Στο πλαίσιο της συζήτησης που έχει επανέλθει, ή μάλλον που έχει επιτέλους ξεκινήσει, για το ενδεχόμενο και τις πιθανές επιπτώσεις της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, ένα από τα επιχειρήματα που ακούγεται συχνότερα, και μάλιστα από αριστερούς, είναι ότι η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα συνεπάγεται αναπόφευκτα σημαντική υποτίμηση, άρα ραδγαία αύξηση των τιμών των εισαγωγών και, κατ' επέκταση, πληθωρισμό και συνακόλουθη πτώση του ήδη πετσοκομμένου εισοδήματος των μισθωτών και των λαϊκών στρωμάτων.
Η αναμενόμενη αύξηση της ανταγωνιστικότητας που θα προκύψει από την υποτίμηση θα πραγματοποιηθεί λοιπόν εις βάρος της εργασίας, ενισχύοντας την υποψία ότι ως στόχος υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου σε μια λογική «εθνικής», αυτόκεντρης, ανάπτυξης. Ας εξετάσουμε πιο προσεκτικά το όλο επιχείρημα. Αναμφίβολα, το νέο εθνικό νόμισμα θα υποστεί σημαντική διολίσθηση και κάτι τέτοιο αποτελεί όντως έναν από τους βασικούς στόχους αυτής της κίνησης: η ανάκτηση ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας, που έχει ήδη πληρώσει πανάκριβα την ένταξή της σε ένα «σκληρό» νόμισμα όπως το ευρώ. Ας θυμίσουμε εδώ ότι η ανταγωνιστικότητα μετράται σε τιμές, κάτι που σημαίνει ότι για μια χώρα με σταθερά υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης πληθωρισμό, όπως η Ελλάδα, δεν υπάρχει άλλος τρόπος ανάκτησής της (εντός ΟΝΕ) από τη βάρβαρη πολιτική «εσωτερικής υποτίμησης», δηλαδή τσακίσματος του εργασιακού κόστους, που επιβάλλουν τα Μνημόνια.
Πόση όμως αναμένεται να είναι αυτή η πληθωριστική πίεση λόγω εισαγωγών και πόσο το κέρδος σε όρους ανταγωνιστικότητας; Οι εμπεριστατωμένες μελέτες των Θ. Μαριόλη και Α. Κάτσινου εκτιμούν ότι με διολίσθηση του νομίσματος της τάξης του 50% ο πληθωρισμός θα είναι αρχικά της τάξης του 9,3% (ως ανώτατο ετήσιο όριο) και θα έβαινε κατόπιν γοργά μειούμενος (6%, 4,3%, 3% κ.ο.κ.). Πρόκειται δηλαδή για ένα ποσοστό υπολογίσιμο αλλά συγκρίσιμο, ή μάλλον αισθητά χαμηλότερο απ' αυτό που γνώρισε η ελληνική οικονομία τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, με ποσοστά ανεργίας και ρυθμούς αύξησης ΑΕΠ και πραγματικών μισθών που μοιάζουν με όνειρο για τα σημερινά δεδομένα. Οσο για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, αυτή υπολογίζεται σε τουλάχιστον 37% και δύναται να προκαλέσει βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου κατά τουλάχιστον 90% και αύξηση του ΑΕΠ κατά 7% με 8%, άρα συνακόλουθη αύξηση της απασχόλησης και του εργατικού εισοδήματος που έχει καταστραφεί από την ανεργία.
Με άλλα λόγια, η έξοδος από το -τερατωδώς υπερτιμημένο για τα πραγματικά δεδομένα της ελληνικής οικονομίας- ευρώ μπορεί όντως να δράσει καταλυτικά στην κατεύθυνση της αλλαγής του οικονομικού μοντέλου, ευνοώντας τη μερική αντικατάσταση των εισαγωγών από εγχώρια παραγωγή και τη βελτίωση των εξαγωγών, αρχίζοντας από κλάδους όπου οι δυνατότητες είναι μεγάλες (αγροτικά προϊόντα, τουρισμός κ.ά.). Και αυτό χωρίς την αφόρητη πίεση στο εργασιακό κόστος, που προκαλεί ο ανταγωνισμός εντός Ευρωζώνης. Εννοείται ότι η υπόθεση της αλλαγής οικονομικού μοντέλου αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου, που έχει όνομα «παραγωγική ανασυγκρότηση» και που προϋποθέτει δραστική παρέμβαση ενός κράτους που λειτουργεί με διαφορετικά κριτήρια -κοινωνικού και περιβαλλοντικού χαρακτήρα- από τα σημερινά. Δεν νοείται λοιπόν χωρίς αντίστοιχη πολιτική αλλαγή, κατάργησης των Μνημονίων και ενίσχυσης της θέσης της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν θα υπάρξουν προβλήματα, βραχυπρόθεσμου ειδικότερα χαρακτήρα, που αφορούν τη χρηματοδότηση εισαγωγών σε ορισμένα στρατηγικά αγαθά όπως καύσιμα ή φάρμακα. Προβλήματα για τα οποία πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι υπάρχουν ρεαλιστικές λύσεις σε πολιτικό-διακρατικό επίπεδο και είναι απολύτως διαχειρίσιμα σε σχέση με τη συντελούμενη καταστροφή. Στην ουσία όμως η υπόθεση της επιστροφής της Ελλάδας σε εθνικό νόμισμα σε οικονομικό επίπεδο έχει ήδη κριθεί και αυτό το αναγνωρίζουν οικονομολόγοι πολύ διαφορετικών κατά τα άλλα ιδεολογικο-πολιτικών προσανατολισμών (Κρούγκμαν, Στίγκλιτς, Ρουμπινί, Ρογκόφ, Σαπίρ, Αγκλιετά κ.ά.).
Ολα αυτά σίγουρα δεν ισοδυναμούν με σοσιαλισμό. Οι εξ αριστερών επικριτές της εξόδου από το ευρώ έχουν δίκιο όταν λένε ότι η ανατροπή ενός κοινωνικού συστήματος υπερβαίνει κάτι πολύ την αλλαγή νομίσματος. Ξεχνούν όμως ότι το νόμισμα δεν είναι κάτι ουδέτερο και, κυρίως, ότι το συγκεκριμένο νόμισμα αποτελεί τον κεντρικό μοχλό ενός ευρύτερου υπερεθνικού σχεδίου θωράκισης νεοφιλελεύθερων και αυταρχικών επιλογών. Ενα σχέδιο που, όπως διαπιστώνουμε καθημερινά, είναι εντελώς ασύμβατο όχι μόνο με αντικαπιταλιστική ανατροπή, αλλά, πολύ πιο άμεσα, με οποιαδήποτε αλλαγή πολιτικής προς όφελος των εργαζόμενων και λαϊκών τάξεων.
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King's College του Λονδίνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου