Δεκεμβρίου 2013 και κατόπιν στις 29 Ιανουαρίου 2014, ο πρόεδρος Ομπάμα όχι μόνο κατήγγειλε τις ανισότητες εισοδήματος και πλούτου –που δεν παύουν να οξύνονται– αλλά επιπλέον ξεκαθάρισε ότι «η ανισότητα σκοτώνει την ανάπτυξη και την απασχόληση».
Ο πρώην υπουργός Εργασίας του Κλίντον Ρόμπερτ Ράιχ αφιέρωσε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Ανισότητα για όλους», με αντικείμενο την επιδείνωση των ανισοτήτων στις ΗΠΑ. Ο μέσος ετήσιος μισθός το 1978 ήταν 48.000 δολάρια, ενώ σήμερα περιορίσθηκε σε 34000 δολλαρια με όρους αγοραστικής δύναμης. Από την άλλη, το μέσο εισόδημα στα νοικοκυριά του 1% του πιο πλούσιου τμήματος του πληθυσμού στις ΗΠΑ, που ήταν 393.000 δολάρια το 1978, σήμερα φτάνει το 1,1 εκατομμύριο. Κατά την τελευταία 5ετια, το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού καρπώθηκε το 90% της αύξησης του ΑΕΠ και το 99% του πληθυσμού το υπόλοιπο 10%. Τετρακόσια άτομα στις ΗΠΑ διαθέτουν όσα και 150 εκατομμύρια αμερικανοί πολίτες. Ωστόσο, ενώ στις ΗΠΑ αντιμετωπίζουν όλο και πιο ανοιχτά τη σχέση ανάμεσα στην ανισότητα και στην στασιμότητα της οικονομίας, στην Ευρώπη, και ιδίως στη Γερμανία, η ιδέα αυτή εξακολουθεί να θεωρείται ακόμα «αλλόκοτη».
Η τρέχουσα κατάσταση θυμίζει μια άλλη περίοδο της ιστορίας, που χαρακτηρίστηκε από μια συγκρίσιμη υπερσυσσώρευση πλούτου: τη δεκαετία 1920, που κατέληξε στο κραχ του 1929 και στη Μεγάλη Ύφεση. Γιατί, λοιπόν, αρνούνται πάλι τη σχέση αιτίου και αιτιατού, ανάμεσα στην φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του πληθυσμού και στην οικονομική επιβράδυνση; Οι δαπάνες τετρακοσίων ατόμων δεν πρόκειται ποτέ να είναι ίσες με τις δαπάνες 150 εκατομμυρίων αμερικανών: όσο τα εισοδήματα συγκεντρώνονται στην κορυφή, τόσο η εθνική δαπάνη περιστέλλεται προς όφελος της αποταμίευσης και της χρηματιστικοποίησης, εις βάρος των επενδύσεων και της απασχόλησης. Όταν η περιουσία των πιο πλούσιων επαυξάνεται όχι μέσω της παραγωγής, αλλά μέσω της όλο και πιο ισχυρής απομύζησης της προστιθέμενης αξίας, η μεγέθυνση επιβραδύνεται και η ανεργία εκτινάσσεται, ενώ το σύστημα ροκανίζει τις ίδιες τις προϋποθέσεις αναπαραγωγής του.
Ο νεοφιλελευθερισμός, που ισχυριζόταν ότι θα βγάλει τον καπιταλισμό από την κρίση του, τον βύθισε ακόμη περισσότερο σ’ αυτήν. Είναι πλέον φανερό ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα «νέο μοντέλο» του καπιταλισμού, αλλά σε ένα βαθύ αδιέξοδο του…
(Δημοσιεύτηκε στο τεύχος Απριλίου 2014 της «Μοντ Ντιπλοματίκ»)
Γλωσσάρι
• Άυλο ενεργητικό Διακρίνεται από το υλικό ενεργητικό (γη, ακίνητα, πρώτες ύλες…) και καλύπτει ταυτόχρονα καθετί που αφορά τις γνώσεις και τις δεξιότητες της επιχείρησης, την εμπορική εικόνα της, τις ευρεσιτεχνίες, την πνευματική ιδιοκτησία της, την ποιότητα της οργάνωσής της, των εμπορικών τεχνικών της κ.λπ.
• Ακαθάριστος σχηματισμός σταθερού κεφαλαίου Είναι το τμήμα του ΑΕΠ που διατίθεται για την επένδυση σταθερού κεφαλαίου.
•Παραγωγική επένδυση Επένδυση που αυξάνει την παραγωγή και την απασχόληση, σε αντίθεση με τις τοποθετήσεις κεφαλαίου, που γεννούν κέρδη, αλλά χωρίς να δημιουργούν παραγωγή ούτε απασχόληση.
• Φυσικό επιτόκιο Έννοια που χρησιμοποίησε ο σουηδός οικονομολόγος Κνουτ Βίκσελ (1851-1926) για να διακρίνει τη «φυσική» απόδοση του κεφαλαίου, δηλαδή την αύξηση της παραγωγής που προκαλείται από την προσθήκη μιας επιπλέον μονάδας κεφαλαίου, από τη «νομισματική» απόδοση, που ισούται με το ισχύον επιτόκιο.
• Προστιθέμενη αξία Το σύνολο του πλούτου που παράγεται σε ένα έτος. Διακρίνεται σε δύο τμήματα: μισθούς και κέρδη. Όταν αυξάνει το ένα, το άλλο αυτόματα μειώνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου