Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Καταστολή, αναστολή και ματαιώσεις

του Στρατη Μπουρναζου, απο τα Ενθεματα...
Για τον κόσμο της Αριστεράς (και πολλούς άλλους, βέβαια) ένα ήταν το ζήτημα, τις τελευταίες μέρες: η απεργία των καθηγητών, η επιστράτευση και το άδοξο –αν μη τι άλλο– τέλος της απεργίας προτού καν αρχίσει. Το συζητήσαμε και συνεχίζουμε να το συζητάμε, με πάθος και ένταση, όλοι μας, αριστεροί και αριστερές όλων των αποχρώσεων και τάσεων. Και αυτή η σχεδόν περιγραφική διατύπωση υποδεικνύει αμέσως και ένα μείζον πρόβλημα: ενώ η απεργία και η επιστράτευση ήταν το ζήτημα για όλους μας, ως Αριστερά και ως αριστεροί, δεν καταφέραμε να κάνουμε κάτι πολύ περισσότερο (αν εξαιρέσουμε την πορεία της Δευτέρας)  από το να το συζητήσουμε.

Γι’ αυτό δεν αρκεί να καταγγείλουμε την απερίγραπτη στάση της ΑΔΕΔΥ-ΓΣΕΕ, ούτε να εκφράσουμε την οργή μας για το ότι η προληπτική επιστράτευση αποφασίστηκε από μια κυβέρνηση που έχει μέσα ένα κόμμα που λέγεται –κατά διπλή αντίφραση, πλέον– Δημοκρατική Αριστερά κ.ο.κ. Όλα αυτά, και πολλά άλλα, είναι αναγκαία, αλλά είναι τα δεδομένα και τα «εύκολα». Χρειάζεται να μπούμε στα δύσκολα: στον βαθμό που είμαστε κομμάτι αυτής της υπόθεσης (όχι ως εκπαιδευτικοί, αλλά ως Συριζαίοι, ως αριστεροί, ως πολίτες που αγωνίζονται) να αναζητήσουμε τις δικές μας ευθύνες, όσα κάναμε και δεν  όσα κάναμε, όσα έκαναν και  όσα δεν έκαναν οι χώροι που ανήκουμε. Σκέψεις, λοιπόν, σε αυτή την κατεύθυνση:
1. Αν αποτιμήσουμε συνολικά το τελευταίο δεκαήμερο, είχαμε μια σοβαρή ήττα: όχι μόνο για την ΟΛΜΕ και τους καθηγητές, αλλά και για το συνδικαλιστικό κίνημα, γενικότερα για το κίνημα και την Αριστερά, και ακόμα γενικότερα για τη δημοκρατία. Το γεγονός ότι όχι μόνο «δεν ξεσηκώθηκαν οι πέτρες, δεν άνοιξαν οι ουρανοί, δεν σχίστηκε το καταπέτασμα του ναού» ενάντια στο τερατώδες μέτρο της «προληπτικής επιστράτευσης» (όπως έγραφε η Αυγή την Πέμπτη), αλλά ότι τελικά οδηγηθήκαμε στην αναστολή της απεργίας, συνιστά ξεκάθαρη ήττα για μας – και επιτυχία της κυβέρνησης.
Άκουσα, επ’ αυτού, δύο σοβαρές ενστάσεις. Πρώτον, ότι  η εμμονή στην απεργία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ήττα, ακόμα και καταστροφή. Δεύτερον, ότι η κυβερνητική νίκη θα αποδειχθεί πύρρεια, αφού δεν μπορείς να κυβερνάς μόνο με το ρόπαλο, επιστρατεύοντας τους πάντες. Ακόμα  και αν αποδεχτούμε πλήρως τις δύο παραπάνω απόψεις –θα το κάνω, για λόγους οικονομίας της συζήτησης το κάνω, παρότι η άποψη μου διαφέρει αρκετά– αυτό δεν σημαίνει ότι η αναστολή της απεργίας μπορεί να βαφτιστεί «σχετική επιτυχία», «καλύτερη δυνατή εκδοχή» κ.ο.κ. Ούτε ωφελούν, αντίθετα βλάπτουν πολύ, τα μισόλογα, οι ωραιοποιήσεις και οι παρακάμψεις.
2. Η απόφαση της Τετάρτης, και με το περιεχόμενό της και με τον τρόπο που πάρθηκε, είναι πολύ προβληματική,  καθώς, εκτός όλων των άλλων, δημιουργεί ζητήματα φερεγγυότητας και  αξιοπιστίας, — όχι μόνο για τους συνδικαλιστές της ΟΛΜΕ, αλλά  συνολικότερα για τον συνδικαλισμό και τον ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό, ο κλονισμός της πολιτικής εμπιστοσύνης,  η ματαίωση είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ σοβαρότερο από το αν μια απόφαση είναι δεξιότερη ή αριστερότερη.
3. Ταυτόχρονα, με τις δεδομένες συνθήκες (στάση ΑΔΕΔΥ-ΓΣΕΕ, φόβος απόλυσης, γενικότερη παγωμάρα στην κοινωνία) όλες οι αποφάσεις ήταν δύσκολες,  όλες ήταν πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε ήττα  (βέβαια, από εκεί και πέρα τίθεται το ζήτημα ότι δεν είναι όλες οι ήττες ίδιες, με λυδία λίθο και πάλι το ζήτημα της πολιτικής εμπιστοσύνης). Και ασφαλώς δεν πρέπει να φαντασιωνόμαστε μια κατάσταση γενικευμένης ανυπακοής, όπου χιλιάδες εκπαιδευτικοί θα έκαιγαν τα φύλλα επιστράτευσης. Δεν βρισκόμασταν στο παρά πέντε της εξέγερσης — αλλιώς  τα χαράματα Πέμπτης τα γραφεία των ΕΛΜΕ και της ΟΛΜΕ θα πολιορκούνταν από πλήθη αγανακτισμένων καθηγητών και λαού.
4. Το τελευταίο δεκαήμερο μας υποχρεώνει να συζητήσουμε ξανά συνολικά για το συνδικαλιστικό κίνημα. Εκτός και πέρα από τις ευθύνες προσώπων, μακριά από ανέξοδες λογικές αγωνιστικής πλειοδοσίας  ή οδηγιών του τύπου «Αριστερότερα, Κουροπάτκιν!»,[1] είναι σίγουρο ότι οι διαδοχικές ήττες (Χαλυβουργία, μετρό, καθηγητές) κάνουν αναγκαίο έναν κριτικό στοχασμό. Με δυο λόγια, γιατί τη στιγμή που το συνδικαλιστικό κίνημα είναι αναγκαίο περισσότερο από ποτέ, δεν μπορεί να εκπληρώσει τον ρόλο του, πηγαίνει από ήττα σε ήττα.
5. Φτάνω στον ΣΥΡΙΖΑ. Και, όσο πλησιάζουμε στα δικά μας χωράφια, μπορούμε, και πρέπει, να είμαστε πιο αυστηροί με τα «οικεία κακά». Ως ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, ενώ όλα τα δεδομένα ήταν γνωστά εδώ και μέρες, δεν δείξαμε τα πολιτικά αντανακλαστικά που έπρεπε. Δεν αξιολογήσαμε το ζήτημα ως κεντρικό, πρώτης γραμμής που υπερβαίνει πολύ τους εκπαιδευτικούς, αφορώντας συνολικά τη δημοκρατία και τα δικαιώματα. Δεν εκτιμήσαμε την απεργία ως έναν αγώνα που  στην πιο προωθημένη –και εξαιρετικά δύσκολη, ίσως και απίθανη– περίπτωση της επιτυχίας μπορούσε ακόμα και να ρίξει την κυβέρνηση, ενώ στη χειρότερη (και πιο πιθανή) να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα, ακόμα και να καταρρακώσει τον συνδικαλισμό και την Αριστερά. Η κριτική μου, εδώ, δεν είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν «συγκρατημένος» ή «δεν βγήκε στα κεραμίδια», αλλά ότι δεν αντελήφθη την κεντρικότητα και την κρισιμότητα του αγώνα, ιδίως μετά την επιστράτευση[2] – και αυτό είναι αυτοτελές κεφάλαιο από τη στάση και τις ευθύνες  της ΟΛΜΕ, αφού το ζήτημα, όπως είπαμε, ξεπερνούσε κατά πολύ  και τα σχολεία, τους καθηγητές και τους μαθητές.
***
Η κυβέρνηση  έχει δείξει  επανειλημμένα ότι δεν μπλοφάρει. Όσο και αν, με τις παραστάσεις και τα νοητικά εργαλεία του παρελθόντος, δυσκολευόμαστε να το συλλάβουμε, είναι σχεδόν βέβαιο ότι από εδώ και πέρα οι απεργίες θα κηρύσσονται συλλήβδην παράνομες και καταχρηστικές (βλ. και ΕΡΤ, προχθές), οι επιστρατεύσεις θα δίνουν και θα παίρνουν. Η κυβέρνηση θα κινηθεί έτσι, επειδή η πυγμή είναι το βασικό, ίσως και το μόνο, πολιτικό εργαλείο που της απομένει. Σε ένα κομμάτι της κοινωνίας η λογική «νόμος και τάξη», «Ξένιος Δίας»  κ.ο.κ. συναντά αποδοχή, και  η κυβέρνηση χτίζει συναινέσεις σε ένα πεδίο προνομιακό γι’ αυτήν. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η Αριστερά δεν μπορεί να αποτελεί απλώς  ένα «παρατηρητήριο» ή «διαπιστωτή» της κοινωνικής αδράνειας. Πρέπει να οργανώνει τους τρόπους που θα σπάσει η αδράνεια, που οι διάχυτες αντιδράσεις, η οργή, η απογοήτευση, η ματαίωση θα γίνονται πολιτική πράξη  – αυτό που δεν κατάφερε απεργία των εκπαιδευτικών. Είναι κάτι που αφορά όχι τα μόνο την πολιτική επιβίωσή της, αλλά και την επιβίωση της δημοκρατίας και της κοινωνίας.
***
 «Αν οι εκλογές άλλαζαν κάτι, θα απαγορεύονταν» έλεγε ένα γνωστό παλιό αναρχικό σύνθημα. Φαίνεται πως σήμερα  αυτό ισχύει, αντίστροφα,  για τις απεργίες. Παρά την τρομοκρατία, παρά τα προβλήματα και τη γραφειοκρατία του συνδικαλιστικού κινήματος, παρά την ιδιώτευση και τον φόβο της απόλυσης, φαίνεται ότι  οι απεργίες μπορούν κάτι να αλλάξουν, να απειλήσουν, πραγματικά και συμβολικά, την καθεστηκυία τάξη. Γι’ αυτό και απαγορεύονται, η μία μετά την άλλη.
ΥΓ. Δύο διευκρινίσεις. Παρότι το άρθρο εστιάζεται στην Αριστερά, ασφαλώς δεν πιστεύω ότι το θέμα αφορά μόνο την Αριστερά· αφορά και πολλούς άλλους: τους εκπαιδευτικούς (αριστερούς και μη), τους δημοκράτες πολίτες κλπ. Επίσης, ξέρω ότι πολλοί σύντροφοι πιστεύουν πως σε τέτοιες στιγμές δεν είναι ώρα για κριτική, ότι προέχει η άμυνα. Αν έγραψα, καθόλου εύκολα, τα παραπάνω, το έκανα έχοντας την εντελώς αντίθετη πεποίθηση: ότι σε τέτοιες ακριβώς δύσκολες στιγμές η πολιτική και προσωπική ειλικρίνεια, η κριτική είναι όρος πολιτικής αξιοπρέπειας και δύναμης. Το να βλέπουμε τα λάθη –με πρώτα τα δικά μας– μπορεί να είναι ακόμα λυτρωτικό, σημείο εκκίνησης για να τα ξεπεράσουμε. Με το βλέμμα μπροστά, για να προχωρήσουμε.

[1] Ο  Π. Κανελλίδης, εκδότης των Καιρών, καλύπτοντας με πάθος τον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο του 1905, είχε φτάσει να δίνει, από τις στήλες της εφημερίδας του, λεπτομερείς οδηγίες στον ρώσο αρχιστράτηγο Αλεξέι Κουροπάτκιν  πώς να κινήσει τα στρατεύματά του για να νικήσει τους Ιάπωνες — με αποκορύφωμα τον περίφημο τίτλο-προτροπή: «Δεξιότερα, Κουροπάτκιν!».
[2] Αντίθετα, η πρόταση νόμου για κατάργηση του θεσμού της πολιτικής επιστράτευσης, που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ την Παρασκευή το πρωί, πρέπει να επισημανθεί σαφώς  ως θετική πρωτοβουλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων