Γελωτοποιος...
Όσα θα διαβάσετε σε αυτό το κείμενο δεν είναι, δυστυχώς, προϊόν μυθοπλασίας και συμβαίνουν, δις δυστυχώς, όχι σε κάποια μακρινή χώρα της μαύρης ηπείρου, αλλά στη δική μας, κοντινή Ουγκάντα.
Το μεσημέρι της Κυριακής η Ν πήγε σε ένα παιδικό πάρτι, το οποίο γινόταν -όπως συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια- σε παιδότοπο. Όσοι έχετε παιδιά θα γνωρίζετε την απαξίωση της παιδικότητας που χαρακτηρίζει τους παιδότοπους. Δε θα επεκταθώ στο θέμα του πόσο καλύτερα είναι τα «σπιτικά παιδικά γενέθλια», γιατί άλλη είναι η πρόθεση αυτού του κειμένου.
Η Ν άφησε ανήσυχη το παιδί της στην πλαστική κατασκευή. Απέφευγε να το πηγαίνει πριν εκείνο βρεθεί στο σχολείο. Μετά τα πράγματα δυσκολεύουν, καθώς κανένα παιδί δεν θέλει να είναι ο γερο-παράξενος της τάξης που δεν πηγαίνει στα πάρτι των συμμαθητών του.
Έκατσε σε ένα τραπεζάκι με δύο μητέρες συμμαθητών που γνώριζε ελάχιστα. Η πρώτη, ας τη λέμε Α, είναι δασκάλα σε κάποιο δημοτικό της Αλεξάνδρειας (Ημαθίας). Η δεύτερη, η Β, είναι ειδικευόμενη γιατρός και η ειδίκευση της έχει να κάνει με τις μεταμοσχεύσεις.
Στο διπλανό τραπέζι τέσσερις μητέρες μιλούσαν για τα εξοχικά τους στη Χαλκιδική και για το πόσο καιρό θα κάνουν διακοπές και «τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου σήμερα». Στο παραδίπλα δυο πατεράδες είχαν συζήτηση για το ποδόσφαιρο.
Η Ν με την Α και την Β ξεκίνησαν να μιλάνε για την κατάσταση της χώρας μας (ναι, αγαπητέ μου φαλλοκράτη, δεν ασχολούνται όλες οι γυναίκες με τα μαλλιά τους, όχι –τουλάχιστον- όλη την ώρα, και σίγουρα λιγότερη ώρα απ’ όσο οι άντρες ασχολούνται με το αυτοκίνητο τους).
Η Α, η δασκάλα, ξεκίνησε να τους λέει τις εμπειρίες της από το σχολείο. Πως πολλά παιδιά παραδέχονταν ότι στα σπίτια τους δεν είχαν θέρμανση αυτόν τον χειμώνα και πως ο πατέρας δεν είναι καλά, δε μιλάει πολύ ούτε παίζει μαζί τους από τότε που σταμάτησε να πηγαίνει στη δουλειά, πως οι γονείς τσακώνονται για τους λεφτά, πως δεν έχουν τόσα όσα είχαν πριν (αλλά δεν γνωρίζουν να πουν πριν από τι).
Η Α συνήθιζε όλη τη χρονιά να φτιάχνει στο σπίτι της κέικ και να τα πηγαίνει στο σχολείο για να κεράσει τα παιδάκια. Δεν προλάβαινε να ανοίξει το τάπερ και το κέικ εξαφανιζόταν –και αυτό δεν είχε να κάνει με τις ζαχαροπλαστικές ικανότητες της Α.
Στο τέλος της χρονιάς τα έβαλε να γράψουν για τις εντυπώσεις τους από το σχολείο, για τη χρονιά που πέρασε. Πολλά παιδιά θυμόντουσαν πάνω απ’ όλα τα «κέικ της κυρίας».
Μετά ήταν η σειρά της Β, της γιατρού, να μιλήσει -και εκεί τα πράγματα έγιναν πιο σοβαρά.
Σε ένα σχόλιο της Ν -ότι θα μας καταντήσουνε Ουγκάντα- η Β απάντησε ότι στα νοσοκομεία είναι ήδη Ουγκάντα, ίσως και χειρότερα -αν και ποτέ δεν έχει βρεθεί εκεί για να κρίνει.
Στα νοσοκομεία υπάρχουν βασικές ελλείψεις σε απαραίτητο ιατρικό εξοπλισμό και σε φάρμακα. Όσοι έχουν κάνει μεταμόσχευση δυσκολεύονται να βρουν τα φάρμακα που θα βοηθήσει το σώμα τους να μην απορρίψει το μόσχευμα. Όσοι χρειάζονται εγχείρηση επαφίενται στη θέληση του καλού Κυρίου, για να επιβιώσουν.
«Όταν μας στέλνουν υλικά», έλεγε η Β, «όταν, είναι της χείριστης ποιότητας. Καθετήρες που χρησιμοποιούμε στις εγχειρήσεις, κλεισμένοι σε ευτελή πλαστικά σακουλάκια, χωρίς καμία ένδειξη προέλευσης επάνω, λες και είναι ανταλλακτικά για ποδήλατα. Όχι σε αεροστεγή συσκευασία και αποστειρωμένοι, όπως είναι απαραίτητο, αλλά λες και τα έχει κλείσει κάποιος Κινέζος με το σάλιο του, σαν ταχυδρομικό φάκελο… Αλλά είναι τυχεροί οι ασθενείς όταν υπάρχουν κι αυτά.»
Οι γιατροί και οι νοσηλευτές πληρώνονται όταν υπάρχουν λεφτά και είναι πολύ λιγότεροι απ’ όσους θα έπρεπε να είναι για να ανταπεξέλθουν στο φόρτο εργασίας.
Τα μηχανήματα, όπως αυτό της αιμοκάθαρσης, έχουν σταματήσει να συντηρούνται και δεν είναι μακριά η στιγμή που οι νεφροπαθείς θα βρεθούν μπροστά σε ένα «δεν λειτουργεί, πηγαίνετε απ’ τις σκάλες» -για να βουτήξετε στο κενό.
Οι άνεργοι πρώην ελεύθεροι επαγγελματίες που δεν μπορούν να πληρώσουν τις οφειλές τους στο ΤΕΒΕ δεν δικαιούνται δωρεάν ιατρική περίθαλψη. Έτσι πολλοί μεσήλικες καρκινοπαθείς, που τόσα χρόνια πλήρωναν το κράτος, αλλά δεν πρόλαβαν να βγουν στη σύνταξη, όταν μαθαίνουν το κόστος της θεραπείας, αποδέχονται απλά ότι θα πεθάνουν και φεύγουν.
«Το μόνο που πρέπει να εύχεσαι τώρα», είπε η Β, «είναι να μη χρειαστεί να μπεις σε νοσοκομείο.»
«Και γιατί», τη ρώτησε η Ν, «δε βγαίνετε να πείτε τι συμβαίνει;»
«Σε ποιον να τα πούμε;» απάντησε η Β, σε θέση άμυνας.
«Στα κανάλια, στις εφημερίδες, στο ίντερνετ, στον κόσμο…»
«Ο ένας γιατρός το ρίχνει στον άλλο, αφήνει τον άλλον να το πει», είπε η Β. «Και μην νομίζεις ότι τα κανάλια και οι εφημερίδες ενδιαφέρονται για αυτά τα θέματα. Έχουν άλλα σπουδαιότερα.»
Εκείνη την ώρα (αυτό δεν έγινε, αλλά μπορώ να το φανταστώ) στο διπλανό τραπέζι θα μιλούσαν για τη Γιουροβίζιον.
Είπαν και άλλα πολλά για αυτή την ευρωπαϊκή χώρα που από τη στιγμή που έπεσε στα νύχια του ΔΝΤ έγινε τριτοκοσμική (όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες που έχουν την ίδια τύχη).
Όταν η Ν γύρισε σπίτι (γιατί τυγχάνει να είναι το έτερον ήμισυ του υποφαινόμενου) και μου διηγήθηκε όσα είχε ακούσει εξοργίστηκα –για άλλη μια φορά.
«Θα τα γράψω εγώ», είπα, έτοιμος για το Πούλιτζερ.
Μετά ξεφούσκωσα.
Δεν είμαι ο Νόαμ Τσόμσκι ούτε ο Βαξεβάνης ούτε καν ο Πιτσιρίκος. Διαβάζουν τις ονειροφαντασίες μου και τις «επιφοιτήσεις» μου εκατό, χίλιοι, άντε δέκα χιλιάδες άνθρωποι (όταν τυχαίνει μια παρεξήγηση όπως με τη «συνέντευξη του Μπαμπινιώτη»).
Αυτή είναι η «επιρροή» μου: Εκατό άνθρωποι.
Και το χειρότερο απ’ όλα, το μεγαλύτερο μειονέκτημα αυτής της επιρροής, είναι ότι όσοι διαβάζουν κείμενα σαν τα δικά μου, καθώς και όσοι διαβάζουν μπλοκ παραπλήσια, τα γνωρίζουν ήδη αυτά.
Είναι ένας πυρήνας «μυημένων» -ή μάλλον ανθρώπων που έχουν παρόμοιες ανησυχίες… Πόσων να πω; Εκατό χιλιάδων ανθρώπων; Ενός εκατομμυρίου (στην καλύτερη περίπτωση);
Η πλειονότητα των Ελλήνων συνεχίζει να ζει στην “think positive” κατάσταση και αυτή η θετική σκέψη έχει να κάνει μοναχά με τη προσωπική τους βόλεψη: «Εγώ είμαι νέος, δεν πρόκειται να πάθω καρκίνο, χτύπα ξύλο, πάμε να πιούμε έναν καφέ».
Και για αυτούς τους think-positive ανθρώπους οι καρκινοπαθείς συμπολίτες τους που αναγκάζονται σε ένα πρόωρο θάνατο λόγω ανεργίας έχουν πολύ μικρότερη σημασία από την Τζολί που επιλέγει μια πρόωρη μαστεκτομή.
Αυτή είναι η μια πλευρά του νομίσματος της αβελτηρίας, το «always look at the bright side of life».
Η άλλη είναι χειρότερη:
Είναι αυτοί οι άνθρωποι που μόλις ακούν για την εξαθλίωση της παιδείας ξεκινούν να κατηγορούν τους εκπαιδευτικούς που «κάθονται πέντε μήνες και μιλάνε από πάνω».
Που μόλις ακούν για την αποδόμηση της Υγείας ξεκινούν να κατηγορούν τους γιατρούς που «βολευτήκανε τόσα χρόνια με τα φακελάκια τους και τώρα τους κακοφαίνεται».
Που μόλις ακούνε για ναζισμό λένε «δεν είμαι Χρυσαυγίτης, αλλά…»
Με συγχωρείτε που θα γίνω επικριτικός (δεν το συνηθίζω γιατί δεν γνωρίζω πολλά), αλλά νομίζω ότι η Ελλάδα απαρτίζεται από αμαθείς, ημιμαθείς και παντογνώστες.
(Μην αρχίσετε, παρακαλώ, τα περί γενικεύσεων και πόσο άσχημο είναι να κάνεις γενικεύσεις.
Η γενίκευση είναι ουσιαστικά η υποθετικο-παραγωγική μέθοδος. Κάνεις μια υπόθεση, φαντάζεσαι, διαισθάνεσαι έναν γενικό κανόνα και μετά προχωρείς προς το ειδικό, για να δεις αν ισχύει η υπόθεση σου. Έτσι λειτουργεί η σκέψη -και οι σημαντικότερες ανακαλύψεις του ανθρώπινου πνεύματος ξεκίνησαν με μια γενίκευση.)
Συνεχίζω τη γενίκευση μου χωρίς να προσβλέπω σε κάποια σημαντική ανακάλυψη…
Οι αμαθείς είναι οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν στη χώρα τους και στον κόσμο. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή δεν μπορούν, αλλά επειδή δεν θέλουν να ξέρουν. Είναι πολύ απασχολημένοι μέσα στο αυγό τους, με τον υπέροχο εαυτό τους, και νομίζουν όλα θα πάνε καλά ως δια μαγείας.
Οι παντογνώστες είναι εκείνοι που γνωρίζουν τα πάντα πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Θα τους βρείτε στα σχόλια κάθε διαδικτυακής εφημερίδας και μπλοκ, να χλευάζουν τις θέσεις και τις αντιθέσεις όλων των άλλων –και του αρθογράφου φυσικά.
Οι ημιμαθείς… Αυτοί, τυπικά, δεν υπάρχουν, γιατί κανείς δε θέλει να παραδεχτεί ότι είναι ημιμαθής, αφού έχει επικρατήσει η άποψη ότι η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την αμάθεια.
Αυτή τη φράση θα την ακούσετε πολύ συχνά από το στόμα των παντογνωστών, γιατί εκείνοι είναι πολύ ανώτεροι και από τους ημιμαθείς και από τους αμαθείς.
Όμως (και αυτή είναι απλώς η φτωχή μου άποψη) δεν υπάρχει τίποτα άλλο από ημιμάθεια. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τα πάντα (ή έστω κάτι) με απόλυτη βεβαιότητα και κανείς δεν μπορεί να μην γνωρίζει τίποτα.
«Το χαρακτηριστικό κάθε δογματισμού είναι η απόλυτη βεβαιότητα –η βεβαιότητα για την πάλη των τάξεων, για την επιστημοσύνη ή για την κυριολεκτική ερμηνεία της Βίβλου. Η βεβαιότητα του ατόμου που βρήκε έναν στέρεο βράχο για να σταθεί πάνω του και που, αντίθετα με τους άλλους βράχους, είναι στέρεος από κάθε άποψη.
Ο δογματισμός όμως είναι μοιραίος για την ανθρώπινη συνείδηση, που με αυτόν παύει να αναπτύσσεται, αφού εξαλείφει την αμφιβολία και την αβεβαιότητα την οποία συνεπάγεται κάθε πραγματική ανάπτυξη», λέει ο Heinz Pagels στο βιβλίο του, «Τα όνειρα του λόγου» (στα ελληνικά από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, απόδοση Κώστας Χατζηκυριάκος).
Το πόσα μαθαίνουμε είναι μοναχά θέμα βούλησης (στην εποχή του διαδικτύου).
Το πόσα νομίζουμε ότι γνωρίζουμε είναι θέμα αυτογνωσίας.
Το πόσα κάνουμε είναι θέμα…
Αυτό δεν το γνωρίζω.
Ρωτήστε τον εαυτό σας: «Γιατί δεν κάνω κάτι;»
(Και μη ρωτήσετε εμένα: «Τι;»)
Το μεσημέρι της Κυριακής η Ν πήγε σε ένα παιδικό πάρτι, το οποίο γινόταν -όπως συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια- σε παιδότοπο. Όσοι έχετε παιδιά θα γνωρίζετε την απαξίωση της παιδικότητας που χαρακτηρίζει τους παιδότοπους. Δε θα επεκταθώ στο θέμα του πόσο καλύτερα είναι τα «σπιτικά παιδικά γενέθλια», γιατί άλλη είναι η πρόθεση αυτού του κειμένου.
Η Ν άφησε ανήσυχη το παιδί της στην πλαστική κατασκευή. Απέφευγε να το πηγαίνει πριν εκείνο βρεθεί στο σχολείο. Μετά τα πράγματα δυσκολεύουν, καθώς κανένα παιδί δεν θέλει να είναι ο γερο-παράξενος της τάξης που δεν πηγαίνει στα πάρτι των συμμαθητών του.
Έκατσε σε ένα τραπεζάκι με δύο μητέρες συμμαθητών που γνώριζε ελάχιστα. Η πρώτη, ας τη λέμε Α, είναι δασκάλα σε κάποιο δημοτικό της Αλεξάνδρειας (Ημαθίας). Η δεύτερη, η Β, είναι ειδικευόμενη γιατρός και η ειδίκευση της έχει να κάνει με τις μεταμοσχεύσεις.
Στο διπλανό τραπέζι τέσσερις μητέρες μιλούσαν για τα εξοχικά τους στη Χαλκιδική και για το πόσο καιρό θα κάνουν διακοπές και «τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου σήμερα». Στο παραδίπλα δυο πατεράδες είχαν συζήτηση για το ποδόσφαιρο.
Η Ν με την Α και την Β ξεκίνησαν να μιλάνε για την κατάσταση της χώρας μας (ναι, αγαπητέ μου φαλλοκράτη, δεν ασχολούνται όλες οι γυναίκες με τα μαλλιά τους, όχι –τουλάχιστον- όλη την ώρα, και σίγουρα λιγότερη ώρα απ’ όσο οι άντρες ασχολούνται με το αυτοκίνητο τους).
Η Α, η δασκάλα, ξεκίνησε να τους λέει τις εμπειρίες της από το σχολείο. Πως πολλά παιδιά παραδέχονταν ότι στα σπίτια τους δεν είχαν θέρμανση αυτόν τον χειμώνα και πως ο πατέρας δεν είναι καλά, δε μιλάει πολύ ούτε παίζει μαζί τους από τότε που σταμάτησε να πηγαίνει στη δουλειά, πως οι γονείς τσακώνονται για τους λεφτά, πως δεν έχουν τόσα όσα είχαν πριν (αλλά δεν γνωρίζουν να πουν πριν από τι).
Η Α συνήθιζε όλη τη χρονιά να φτιάχνει στο σπίτι της κέικ και να τα πηγαίνει στο σχολείο για να κεράσει τα παιδάκια. Δεν προλάβαινε να ανοίξει το τάπερ και το κέικ εξαφανιζόταν –και αυτό δεν είχε να κάνει με τις ζαχαροπλαστικές ικανότητες της Α.
Στο τέλος της χρονιάς τα έβαλε να γράψουν για τις εντυπώσεις τους από το σχολείο, για τη χρονιά που πέρασε. Πολλά παιδιά θυμόντουσαν πάνω απ’ όλα τα «κέικ της κυρίας».
Μετά ήταν η σειρά της Β, της γιατρού, να μιλήσει -και εκεί τα πράγματα έγιναν πιο σοβαρά.
Σε ένα σχόλιο της Ν -ότι θα μας καταντήσουνε Ουγκάντα- η Β απάντησε ότι στα νοσοκομεία είναι ήδη Ουγκάντα, ίσως και χειρότερα -αν και ποτέ δεν έχει βρεθεί εκεί για να κρίνει.
Στα νοσοκομεία υπάρχουν βασικές ελλείψεις σε απαραίτητο ιατρικό εξοπλισμό και σε φάρμακα. Όσοι έχουν κάνει μεταμόσχευση δυσκολεύονται να βρουν τα φάρμακα που θα βοηθήσει το σώμα τους να μην απορρίψει το μόσχευμα. Όσοι χρειάζονται εγχείρηση επαφίενται στη θέληση του καλού Κυρίου, για να επιβιώσουν.
«Όταν μας στέλνουν υλικά», έλεγε η Β, «όταν, είναι της χείριστης ποιότητας. Καθετήρες που χρησιμοποιούμε στις εγχειρήσεις, κλεισμένοι σε ευτελή πλαστικά σακουλάκια, χωρίς καμία ένδειξη προέλευσης επάνω, λες και είναι ανταλλακτικά για ποδήλατα. Όχι σε αεροστεγή συσκευασία και αποστειρωμένοι, όπως είναι απαραίτητο, αλλά λες και τα έχει κλείσει κάποιος Κινέζος με το σάλιο του, σαν ταχυδρομικό φάκελο… Αλλά είναι τυχεροί οι ασθενείς όταν υπάρχουν κι αυτά.»
Οι γιατροί και οι νοσηλευτές πληρώνονται όταν υπάρχουν λεφτά και είναι πολύ λιγότεροι απ’ όσους θα έπρεπε να είναι για να ανταπεξέλθουν στο φόρτο εργασίας.
Τα μηχανήματα, όπως αυτό της αιμοκάθαρσης, έχουν σταματήσει να συντηρούνται και δεν είναι μακριά η στιγμή που οι νεφροπαθείς θα βρεθούν μπροστά σε ένα «δεν λειτουργεί, πηγαίνετε απ’ τις σκάλες» -για να βουτήξετε στο κενό.
Οι άνεργοι πρώην ελεύθεροι επαγγελματίες που δεν μπορούν να πληρώσουν τις οφειλές τους στο ΤΕΒΕ δεν δικαιούνται δωρεάν ιατρική περίθαλψη. Έτσι πολλοί μεσήλικες καρκινοπαθείς, που τόσα χρόνια πλήρωναν το κράτος, αλλά δεν πρόλαβαν να βγουν στη σύνταξη, όταν μαθαίνουν το κόστος της θεραπείας, αποδέχονται απλά ότι θα πεθάνουν και φεύγουν.
«Το μόνο που πρέπει να εύχεσαι τώρα», είπε η Β, «είναι να μη χρειαστεί να μπεις σε νοσοκομείο.»
«Και γιατί», τη ρώτησε η Ν, «δε βγαίνετε να πείτε τι συμβαίνει;»
«Σε ποιον να τα πούμε;» απάντησε η Β, σε θέση άμυνας.
«Στα κανάλια, στις εφημερίδες, στο ίντερνετ, στον κόσμο…»
«Ο ένας γιατρός το ρίχνει στον άλλο, αφήνει τον άλλον να το πει», είπε η Β. «Και μην νομίζεις ότι τα κανάλια και οι εφημερίδες ενδιαφέρονται για αυτά τα θέματα. Έχουν άλλα σπουδαιότερα.»
Εκείνη την ώρα (αυτό δεν έγινε, αλλά μπορώ να το φανταστώ) στο διπλανό τραπέζι θα μιλούσαν για τη Γιουροβίζιον.
Είπαν και άλλα πολλά για αυτή την ευρωπαϊκή χώρα που από τη στιγμή που έπεσε στα νύχια του ΔΝΤ έγινε τριτοκοσμική (όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες που έχουν την ίδια τύχη).
Όταν η Ν γύρισε σπίτι (γιατί τυγχάνει να είναι το έτερον ήμισυ του υποφαινόμενου) και μου διηγήθηκε όσα είχε ακούσει εξοργίστηκα –για άλλη μια φορά.
«Θα τα γράψω εγώ», είπα, έτοιμος για το Πούλιτζερ.
Μετά ξεφούσκωσα.
Δεν είμαι ο Νόαμ Τσόμσκι ούτε ο Βαξεβάνης ούτε καν ο Πιτσιρίκος. Διαβάζουν τις ονειροφαντασίες μου και τις «επιφοιτήσεις» μου εκατό, χίλιοι, άντε δέκα χιλιάδες άνθρωποι (όταν τυχαίνει μια παρεξήγηση όπως με τη «συνέντευξη του Μπαμπινιώτη»).
Αυτή είναι η «επιρροή» μου: Εκατό άνθρωποι.
Και το χειρότερο απ’ όλα, το μεγαλύτερο μειονέκτημα αυτής της επιρροής, είναι ότι όσοι διαβάζουν κείμενα σαν τα δικά μου, καθώς και όσοι διαβάζουν μπλοκ παραπλήσια, τα γνωρίζουν ήδη αυτά.
Είναι ένας πυρήνας «μυημένων» -ή μάλλον ανθρώπων που έχουν παρόμοιες ανησυχίες… Πόσων να πω; Εκατό χιλιάδων ανθρώπων; Ενός εκατομμυρίου (στην καλύτερη περίπτωση);
Η πλειονότητα των Ελλήνων συνεχίζει να ζει στην “think positive” κατάσταση και αυτή η θετική σκέψη έχει να κάνει μοναχά με τη προσωπική τους βόλεψη: «Εγώ είμαι νέος, δεν πρόκειται να πάθω καρκίνο, χτύπα ξύλο, πάμε να πιούμε έναν καφέ».
Και για αυτούς τους think-positive ανθρώπους οι καρκινοπαθείς συμπολίτες τους που αναγκάζονται σε ένα πρόωρο θάνατο λόγω ανεργίας έχουν πολύ μικρότερη σημασία από την Τζολί που επιλέγει μια πρόωρη μαστεκτομή.
Αυτή είναι η μια πλευρά του νομίσματος της αβελτηρίας, το «always look at the bright side of life».
Η άλλη είναι χειρότερη:
Είναι αυτοί οι άνθρωποι που μόλις ακούν για την εξαθλίωση της παιδείας ξεκινούν να κατηγορούν τους εκπαιδευτικούς που «κάθονται πέντε μήνες και μιλάνε από πάνω».
Που μόλις ακούν για την αποδόμηση της Υγείας ξεκινούν να κατηγορούν τους γιατρούς που «βολευτήκανε τόσα χρόνια με τα φακελάκια τους και τώρα τους κακοφαίνεται».
Που μόλις ακούνε για ναζισμό λένε «δεν είμαι Χρυσαυγίτης, αλλά…»
Με συγχωρείτε που θα γίνω επικριτικός (δεν το συνηθίζω γιατί δεν γνωρίζω πολλά), αλλά νομίζω ότι η Ελλάδα απαρτίζεται από αμαθείς, ημιμαθείς και παντογνώστες.
(Μην αρχίσετε, παρακαλώ, τα περί γενικεύσεων και πόσο άσχημο είναι να κάνεις γενικεύσεις.
Η γενίκευση είναι ουσιαστικά η υποθετικο-παραγωγική μέθοδος. Κάνεις μια υπόθεση, φαντάζεσαι, διαισθάνεσαι έναν γενικό κανόνα και μετά προχωρείς προς το ειδικό, για να δεις αν ισχύει η υπόθεση σου. Έτσι λειτουργεί η σκέψη -και οι σημαντικότερες ανακαλύψεις του ανθρώπινου πνεύματος ξεκίνησαν με μια γενίκευση.)
Συνεχίζω τη γενίκευση μου χωρίς να προσβλέπω σε κάποια σημαντική ανακάλυψη…
Οι αμαθείς είναι οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν στη χώρα τους και στον κόσμο. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή δεν μπορούν, αλλά επειδή δεν θέλουν να ξέρουν. Είναι πολύ απασχολημένοι μέσα στο αυγό τους, με τον υπέροχο εαυτό τους, και νομίζουν όλα θα πάνε καλά ως δια μαγείας.
Οι παντογνώστες είναι εκείνοι που γνωρίζουν τα πάντα πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Θα τους βρείτε στα σχόλια κάθε διαδικτυακής εφημερίδας και μπλοκ, να χλευάζουν τις θέσεις και τις αντιθέσεις όλων των άλλων –και του αρθογράφου φυσικά.
Οι ημιμαθείς… Αυτοί, τυπικά, δεν υπάρχουν, γιατί κανείς δε θέλει να παραδεχτεί ότι είναι ημιμαθής, αφού έχει επικρατήσει η άποψη ότι η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την αμάθεια.
Αυτή τη φράση θα την ακούσετε πολύ συχνά από το στόμα των παντογνωστών, γιατί εκείνοι είναι πολύ ανώτεροι και από τους ημιμαθείς και από τους αμαθείς.
Όμως (και αυτή είναι απλώς η φτωχή μου άποψη) δεν υπάρχει τίποτα άλλο από ημιμάθεια. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τα πάντα (ή έστω κάτι) με απόλυτη βεβαιότητα και κανείς δεν μπορεί να μην γνωρίζει τίποτα.
«Το χαρακτηριστικό κάθε δογματισμού είναι η απόλυτη βεβαιότητα –η βεβαιότητα για την πάλη των τάξεων, για την επιστημοσύνη ή για την κυριολεκτική ερμηνεία της Βίβλου. Η βεβαιότητα του ατόμου που βρήκε έναν στέρεο βράχο για να σταθεί πάνω του και που, αντίθετα με τους άλλους βράχους, είναι στέρεος από κάθε άποψη.
Ο δογματισμός όμως είναι μοιραίος για την ανθρώπινη συνείδηση, που με αυτόν παύει να αναπτύσσεται, αφού εξαλείφει την αμφιβολία και την αβεβαιότητα την οποία συνεπάγεται κάθε πραγματική ανάπτυξη», λέει ο Heinz Pagels στο βιβλίο του, «Τα όνειρα του λόγου» (στα ελληνικά από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, απόδοση Κώστας Χατζηκυριάκος).
Το πόσα μαθαίνουμε είναι μοναχά θέμα βούλησης (στην εποχή του διαδικτύου).
Το πόσα νομίζουμε ότι γνωρίζουμε είναι θέμα αυτογνωσίας.
Το πόσα κάνουμε είναι θέμα…
Αυτό δεν το γνωρίζω.
Ρωτήστε τον εαυτό σας: «Γιατί δεν κάνω κάτι;»
(Και μη ρωτήσετε εμένα: «Τι;»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου