του Κωστη Παπαϊωαννου...
Το 2014 κλείνουν 40 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας. Στο διάστημα αυτό συχνά πυκνά διαπιστωνόταν το τέλος της Μεταπολίτευσης. Σήμερα όμως ο λόγος περί τέλους της Μεταπολίτευσης δεν είναι απλώς διαπιστωτικός. Είναι κυρίως λόγος πανηγυρικός, φιλοδοξεί να γίνει τελεστικός και συχνά υπονοεί κάποια ρεβάνς. Επιχαίρει ο κ. Βορίδης επειδή «οι ψευδοαξίες της γενιάς του Πολυτεχνείου ενταφιάστηκαν». Απειλεί ο κ. Δένδιας: «Ήρθε η ώρα η χώρα να κλείσει τους λογαριασμούς που μένουν ανοιχτοί από το 1974-1975». Και πιο προωθημένος ο κ. Χρυσοχοϊδης: «ένα κυρίαρχο -αν και αδιαμόρφωτο ακόμη- ρεύμα ζητάει ακριβώς αυτό, Λευτεριά από τη Μεταπολίτευση». Και εάν η πολιτική διαδρομή του κ. Βορίδη εξηγεί τη σπουδή της ρεβάνς, προκαλούν εντύπωση οι υπόλοιπες οιμωγές και κατάρες για τον κύκλο που άνοιξε το 1974. Να λοιπόν το ζήτημα: η συλλήβδην απαξίωση της Μεταπολίτευσης με πρόσχημα υπαρκτές πολιτικές και κοινωνικές στρεβλώσεις. Στρεβλώσεις που δε δικαιολογούν πάντως την εκδικητική μανία των –όψιμων επί το πλείστον- επικριτών τους.
Το πολιτικό σκηνικό της Μεταπολίτευσης είχε δυο πυλώνες: αφενός την ανασύσταση και κυριαρχία μιας νέας εκδοχής του προδικτατορικού δικομματισμού από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ως το 2012, αφετέρου τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και την ανεμπόδιστη συμμετοχή της Αριστεράς στο πολιτικό παίγνιο. Σήμερα, ο πρώτος πυλώνας, ο κυβερνητικός, κατηγορεί τον δεύτερο. «Εσείς επιβάλατε το πνεύμα της Μεταπολίτευσης και δεν μπορούσαμε να κυβερνήσουμε». Και η απάντηση: «εμείς ήμασταν επιβάτες, εσείς ρίξατε το καράβι στα βράχια». Στη μάχη αυτή, γύρω από το σώμα και το πνεύμα της Μεταπολίτευσης, όπλα είναι οι λέξεις: συντεχνίες, λαϊκισμός, προνόμια, πελατειακό κράτος, διαφθορά.
Ποιο είναι όμως αυτό το «πνεύμα» που φταίει για όλα; Σε τι αντιδιαστέλλεται; Οι πολέμιοί του κάνουν πως λησμονούν το προηγούμενο στάδιο, το «πνεύμα της δικτατορίας». Η συγκυρία της πτώχευσης ωθεί το μεταπολιτευτικό οικοδόμημα και την καθημαγμένη κοινωνία στη θέση της αυτομαστίγωσης και της αυτοενοχοποίησης, αλλά δεν αναιρεί τις πρωτοφανείς δημοκρατικές εγγυήσεις αυτής της περιόδου.
Εκεί ακριβώς παρεμβαίνει ο «αντιμεταπολιτευτικός» λόγος με ένα νοητικό σχήμα που συνδυάζει την «ελληνική ιδιαιτερότητα» με την «υπερβολική δημοκρατία». Αυτό το σχήμα γίνεται το όχημα της αποδόμησης των συνταγματικών εγγυήσεων. Μας λένε δηλαδή: «σας δώσαμε δημοκρατία και ευημερία αλλά το παραξηλώσατε. Ώρα να τελειώνουμε και με τα δυο». Πιο συγκεκριμένα: όσοι κραδαίνοντας το χαρτί της επιστράτευσης επιτίθενται στις «συντεχνιακές πρακτικές που αδιαφορούν για το δημόσιο συμφέρον» χρησιμοποιούν ωμά και καταχρηστικά τον όρο «συντεχνίες» ως όπλο κατά του μεταπολιτευτικού θεσμικού πλέγματος και του εργατικού δικαίου. Ακούω τον αντίλογο: δηλαδή δεν επιβιώνει συντεχνιακή λογική σε μείζονα τμήματα του ελληνικού συνδικαλισμού (και όχι μόνο); Φυσικά και υπάρχει συντεχνιακή λογική. Όπως ακριβώς κρύβονται αθέμιτα κεκτημένα των λίγων πίσω από τον μανδύα δικαιωμάτων των πολλών. Όμως, όταν καταγγέλλονται συλλήβδην τα κεκτημένα και τα προνόμια της Μεταπολίτευσης, στόχος είναι η αποδιάρθρωση των βασικών δικαιωμάτων.
Σήμερα λοιδορείται η Μεταπολίτευση των δικαιωμάτων και των δημοκρατικών διεκδικήσεων στο όνομα της καταπολέμησης των προνομίων και των συντεχνιών. Επιχειρείται να παρουσιαστούν ως προνομιούχοι νοσταλγοί ενός αποτυχημένου χτες, όχι το πολιτικό προσωπικό που το έχτισε, αλλά όσοι τολμούν να διανοηθούν μια κινητοποίηση ή απεργία για τα στοιχειώδη. Σε αυτόν τον πόλεμο των λέξεων οι απώλειες γίνονται ενυποθηκεύσεις του μέλλοντος. Σε αυτόν τον αγώνα κατά του «πνεύματος της Μεταπολίτευσης» βασίζεται η οικοδόμηση ενός οιονεί καθεστώτος εξαίρεσης, που ήδη δοκιμάστηκε πειραματικά με την προληπτική απαγόρευση απεργίας. Ας όψονται βέβαια ο διάχυτος κοινωνικός αυτοματισμός και η τύφλωση των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Τα κατέδειξε περίτρανα και τα δυο η περιπέτεια της ΟΛΜΕ.
Κάθε μεταπολίτευση είναι μια στιγμιαία μετάβαση από το προηγούμενο καθεστώς σε ένα νέο. Είναι όμως και μια πολιτική διεργασία εγγενώς ατελής, διαρκώς ανοιχτή και επιτελούμενη, αφού εξ ορισμού δεν νοείται τετελεσμένος αγώνας για πολιτική δημοκρατία. Ο Νορμπέρτο Μπόμπιο μιλούσε για την αξία της δημοκρατίας, ακόμα και της πιο ξεχαρβαλωμένης, όπως η δική μας. Όσοι σήμερα μιλάνε μόνο για το ξεχαρβάλωμα και όχι για τη δημοκρατία, όσοι εφορμούν με το σύνθημα «να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση» κλείνουν το μάτι στους ηττημένους της Μεταπολίτευσης του 1974. Έτσι εξηγείται μάλλον και η επιδίωξη της ρεβάνς.
Το πολιτικό σκηνικό της Μεταπολίτευσης είχε δυο πυλώνες: αφενός την ανασύσταση και κυριαρχία μιας νέας εκδοχής του προδικτατορικού δικομματισμού από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ως το 2012, αφετέρου τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και την ανεμπόδιστη συμμετοχή της Αριστεράς στο πολιτικό παίγνιο. Σήμερα, ο πρώτος πυλώνας, ο κυβερνητικός, κατηγορεί τον δεύτερο. «Εσείς επιβάλατε το πνεύμα της Μεταπολίτευσης και δεν μπορούσαμε να κυβερνήσουμε». Και η απάντηση: «εμείς ήμασταν επιβάτες, εσείς ρίξατε το καράβι στα βράχια». Στη μάχη αυτή, γύρω από το σώμα και το πνεύμα της Μεταπολίτευσης, όπλα είναι οι λέξεις: συντεχνίες, λαϊκισμός, προνόμια, πελατειακό κράτος, διαφθορά.
Ποιο είναι όμως αυτό το «πνεύμα» που φταίει για όλα; Σε τι αντιδιαστέλλεται; Οι πολέμιοί του κάνουν πως λησμονούν το προηγούμενο στάδιο, το «πνεύμα της δικτατορίας». Η συγκυρία της πτώχευσης ωθεί το μεταπολιτευτικό οικοδόμημα και την καθημαγμένη κοινωνία στη θέση της αυτομαστίγωσης και της αυτοενοχοποίησης, αλλά δεν αναιρεί τις πρωτοφανείς δημοκρατικές εγγυήσεις αυτής της περιόδου.
Εκεί ακριβώς παρεμβαίνει ο «αντιμεταπολιτευτικός» λόγος με ένα νοητικό σχήμα που συνδυάζει την «ελληνική ιδιαιτερότητα» με την «υπερβολική δημοκρατία». Αυτό το σχήμα γίνεται το όχημα της αποδόμησης των συνταγματικών εγγυήσεων. Μας λένε δηλαδή: «σας δώσαμε δημοκρατία και ευημερία αλλά το παραξηλώσατε. Ώρα να τελειώνουμε και με τα δυο». Πιο συγκεκριμένα: όσοι κραδαίνοντας το χαρτί της επιστράτευσης επιτίθενται στις «συντεχνιακές πρακτικές που αδιαφορούν για το δημόσιο συμφέρον» χρησιμοποιούν ωμά και καταχρηστικά τον όρο «συντεχνίες» ως όπλο κατά του μεταπολιτευτικού θεσμικού πλέγματος και του εργατικού δικαίου. Ακούω τον αντίλογο: δηλαδή δεν επιβιώνει συντεχνιακή λογική σε μείζονα τμήματα του ελληνικού συνδικαλισμού (και όχι μόνο); Φυσικά και υπάρχει συντεχνιακή λογική. Όπως ακριβώς κρύβονται αθέμιτα κεκτημένα των λίγων πίσω από τον μανδύα δικαιωμάτων των πολλών. Όμως, όταν καταγγέλλονται συλλήβδην τα κεκτημένα και τα προνόμια της Μεταπολίτευσης, στόχος είναι η αποδιάρθρωση των βασικών δικαιωμάτων.
Σήμερα λοιδορείται η Μεταπολίτευση των δικαιωμάτων και των δημοκρατικών διεκδικήσεων στο όνομα της καταπολέμησης των προνομίων και των συντεχνιών. Επιχειρείται να παρουσιαστούν ως προνομιούχοι νοσταλγοί ενός αποτυχημένου χτες, όχι το πολιτικό προσωπικό που το έχτισε, αλλά όσοι τολμούν να διανοηθούν μια κινητοποίηση ή απεργία για τα στοιχειώδη. Σε αυτόν τον πόλεμο των λέξεων οι απώλειες γίνονται ενυποθηκεύσεις του μέλλοντος. Σε αυτόν τον αγώνα κατά του «πνεύματος της Μεταπολίτευσης» βασίζεται η οικοδόμηση ενός οιονεί καθεστώτος εξαίρεσης, που ήδη δοκιμάστηκε πειραματικά με την προληπτική απαγόρευση απεργίας. Ας όψονται βέβαια ο διάχυτος κοινωνικός αυτοματισμός και η τύφλωση των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Τα κατέδειξε περίτρανα και τα δυο η περιπέτεια της ΟΛΜΕ.
Κάθε μεταπολίτευση είναι μια στιγμιαία μετάβαση από το προηγούμενο καθεστώς σε ένα νέο. Είναι όμως και μια πολιτική διεργασία εγγενώς ατελής, διαρκώς ανοιχτή και επιτελούμενη, αφού εξ ορισμού δεν νοείται τετελεσμένος αγώνας για πολιτική δημοκρατία. Ο Νορμπέρτο Μπόμπιο μιλούσε για την αξία της δημοκρατίας, ακόμα και της πιο ξεχαρβαλωμένης, όπως η δική μας. Όσοι σήμερα μιλάνε μόνο για το ξεχαρβάλωμα και όχι για τη δημοκρατία, όσοι εφορμούν με το σύνθημα «να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση» κλείνουν το μάτι στους ηττημένους της Μεταπολίτευσης του 1974. Έτσι εξηγείται μάλλον και η επιδίωξη της ρεβάνς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου