Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Το 1% είναι το μισό πρόβλημα...

του Τίμοθι Νόα, απο την Προοδευτικη Πολιτικη...

©New York Times

 

 
Οι πρόσφατες συζητήσεις για τις οικονομικές ανισότητες στις Ηνωμένες Πολιτείες επικεντρώθηκαν στο ύψος των εισοδημάτων του 1% των πλουσιότερων Αμερικανών,
που έχει κατά μέσο όρο ετήσια εισοδήματα 1 εκατομμυρίου δολαρίων (με χαμηλότερο όριο τα 367,000 δολάρια). «Είμαστε το 99%», σημείωναν οι διαδηλωτές του κινήματος των καταλήψεων, εκλαϊκεύοντας σε απροσδόκητο βαθμό τα ευρήματα δύο οικονομολόγων, των Τομά Πικετί (Thomas Piketty) και Εμανιέλ Σαέζ (Emmanuel Saez), που ως τότε τα είχαν αντιληφθεί μόνο οι ειδικοί. Αλλά οι εισοδηματικές διαφορές μεταξύ του 1% και του 99% είναι μόνο το μισό πρόβλημα.

Ασφαλώς είναι σημαντικό μισό. Από το 1979, το πλουσιότερο 1% διπλασίασε το μερίδιό του στο εθνικό εισόδημα, από 10% σε 20%. Ακόμα και από το 2009 (όταν τελείωσε η μεγάλη ύφεση) και του 2011, τα μέλη του 1% είδαν το εισόδημά τους να αυξάνει άλλο 11%, ενώ το εισόδημα του 99% μειώθηκε ελαφρά. Ωραία ανάκαμψη!

Από αυτή τη λιτανεία ζοφερών στοιχείων, συμπεραίνει κανείς πως αν ελέγχαμε αρκετά αυστηρά αυτό το 1%, θα λύναμε το πρόβλημα της εισοδηματικής ανισότητας. Φευ όμως, αυτό δεν ισχύει, διότι δεν θα αντιμετώπιζε το άλλο μισό πρόβλημα: τις εισοδηματικές διαφορές που οφείλονται στη μόρφωση.

Από το 1979 αυξήθηκε επίσης η εισοδηματική διαφορά μεταξύ όσων έχουν πτυχίο κολεγίου και εκείνων που οι σπουδές τους ολοκληρώθηκαν στο γυμνάσιο. Σχηματικά, αυτή η διαφορά αποτυπώνεται στα εισοδήματα των εργαζόμενων οικογενειών στο μεσαίο 20% (που κερδίζουν κατά μέσο όρο ετησίως από 39,000 ως 62,000 δολάρια) και της τάξης των «ευπόρων ως πλουσίων» (του 10% των πλουσιότερων Αμερικανών) με εισοδήματα άνω των 111,000 δολαρίων. Αυτή η οφειλόμενη σε δεξιότητες ανισότητα, είναι εκείνη που κυρίως βιώνουν οι Αμερικανοί στην καθημερινή τους ζωή.

Οι συντηρητικοί δεν συνηθίζουν να αναφέρονται στις εισοδηματικές ανισότητες. Αποφεύγουν τις άβολες παρατηρήσεις για την οικονομική αδικία -αυτός είναι ο λόγος που ο υποψήφιος Μιτ Ρόμνεϊ (Mitt Romney) δήλωσε σε μια τηλεοπτική συνέντευξή του πως προτιμούσε να μιλάει για την ανισότητα σε «κάπου ήσυχα». Στις σπάνιες περιπτώσεις που οι συντηρητικοί παραβαίνουν αυτόν τον κανόνα, συνήθως αναφέρονται στην ανισότητα που σχετίζεται με την διαφορά στην κατάρτιση, διότι τους παρέχει την ευκαιρία να επιτεθούν στο κρατικό σύστημα εκπαίδευσης και τα εκπαιδευτικά συνδικάτα.

Οι προοδευτικοί πάλι δεν πολυθέλουν να μιλούν για αυτήν την ανισότητα, διότι δεν θέλουν να αναγκαστούν να πουν στην εργατική τάξη πως χάνει έδαφος επειδή δεν διάβαζε αρκετά στο σχολείο Οι προοδευτικοί προτιμούν την εισοδηματική διαφορά μεταξύ του 1% και του 99%. Υπάρχει ακόμα κάτι ευχάριστα απλουστευτικό στους λόγους της διεύρυνσης του εισοδηματικού χάσματος μεταξύ του 1% και του 99%. Είναι δύο μόνο, αμφότεροι από τους αγαπημένους στόχους των προοδευτικών: η αύξηση του απορυθμισμένου χρηματοπιστωτικού τομέα και η διάβρωση της λογοδοσίας των αμοιβών των κορυφαίων επιχειρηματικών στελεχών σε άλλους τομείς της οικονομίας. Ακόμα εντυπωσιακότερο είναι το στοιχείο σύμφωνα με το οποίο το πλουσιότερο 0.1% κερδίζει ετησίως πάνω από 1.6 εκατομμύρια δολάρια, αλλά ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες.

Αμφότερα τα «μισά» της αφήγησης περί ανισοτήτων αξίζουν την προσοχή μας: αντανακλούν μια δραματική αντιστροφή της τάσης που κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Από τη δεκαετία του '30 ως εκείνη του '70, το 1% είδε το μερίδιό του στον εθνικό πλούτο να μειώνεται, ενώ την ίδια περίοδο το λεγόμενο «κολεγιακό πριμ» είτε μειωνόταν, είτε ανεβοκατέβαινε χωρίς ξεκάθαρη κατεύθυνση.

Τουλάχιστο ως προς ορισμένα από τα μέσα που μπορούν να αποκαταστήσουν αυτές τις πιο εξισωτικές τάσεις της αμερικανικής κοινωνίες, δεν θα έπρεπε να υπάρχουν ιδεολογικές αντιπαραθέσεις.
  • Προοδευτικοί και συντηρητικοί αναγνωρίζουν την σημασία της προσχολικής εκπαίδευσης, που ο πρόεδρος Ομπάμα (Obama) πρότεινε να επεκταθεί για όλους. Ουδέποτε γνώρισα ένα τετράχρονο γόνο εύπορης οικογένειας που να μην πηγαίνει στο νηπιαγωγείο, αλλά σε εθνικό επίπεδο αυτό συμβαίνει στο 1/3 σχεδόν των παιδιών.
  • 'Αλλη μια μεταρρύθμιση που υποστήριξαν τόσο οι προοδευτικοί, όσο και οι συντηρητικοί -αν και σε διαφορετικές εποχές- είναι να σταματήσει η κρατική επιδότηση εκείνων των κολεγίων και των πανεπιστημίων που αυξάνουν ανεξέλεγκτα τα δίδακτρά τους. Ο κ. Ομπάμα πρότεινε στις τελευταίες δύο ομιλίες του για την «κατάσταση του έθνους», ενώ ο πρόεδρος της βουλής των αντιπροσώπων Τζον Μπένερ (John A. Boehner) συμμετείχε σε μια πρόταση νόμου με ανάλογο περιεχόμενο το 2003.
  • Υπήρξε επίσης πολύ περισσότερη διακομματική συναίνεση από όση φαντάζεστε σε αρκετές προτάσεις που αποσκοπούν στη μείωση των υπερβολών που πλουτίζουν υπέρμετρα το 1%. Αυτό που φοβίζει στην περίπτωση αυτή δεν είναι τόσο η ανισότητα, όσο η ανησυχία πως αν αφεθεί εντελώς ανεξέλεγκτος ξανά ο χρηματοπιστωτικός τομέας, θα προκαλέσει ξανά κρίση και θα απαιτήσει εκ νέου από το κογκρέσο δημόσια χρηματοδότηση για τις μεγάλες τράπεζες. Οι Ρεπουμπλικάνοι του κογκρέσου σταμάτησαν μεν την έγκριση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων Ντοντ-Φρανκ (Dodd-Frank), αλλά στο συντηρητικό στρατόπεδο αυξάνεται ο χορός -στον οποίο συμμετέχουν ο επιφυλλιδογράφος Τζορτζ Ουιλ (George F. Will), ο πρώην κυβερνήτης της Γιούτα Τζον Χάντσμαν ο νεότερος (Jon M. Huntsman Jr.) και ο πρώην πρόεδρος της πολιτειακής τράπεζας του Ντάλας Ρίτσαρντ Φίσερ (Richard W. Fisher)- εκείνων που υποστηρίζουν την υποχρεωτική διάσπαση των μεγάλων τραπεζών. Γερουσιαστές όπως ο Ρεπουμπλικάνος της Λουϊζιάνα Ντέιβιντ Βίτερ (David Vitter) και ο Δημοκρατικός του Οχάιο Σέροντ Μπράουν (Sherrod Brown) ανέλαβαν μια νομοθετική πρωτοβουλία σύμφωνα με την οποία οι μεγαλύτερες τράπεζες θα πρέπει να εξασφαλίσουν μεγαλύτερα αποθέματα ή να διασπαστούν σε μικρότερα ιδρύματα.
Ένας από τους λόγους που η αριστερά νιώθει άβολα με την οφειλόμενη στην κατάρτιση ανισότητα, είναι πως αποδέχεται φόρα παρτίδα την άποψη των συντηρητικών πως αιτία της ανισότητας είναι οι διαφορές στη μόρφωση. Εξίσου σημαντική όμως είναι η παρακμή των συνδικάτων. Κάποτε η συμμετοχή στα συνδικάτα υπήρξε εξαιρετικά αποτελεσματική ως μέσο μείωσης της διαφοράς στα εισοδήματα μεταξύ των αποφοίτων κολεγίου κι εκείνων του γυμνασίου. Σήμερα αυτό ισχύει πολύ λιγότερο: μόλις το 7% των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα καλύπτεται από κάποια κλαδική συλλογική σύμβαση, όσο πάνω-κάτω ήταν πριν το «νιου ντιλ». Πριν εξήντα χρόνια, έφτανε το 40%.

Η εξασθένηση του συνδικαλισμού είναι ο κρίκος που συνδέει το μορφωτικό εισοδηματικό χάσμα με εκείνο του 1 εις βάρος του 99%. Αν και οι συντηρητικοί συχνά ισχυρίζονται πως ο πλούτος του 1% δεν «βγαίνει από τις τσέπες» του 99%, αυτό το επιχείρημα αγνοεί το γεγονός πως το μερίδιο της μισθωτής εργασίας στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν βαίνει μειούμενο, ενώ εκείνο του κεφαλαίου αυξάνει. Από το 1979, εκτός μια σύντομης περιόδου που συνδέθηκε με την άνθηση των επιχειρήσεων πληροφορικής στα τέλη της δεκαετίας του '90, το μερίδιο της εργασίας διαρκώς μειώνεται. Οι γενναιόδωρες συντάξεις συσκότισαν εν μέρει την εμφανέστατη διαφορά μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Μολοταύτα, μόνο το ένα στα έξι νοικοκυριά έχει χαρτοφυλάκιο αξίας άνω των 7,000 δολαρίων. Σύμφωνα με το αριστερίζον «ινστιτούτο οικονομικής πολιτικής» (ΕΡΙ) στην επέκταση του κεφαλαίου επί της εργασίας μπορεί να οφείλεται και το ένα τρίτο της αύξησης των εισοδημάτων του πλουσιότερου 1% ως μερίδιο του ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο δεν θα είχε ποτέ συμβεί αν είχε παραμείνει ισχυρός ο συνδικαλισμός του ιδιωτικού τομέα.

Δυστυχώς, η αναβίωση του συνδικαλισμού είναι ανάθεμα για τη δεξιά· ακόμα και πολλοί προοδευτικοί δυσφορούν με αυτή την ιδέα. Αν όμως η οικονομική ανάκαμψη εξαρτάται από την επιβράβευση της προσπάθειας, θα πρέπει όλοι μας να ανησυχούμε που η μεσαία τάξη δεν αμείβεται ανάλογα με τον πλούτο που παράγει για τα αφεντικά. Οι εργοδότες δεν πρόκειται να λύσουν από μόνοι τους αυτό το πρόβλημα. Αυτή είναι η δουλειά των συνδικάτων. Το να βρεθεί πώς θα ανασυγκροτηθεί ο συνδικαλισμός είναι σήμερα ένα από τα πιο επείγοντα καθήκοντα των προοδευτικών.

Είναι εξαιρετικά απίθανο να υπάρξει διακομματική συναίνεση για την αναβίωση του εργατικού κινήματος. Αλλά το σταμάτημα της διεύρυνσης των εισοδηματικών ανισοτήτων σε τελική ανάλυση θα κριθεί από το κατά πόσο συντηρητικοί και προοδευτικοί θα κατανοήσουν καλύτερα πώς βλέπει το πρόβλημα η απέναντι πλευρά.

O Timothy Noah είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων