Η επίθεση της κυβέρνησης στην εκπαίδευση δεν έχει περιορισμένους στόχους. Αν αυτή επιβληθεί, ουσιαστικά το δημόσιο σχολείο θα μετατραπεί σύντομα σε πάρκινγκ για τα παιδιά των εργαζομένων και ως πραγματικά σχολεία θα συνεχίσουν να λειτουργούν μόνον τα ιδιωτικά. Πρόκειται για μια αθέατη –αλλά πολύ βαθειά–διαδικασία ιδιωτικοποίησης. Με την έννοια αυτή, οι εκπαιδευτικοί, η Αριστερά και η κοινωνία έχουν μπροστά τους έναν παρατεταμένο πόλεμο για την ανατροπή της πολιτικής της τρικομματικής και της τρόικας. rproject....
Σε αυτόν τον πόλεμο, η πρώτη μάχη, η ακυρωμένη απεργία της ΟΛΜΕ ήταν σημαντική. Η κυβέρνηση επιδίωξε αυτήν την πρώτη ήττα των συνδικαλισμένων εκπαιδευτικών, φέρνοντας την πρώτη δόση των μέτρων της πάνω στις πανελλαδικές εξετάσεις, προϋπολογίζοντας εμφανώς στην πίεση του «κοινωνικού αυτοματισμού», ώστε η συνδικαλιστική αντίσταση να οδηγηθεί σε αδιέξοδο.
Ισχυριζόμαστε ότι αυτή η πρώτη ήττα δεν ήταν αντικειμενικά προδιαγεγραμμένη.
Κατ’ αρχήν, ο χώρος της εκπαίδευσης ανέδειξε ένα σπουδαίο δυναμικό αντίστασης. Η μαζικότητα των συνελεύσεων των ΕΛΜΕ και η αποφασιστικότητα των καθηγητών να στηρίξουν τα συνδικάτα τους είναι «μηνύματα» που κανείς δεν δικαιούται να υποτιμήσει. Όμως οι ΕΛΜΕ και η ΟΛΜΕ δεν μπορούσαν μόνοι τους να νικήσουν, με δεδομένο ότι η κυβέρνηση θα προχωρούσε στην επιστράτευση.
Οι συνδικαλιστές στην εκπαίδευση ενημέρωσαν εγκαίρως την πολιτική Αριστερά, αλλά και την κοινωνία, σχετικά με τη σημασία της μάχης όπως και για την πρόθεσή τους να αντισταθούν. Και στο σημείο αυτό εκδηλώθηκαν δύο μεγάλα «κενά» που ήταν –κατά τη γνώμη μας–καθοριστικά για τη συνέχεια. Τα ελλείμματα αυτά οφείλουμε να συζητήσουμε, για να βγάλουμε συμπεράσματα για τις μάχες που θα ακολουθήσουν.
Το πρώτο μεγάλο έλλειμμα, είναι η περιορισμένη συνδικαλιστική αλληλεγγύη. Φάνηκε νωρίτερα, στη Χαλυβουργία, στο μετρό, στους ναυτεργάτες. Με τη γενίκευση της τακτικής της επιστράτευσης από τη μεριά της κυβέρνησης, η συγκεκριμένη εκδήλωση της συνδικαλιστικής αλληλεγγύης από τη μεριά των Συνομοσπονδιών και των μεγάλων Ομοσπονδιών, γίνεται κρίσιμος παράγοντας. Στην περίπτωση της ΟΛΜΕ –παρά τη γενικευμένη συμπάθεια της κοινωνικής πλειοψηφίας, που υποχρέωσε ακόμα και τα ΜΜΕ να τροποποιήσουν την επιθετική γραμμή στους απέναντι στην απεργία– η στάση των μεγάλων συνδικάτων υπήρξε από αδιάφορη ως απεργοσπαστική.
Αυτό, όμως, είναι πλέον ένα από τα «δεδομένα» της εποχής, που όλοι οφείλουμε να γνωρίζουμε από πριν. Με αυτήν την έννοια, αποδείχθηκε πιο κρίσιμο το έλλειμμα στη στάση της πολιτικής Αριστεράς.
Το ΚΚΕ αποφάσισε –δια του ΠΑΜΕ– να υποχωρήσει ατάκτως στη συστημική πίεση και στον «κοινωνικό αυτοματισμό», να βγει από το κάδρο των δυνάμεων που έψαχναν τους τρόπους της αντίστασης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, καταρχήν, είχε ενεργή εμπλοκή στο να πυροδοτηθεί η δυναμική της απεργιακής αντίστασης στην εκπαίδευση. Όχι τυχαία συγκέντρωσε τα κύρια πυρά των κυβερνητικών και των παπαγάλων των ΜΜΕ. Αυτό οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στη στάση των δυνάμεών του στην εκπαίδευση, στις τοπικές οργανώσεις του και στη νεολαία.
Όμως ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, κεντρικά, πίστεψε στις δυνατότητες νίκης. Υποτίμησε τη δυναμική των εκπαιδευτικών. Υπερτίμησε την πίεση των «νοικοκυραίων» για τις εξετάσεις, που αποτελούσε το βασικό όπλο του Σαμαρά.
Από τις παραμονές του Πάσχα μέχρι σήμερα, δεν έκανε τίποτα συγκεκριμένο, με στόχο να οργανωθεί ένα πλατύ εργατικό– λαϊκό ρεύμα συμπαράστασης στους εκπαιδευτικούς με στόχο να συγκεντρωθούν δυνάμεις πάνω στο αίτημα σωτηρίας του δημόσιου σχολείου. Αντίθετα, έστελνε αδιόρατα αλλά αισθητά, το σήμα ότι στην κρίσιμη στιγμή, πάνω στην ώρα της απεργίας που υποχρεωτικά ταυτιζόταν με τις εξετάσεις, οι συνδικαλιστικές δυνάμεις αντίστασης θα όφειλαν να αποφύγουν τις «περιπέτειες».
Εδώ η υπόθεση της απεργίας στην εκπαίδευση ενεπλάκη στις γενικότερες εκτιμήσεις, στα «σχέδια» για το πώς θα φτάσουμε σε ανατροπή του Σαμαρά και σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Η γνώμη μας είναι ότι η έμφαση στον κοινοβουλευτικό δρόμο και –κατά συνέπεια– οι φόβοι για απώλειες ψήφων μέσα από μια «αναταραχή» στις εξετάσεις, για άλλη μια φορά αποδείχθηκε λανθασμένη τακτική. Η τρικομματική θα πέσει μόνον αν τη ρίξουμε. Και αυτό προϋποθέτει κάποιες μεγάλες μάχες, με στόχο μεγάλες νίκες των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων σε χώρους όπως η εκπαίδευση, η υγεία, οι ιδιωτικοποιούμενες επιχειρήσεις κ.ο.κ.
Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των εκλογολόγων, αυτός είναι ο ασφαλέστερος –και ίσως ο μοναδικός– δρόμος για μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε να σηκώσει ένα μεγάλο πολιτικό ρεύμα υποστήριξης των εκπαιδευτικών (πάνω στα αιτήματα αλλά και στις μορφές πάλης που υποχρεωτικά αυτοί επέλεγαν), με στόχο μια πρώτη μεγάλη ήττα της κυβέρνησης Σαμαρά. Το απέφυγε και περιορίστηκε σε μια παθητική –και αντιφατική! – «συμπαράσταση».
Αυτή η στάση των συνδικάτων και των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς, άφησε την ΟΛΜΕ σχετικά απομονωμένη μπροστά σε μια μάχη εξαιρετικά δύσκολη. Είναι άδικο και υποκριτικό να ζητάμε σήμερα «λογαριασμό» από τους συνδικαλιστές της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην ΟΛΜΕ, θέτοντάς τους το ερώτημα γιατί δεν κατόρθωσαν –μόνοι τους!! – να σπάσουν την επιστράτευση.
Είναι επίσης λάθος ένα κλίμα «κανιβαλισμού» που πάει να αναπτυχθεί στο εσωτερικό της συνδικαλιστικής Αριστεράς. Οι δυνάμεις των Συσπειρώσεων οφείλουν μια πιο υπεύθυνη στάση. Ενώ ούτε οι ίδιοι δεν πρότειναν την πραγματοποίηση της απεργίας (η πρόταση για «άρνηση» παραλαβής του χαρτιού επιστράτευσης από 400-500 συνδικαλιστές, ενώ οι δεκάδες χιλιάδες συνάδελφοί τους θα δούλευαν, δεν συνιστά μορφή απεργίας…) ανεβαίνουν σήμερα στα κεραμίδια κατηγορώντας (κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ) για απεργοσπασία! Πρόκειται εμφανώς για παιχνίδι εντυπώσεων με το μάτι στην κάλπη των ΕΛΜΕ μπροστά στο επερχόμενο συνέδριο της Ομοσπονδίας.
Στην εκπαίδευση χρειάζεται επειγόντως τακτική ανασύνταξης δυνάμεων μετά από την αναδίπλωση της απεργίας. Γιατί η επόμενη μάχη στα σχολεία δεν είναι μακριά. Το ίδιο ισχύει και στα νοσοκομεία. Όμως μπροστά σε αυτές τις μάχες η συνδικαλιστική και κυρίως η πολιτική Αριστερά οφείλει να κρατήσει ένα συμπέρασμα: ο δρόμος για τις νίκες του κόσμου μας περνάει μέσα από την αλληλεγγύη, μέσα από την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τους απέναντι, μέσα από την ανατρεπτική-συγκρουσιακή πολιτική και τακτική.
Σε αυτόν τον πόλεμο, η πρώτη μάχη, η ακυρωμένη απεργία της ΟΛΜΕ ήταν σημαντική. Η κυβέρνηση επιδίωξε αυτήν την πρώτη ήττα των συνδικαλισμένων εκπαιδευτικών, φέρνοντας την πρώτη δόση των μέτρων της πάνω στις πανελλαδικές εξετάσεις, προϋπολογίζοντας εμφανώς στην πίεση του «κοινωνικού αυτοματισμού», ώστε η συνδικαλιστική αντίσταση να οδηγηθεί σε αδιέξοδο.
Ισχυριζόμαστε ότι αυτή η πρώτη ήττα δεν ήταν αντικειμενικά προδιαγεγραμμένη.
Κατ’ αρχήν, ο χώρος της εκπαίδευσης ανέδειξε ένα σπουδαίο δυναμικό αντίστασης. Η μαζικότητα των συνελεύσεων των ΕΛΜΕ και η αποφασιστικότητα των καθηγητών να στηρίξουν τα συνδικάτα τους είναι «μηνύματα» που κανείς δεν δικαιούται να υποτιμήσει. Όμως οι ΕΛΜΕ και η ΟΛΜΕ δεν μπορούσαν μόνοι τους να νικήσουν, με δεδομένο ότι η κυβέρνηση θα προχωρούσε στην επιστράτευση.
Οι συνδικαλιστές στην εκπαίδευση ενημέρωσαν εγκαίρως την πολιτική Αριστερά, αλλά και την κοινωνία, σχετικά με τη σημασία της μάχης όπως και για την πρόθεσή τους να αντισταθούν. Και στο σημείο αυτό εκδηλώθηκαν δύο μεγάλα «κενά» που ήταν –κατά τη γνώμη μας–καθοριστικά για τη συνέχεια. Τα ελλείμματα αυτά οφείλουμε να συζητήσουμε, για να βγάλουμε συμπεράσματα για τις μάχες που θα ακολουθήσουν.
Το πρώτο μεγάλο έλλειμμα, είναι η περιορισμένη συνδικαλιστική αλληλεγγύη. Φάνηκε νωρίτερα, στη Χαλυβουργία, στο μετρό, στους ναυτεργάτες. Με τη γενίκευση της τακτικής της επιστράτευσης από τη μεριά της κυβέρνησης, η συγκεκριμένη εκδήλωση της συνδικαλιστικής αλληλεγγύης από τη μεριά των Συνομοσπονδιών και των μεγάλων Ομοσπονδιών, γίνεται κρίσιμος παράγοντας. Στην περίπτωση της ΟΛΜΕ –παρά τη γενικευμένη συμπάθεια της κοινωνικής πλειοψηφίας, που υποχρέωσε ακόμα και τα ΜΜΕ να τροποποιήσουν την επιθετική γραμμή στους απέναντι στην απεργία– η στάση των μεγάλων συνδικάτων υπήρξε από αδιάφορη ως απεργοσπαστική.
Αυτό, όμως, είναι πλέον ένα από τα «δεδομένα» της εποχής, που όλοι οφείλουμε να γνωρίζουμε από πριν. Με αυτήν την έννοια, αποδείχθηκε πιο κρίσιμο το έλλειμμα στη στάση της πολιτικής Αριστεράς.
Το ΚΚΕ αποφάσισε –δια του ΠΑΜΕ– να υποχωρήσει ατάκτως στη συστημική πίεση και στον «κοινωνικό αυτοματισμό», να βγει από το κάδρο των δυνάμεων που έψαχναν τους τρόπους της αντίστασης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, καταρχήν, είχε ενεργή εμπλοκή στο να πυροδοτηθεί η δυναμική της απεργιακής αντίστασης στην εκπαίδευση. Όχι τυχαία συγκέντρωσε τα κύρια πυρά των κυβερνητικών και των παπαγάλων των ΜΜΕ. Αυτό οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στη στάση των δυνάμεών του στην εκπαίδευση, στις τοπικές οργανώσεις του και στη νεολαία.
Όμως ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, κεντρικά, πίστεψε στις δυνατότητες νίκης. Υποτίμησε τη δυναμική των εκπαιδευτικών. Υπερτίμησε την πίεση των «νοικοκυραίων» για τις εξετάσεις, που αποτελούσε το βασικό όπλο του Σαμαρά.
Από τις παραμονές του Πάσχα μέχρι σήμερα, δεν έκανε τίποτα συγκεκριμένο, με στόχο να οργανωθεί ένα πλατύ εργατικό– λαϊκό ρεύμα συμπαράστασης στους εκπαιδευτικούς με στόχο να συγκεντρωθούν δυνάμεις πάνω στο αίτημα σωτηρίας του δημόσιου σχολείου. Αντίθετα, έστελνε αδιόρατα αλλά αισθητά, το σήμα ότι στην κρίσιμη στιγμή, πάνω στην ώρα της απεργίας που υποχρεωτικά ταυτιζόταν με τις εξετάσεις, οι συνδικαλιστικές δυνάμεις αντίστασης θα όφειλαν να αποφύγουν τις «περιπέτειες».
Εδώ η υπόθεση της απεργίας στην εκπαίδευση ενεπλάκη στις γενικότερες εκτιμήσεις, στα «σχέδια» για το πώς θα φτάσουμε σε ανατροπή του Σαμαρά και σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Η γνώμη μας είναι ότι η έμφαση στον κοινοβουλευτικό δρόμο και –κατά συνέπεια– οι φόβοι για απώλειες ψήφων μέσα από μια «αναταραχή» στις εξετάσεις, για άλλη μια φορά αποδείχθηκε λανθασμένη τακτική. Η τρικομματική θα πέσει μόνον αν τη ρίξουμε. Και αυτό προϋποθέτει κάποιες μεγάλες μάχες, με στόχο μεγάλες νίκες των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων σε χώρους όπως η εκπαίδευση, η υγεία, οι ιδιωτικοποιούμενες επιχειρήσεις κ.ο.κ.
Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των εκλογολόγων, αυτός είναι ο ασφαλέστερος –και ίσως ο μοναδικός– δρόμος για μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε να σηκώσει ένα μεγάλο πολιτικό ρεύμα υποστήριξης των εκπαιδευτικών (πάνω στα αιτήματα αλλά και στις μορφές πάλης που υποχρεωτικά αυτοί επέλεγαν), με στόχο μια πρώτη μεγάλη ήττα της κυβέρνησης Σαμαρά. Το απέφυγε και περιορίστηκε σε μια παθητική –και αντιφατική! – «συμπαράσταση».
Αυτή η στάση των συνδικάτων και των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς, άφησε την ΟΛΜΕ σχετικά απομονωμένη μπροστά σε μια μάχη εξαιρετικά δύσκολη. Είναι άδικο και υποκριτικό να ζητάμε σήμερα «λογαριασμό» από τους συνδικαλιστές της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην ΟΛΜΕ, θέτοντάς τους το ερώτημα γιατί δεν κατόρθωσαν –μόνοι τους!! – να σπάσουν την επιστράτευση.
Είναι επίσης λάθος ένα κλίμα «κανιβαλισμού» που πάει να αναπτυχθεί στο εσωτερικό της συνδικαλιστικής Αριστεράς. Οι δυνάμεις των Συσπειρώσεων οφείλουν μια πιο υπεύθυνη στάση. Ενώ ούτε οι ίδιοι δεν πρότειναν την πραγματοποίηση της απεργίας (η πρόταση για «άρνηση» παραλαβής του χαρτιού επιστράτευσης από 400-500 συνδικαλιστές, ενώ οι δεκάδες χιλιάδες συνάδελφοί τους θα δούλευαν, δεν συνιστά μορφή απεργίας…) ανεβαίνουν σήμερα στα κεραμίδια κατηγορώντας (κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ) για απεργοσπασία! Πρόκειται εμφανώς για παιχνίδι εντυπώσεων με το μάτι στην κάλπη των ΕΛΜΕ μπροστά στο επερχόμενο συνέδριο της Ομοσπονδίας.
Στην εκπαίδευση χρειάζεται επειγόντως τακτική ανασύνταξης δυνάμεων μετά από την αναδίπλωση της απεργίας. Γιατί η επόμενη μάχη στα σχολεία δεν είναι μακριά. Το ίδιο ισχύει και στα νοσοκομεία. Όμως μπροστά σε αυτές τις μάχες η συνδικαλιστική και κυρίως η πολιτική Αριστερά οφείλει να κρατήσει ένα συμπέρασμα: ο δρόμος για τις νίκες του κόσμου μας περνάει μέσα από την αλληλεγγύη, μέσα από την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τους απέναντι, μέσα από την ανατρεπτική-συγκρουσιακή πολιτική και τακτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου