του Παντελη Μπουκαλα, απο την Καθημερινη...
Μάλλον άσημος κείται πια ο ποσιμπιλισμός στο μεγάλο κοιμητήριο της ανθρώπινης σκέψης, όπου κάθε επιτύμβια στήλη φέρει το όνομα ενός από τους αναρίθμητους εκπνεύσαντες «–ισμούς», φιλοσοφικούς, πολιτικούς, κοινωνιολογικούς, καλλιτεχνικούς, επιστημονικούς. Ούτε τα ειδικά λεξικά δεν τον καλοθυμούνται. Ας είναι καλά και πάλι το «Μέγα Λεξικό» του Δημητράκου, που δίνει το ερμήνευμα, στη γλώσσα της εποχής του: «Ποσσιμπιλισμός: θεωρία τις μετριοπαθούς σοσιαλισμού καθ’ ην προς μετατροπήν της αστικής κοινωνίας εις σοσιαλιστικήν πρέπει να καθορισθή ελάχιστόν τι όριον πραγματοποιησίμων διεκδικήσεων, ων η επίτευξις θα φέρη είτα εις την επιτυχίαν του τελικού σκοπού». Από κοντά το «Λεξικό της ελληνικής γλώσσας» του Πάπυρου, που εξηγεί ότι πρόκειται για «μετριοπαθή σοσιαλιστική θεωρία και ομάδα στο πλαίσιο του γαλλικού σοσιαλιστικού κινήματος, που δεχόταν ότι η μετατροπή της αστικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική πρέπει να επιτευχθεί με την καθημερινή πάλη στο πλαίσιο των υπαρχουσών δυνατοτήτων». Τις ρίζες του πολιτικού ποσιμπιλισμού λοιπόν (γιατί ο όρος έχει την εφαρμογή του, με διαφορετικό περιεχόμενο, και στη φιλοσοφία και την πολιτισμική γεωγραφία), τις βρίσκει κανείς, όπως τόσων άλλων «–ισμών» άλλωστε, στην πάντοτε ευφάνταστη Γαλλία, στα 1880.
Ρεφορμισμός εν ολίγοις. Ή η πολιτική ως τέχνη του εφικτού, του «ό,τι είναι δυνατόν να γίνει», για να κατανοήσουν το θέμα και οι μη εξοικειωμένοι με το λεξιλόγιο της διεθνούς Αριστεράς, όπου οι όροι φορτώνονται συχνά με περιεχόμενο ηθικολογικό παρά πολιτικό, ώστε να εκτοξεύονται δίκην λιθίνων αναθεμάτων. Το φαινομενικό αντίθετό του είναι ένας μηχανικά και στερεοτυπικά πολιτικολογών πλην απολύτως μεταφυσικός χιλιασμός, σύμφωνα με το δόγμα του οποίου τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει, να καλυτερέψει, να ανατραπεί για να κερδηθεί κάποια ανάσα, ώσπου να έρθει η μαγική στιγμή, οπότε σαν από θαύμα η ουτοπία θα γίνει πραγματικότητα και θ’ ανοίξουν μόνες τους οι θύρες των ετοιμοπαράδοτων ανακτόρων, χειμερινών τε και θερινών. Ετσι όμως αυτοεξοριζόμαστε από την ήπειρο της Ιστορίας και, υλιστές υποτίθεται εμείς και επαναστάτες, νομιμοποιούμε το όχι και τόσο επαναστατικό «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα» του Εκκλησιαστή. Το πραγματικό αντίθετο του μεσοβέζικου ποσιμπιλισμού θα ήταν, θα μπορούσε να είναι, ένας επί του παρόντος ανεύρετος ριζοσπαστισμός ικανός να συναιρέσει οράματα και ανάγκες, το τρέχον με το διαρκές. Με την προϋπόθεση ότι η ριζοσπαστικότητά του δεν θα εξαντλούνταν στο πεδίο της ρητορικής και δεν θα παγιωνόταν σε δόγμα αδιάφορο για την κοινωνική ταχύτητα και δυναμική, εν ονόματι αυτοθαυμαζόμενων «πρωτοποριών».
Η υπόθεση πως η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση αποφασίστηκε υπό το πρίσμα ενός διασταλτικά εννοούμενου ποσιμπιλισμού (δηλαδή χωρίς σύνδεση με καμιάς μορφής σοσιαλισμό), δεν είναι πιστεύω εντελώς αυθαίρετη. Και ίσως θα μπορούσε να επαναφέρει τη συζήτηση σε κάπως πολιτικότερο πεδίο, διαφορετικό από εκείνο που ορίζει ο αυτοεγκωμιασμός από τη μια («αυτοθυσιαζόμαστε ιδεολογικά λόγω ευθύνης»), ο χλευασμός από την άλλη («επιτέλους, βρήκε χώρο να δράσει ο κυβερνητισμός ως ιδεολογία»). Πέρα από τις φιλοδοξίες προσώπων, η λογική του εισοδισμού σε κυβερνητικά σχήματα ιδεολογικώς απρόσφορα ή και άξενα, με στόχο την «απόκρουση» ορισμένων πολιτικών και τη «βελτίωση» άλλων εδώ και τώρα και όχι σε κάποιο ιδεώδες αύριο που μπορεί και να μην ξημερώσει ποτέ, έχει μακρά προϊστορία στη διεθνή σοσιαλδημοκρατική Αριστερά. Το ΠΑΣΟΚ δεν μοιράζεται την προϊστορία αυτή. Η συμμετοχή του στην τρικυβέρνηση αποφασίστηκε με όρους ωμά πραγματιστικούς, άλλωστε καν λείψανα ιδεολογίας δεν διασώζονται στον κερματισμένο χώρο του. Μακριά από την εξουσία, η αγκίστρωση στην οποία και η απομύζησή της απέβη πολύ σύντομα μοναδικός λόγος ύπαρξης του κόμματος των πρασίνων, θα φθειρόταν ταχύτερα. Και το 6% των μετεκλογικών δημοσκοπήσεων μπορεί να φαινόταν ήδη αστρονομικό.
Αν παραβλέψουμε, πράγμα όχι εύκολο, το τι σήμαινε για το ιδεολογικό πρόσωπο της ΔΗΜΑΡ η ανάληψη μεριδίου κυβερνητικών ευθυνών (αλλ’ όχι, δεν πρόκειται για μερίδιο· την κυβερνητική πολιτική τη χρεώνεται όλη, όπως όλη θέλει να την πιστωθεί), πόσο ανταποκρίνονται άραγε όσα ζούμε στις προσδοκίες που η ίδια καλλιέργησε; Τι σοβαρό «αποκρούστηκε» όντως ή «βελτιώθηκε» χάρη στη συνύπαρξή της σε ένα σχήμα όπου οι δύο άλλοι εταίροι, ξεσκολισμένοι του κυνισμού, του ρουσφετολογιού, του κομματοκρατισμού, την αντιμετωπίζουν, όπως έχει γίνει δημοσίως φανερό, κάπως σαν αγαθό παιδί, δυσπροσάρμοστο στην πραγματικότητα που οι ίδιοι ορίζουν; Από τους τέσσερις υπουργούς ή υφυπουργούς που πρότεινε, άλλοι περιθωριοποιήθηκαν εξαρχής (η κ. Σκοπούλη της Υγείας, μάλιστα, επιτιμήθηκε αυστηρότατα από τον πρωθυπουργό σε ένα από τα σπάνια υπουργικά συμβούλια, επειδή τόλμησε, άσημη υφυπουργός αυτή, να ψελλίσει μισή αλήθεια) και άλλοι βάλλονται έσωθεν επίσης εξαρχής και με μη πολιτικούς όρους, με στόχο την αποδόμησή τους· σαν να αποτελούν αχρείαστες παραδοξότητες ή και γραφικότητες. Ο κ. Ρουπακιώτης λ.χ., που έχει δηλώσει ότι η συναίνεσή του σε διάφορα ζητήματα ήταν εκβιασμένη, έχει ήδη συνειδητοποιήσει ότι νομοθετεί για να μη δει σχεδόν ποτέ τα σχέδιά του να γίνονται νόμοι. Ούτε αυτός ούτε κανείς της ΔΗΜΑΡ ερωτήθηκε αν συμφωνεί με την άρον άρον απόσυρση του σχεδίου νόμου για τον ρατσισμό, με πρόσχημα μια «περαιτέρω διαβούλευση» που μάλλον δεν θα γίνει ποτέ. Αν όντως γινόταν, θα υποχρεωνόταν επιτέλους η Ν.Δ. να πει τη γνώμη της για την Ακροδεξιά. Οι γνώμες αυτές, όμως, κόβουν γέφυρες και προκαλούν τριγμούς στη γαλάζια πολυκατοικία.
Και μόνο το γεγονός ότι η ΔΗΜΑΡ υποχρεώνεται κάθε τόσο, όπως η ίδια ομολογεί, να υπερψηφίζει νομοσχέδια χωρίς να ερωτηθεί κατά τη σύνταξή τους, να υποχωρεί σχεδόν σιωπηρά στην ετσιθελική απόσυρση άλλων, πρωτίστως δε να καταπίνει τη μία επιστράτευση μετά την άλλη, αναιρεί τη διαβεβαίωση ότι «παλεύοντας από τα μέσα», καταφέρνεις κάτι σπουδαιότερο απ’ ό,τι βομβαρδίζοντας εξ αποστάσεως. Αυτό το ποσιμπιλιστικής υφής επιχείρημα θα γινόταν εν μέρει πιστευτό αν η ΔΗΜΑΡ είχε κατορθώσει να δείξει στις ηγεμονικές δυνάμεις της συγκυβέρνησης ότι «δεν της κάνουν τη χάρη» αποδεχόμενες τη σύμπραξή της. Μάλλον αυτή τούς ευεργετεί, δημιουργώντας με τη συμμετοχή της την εντύπωση ενός μετώπου ηπιότερου στη μνημονιακή ορθοδοξία του και λιγότερο αυταρχικού. Προς το παρόν, πρόκειται απλώς για εντύπωση.
Ρεφορμισμός εν ολίγοις. Ή η πολιτική ως τέχνη του εφικτού, του «ό,τι είναι δυνατόν να γίνει», για να κατανοήσουν το θέμα και οι μη εξοικειωμένοι με το λεξιλόγιο της διεθνούς Αριστεράς, όπου οι όροι φορτώνονται συχνά με περιεχόμενο ηθικολογικό παρά πολιτικό, ώστε να εκτοξεύονται δίκην λιθίνων αναθεμάτων. Το φαινομενικό αντίθετό του είναι ένας μηχανικά και στερεοτυπικά πολιτικολογών πλην απολύτως μεταφυσικός χιλιασμός, σύμφωνα με το δόγμα του οποίου τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει, να καλυτερέψει, να ανατραπεί για να κερδηθεί κάποια ανάσα, ώσπου να έρθει η μαγική στιγμή, οπότε σαν από θαύμα η ουτοπία θα γίνει πραγματικότητα και θ’ ανοίξουν μόνες τους οι θύρες των ετοιμοπαράδοτων ανακτόρων, χειμερινών τε και θερινών. Ετσι όμως αυτοεξοριζόμαστε από την ήπειρο της Ιστορίας και, υλιστές υποτίθεται εμείς και επαναστάτες, νομιμοποιούμε το όχι και τόσο επαναστατικό «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα» του Εκκλησιαστή. Το πραγματικό αντίθετο του μεσοβέζικου ποσιμπιλισμού θα ήταν, θα μπορούσε να είναι, ένας επί του παρόντος ανεύρετος ριζοσπαστισμός ικανός να συναιρέσει οράματα και ανάγκες, το τρέχον με το διαρκές. Με την προϋπόθεση ότι η ριζοσπαστικότητά του δεν θα εξαντλούνταν στο πεδίο της ρητορικής και δεν θα παγιωνόταν σε δόγμα αδιάφορο για την κοινωνική ταχύτητα και δυναμική, εν ονόματι αυτοθαυμαζόμενων «πρωτοποριών».
Η υπόθεση πως η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση αποφασίστηκε υπό το πρίσμα ενός διασταλτικά εννοούμενου ποσιμπιλισμού (δηλαδή χωρίς σύνδεση με καμιάς μορφής σοσιαλισμό), δεν είναι πιστεύω εντελώς αυθαίρετη. Και ίσως θα μπορούσε να επαναφέρει τη συζήτηση σε κάπως πολιτικότερο πεδίο, διαφορετικό από εκείνο που ορίζει ο αυτοεγκωμιασμός από τη μια («αυτοθυσιαζόμαστε ιδεολογικά λόγω ευθύνης»), ο χλευασμός από την άλλη («επιτέλους, βρήκε χώρο να δράσει ο κυβερνητισμός ως ιδεολογία»). Πέρα από τις φιλοδοξίες προσώπων, η λογική του εισοδισμού σε κυβερνητικά σχήματα ιδεολογικώς απρόσφορα ή και άξενα, με στόχο την «απόκρουση» ορισμένων πολιτικών και τη «βελτίωση» άλλων εδώ και τώρα και όχι σε κάποιο ιδεώδες αύριο που μπορεί και να μην ξημερώσει ποτέ, έχει μακρά προϊστορία στη διεθνή σοσιαλδημοκρατική Αριστερά. Το ΠΑΣΟΚ δεν μοιράζεται την προϊστορία αυτή. Η συμμετοχή του στην τρικυβέρνηση αποφασίστηκε με όρους ωμά πραγματιστικούς, άλλωστε καν λείψανα ιδεολογίας δεν διασώζονται στον κερματισμένο χώρο του. Μακριά από την εξουσία, η αγκίστρωση στην οποία και η απομύζησή της απέβη πολύ σύντομα μοναδικός λόγος ύπαρξης του κόμματος των πρασίνων, θα φθειρόταν ταχύτερα. Και το 6% των μετεκλογικών δημοσκοπήσεων μπορεί να φαινόταν ήδη αστρονομικό.
Αν παραβλέψουμε, πράγμα όχι εύκολο, το τι σήμαινε για το ιδεολογικό πρόσωπο της ΔΗΜΑΡ η ανάληψη μεριδίου κυβερνητικών ευθυνών (αλλ’ όχι, δεν πρόκειται για μερίδιο· την κυβερνητική πολιτική τη χρεώνεται όλη, όπως όλη θέλει να την πιστωθεί), πόσο ανταποκρίνονται άραγε όσα ζούμε στις προσδοκίες που η ίδια καλλιέργησε; Τι σοβαρό «αποκρούστηκε» όντως ή «βελτιώθηκε» χάρη στη συνύπαρξή της σε ένα σχήμα όπου οι δύο άλλοι εταίροι, ξεσκολισμένοι του κυνισμού, του ρουσφετολογιού, του κομματοκρατισμού, την αντιμετωπίζουν, όπως έχει γίνει δημοσίως φανερό, κάπως σαν αγαθό παιδί, δυσπροσάρμοστο στην πραγματικότητα που οι ίδιοι ορίζουν; Από τους τέσσερις υπουργούς ή υφυπουργούς που πρότεινε, άλλοι περιθωριοποιήθηκαν εξαρχής (η κ. Σκοπούλη της Υγείας, μάλιστα, επιτιμήθηκε αυστηρότατα από τον πρωθυπουργό σε ένα από τα σπάνια υπουργικά συμβούλια, επειδή τόλμησε, άσημη υφυπουργός αυτή, να ψελλίσει μισή αλήθεια) και άλλοι βάλλονται έσωθεν επίσης εξαρχής και με μη πολιτικούς όρους, με στόχο την αποδόμησή τους· σαν να αποτελούν αχρείαστες παραδοξότητες ή και γραφικότητες. Ο κ. Ρουπακιώτης λ.χ., που έχει δηλώσει ότι η συναίνεσή του σε διάφορα ζητήματα ήταν εκβιασμένη, έχει ήδη συνειδητοποιήσει ότι νομοθετεί για να μη δει σχεδόν ποτέ τα σχέδιά του να γίνονται νόμοι. Ούτε αυτός ούτε κανείς της ΔΗΜΑΡ ερωτήθηκε αν συμφωνεί με την άρον άρον απόσυρση του σχεδίου νόμου για τον ρατσισμό, με πρόσχημα μια «περαιτέρω διαβούλευση» που μάλλον δεν θα γίνει ποτέ. Αν όντως γινόταν, θα υποχρεωνόταν επιτέλους η Ν.Δ. να πει τη γνώμη της για την Ακροδεξιά. Οι γνώμες αυτές, όμως, κόβουν γέφυρες και προκαλούν τριγμούς στη γαλάζια πολυκατοικία.
Και μόνο το γεγονός ότι η ΔΗΜΑΡ υποχρεώνεται κάθε τόσο, όπως η ίδια ομολογεί, να υπερψηφίζει νομοσχέδια χωρίς να ερωτηθεί κατά τη σύνταξή τους, να υποχωρεί σχεδόν σιωπηρά στην ετσιθελική απόσυρση άλλων, πρωτίστως δε να καταπίνει τη μία επιστράτευση μετά την άλλη, αναιρεί τη διαβεβαίωση ότι «παλεύοντας από τα μέσα», καταφέρνεις κάτι σπουδαιότερο απ’ ό,τι βομβαρδίζοντας εξ αποστάσεως. Αυτό το ποσιμπιλιστικής υφής επιχείρημα θα γινόταν εν μέρει πιστευτό αν η ΔΗΜΑΡ είχε κατορθώσει να δείξει στις ηγεμονικές δυνάμεις της συγκυβέρνησης ότι «δεν της κάνουν τη χάρη» αποδεχόμενες τη σύμπραξή της. Μάλλον αυτή τούς ευεργετεί, δημιουργώντας με τη συμμετοχή της την εντύπωση ενός μετώπου ηπιότερου στη μνημονιακή ορθοδοξία του και λιγότερο αυταρχικού. Προς το παρόν, πρόκειται απλώς για εντύπωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου