Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

μ-ίσως...

Moment (s) in the Wind(s)...
Ξεφορτώνω στην αγκαλιά του καναπέ τα λάφυρα κι από την σημερινή αποχαιρετιστήρια μάζωξη. Ευκαιρία μη χαθεί. Και το τελευταίο μας διαθέσιμο πούπουλο, μολύβι να το βάλουμε να σηκώσει.
Αύριο πάλι. Οι επόμενοι. Ως και για τα “αντίο” μας, διαχωρισμός σε κατηγορίες δικαιούχων. Ποιοι αντέχουν μέχρι καφέ κι αυτόν σε φαστφουντάδικο, οι “τσουλάει οριακά ακόμη” στο ψητοπωλείο, οι εκτός των καταλόγων κοινωνικού τιμολογίου στην Δεκεμβριάτικη λιακάδα του ουζάδικου. 
001
Τικ τακ πράσινο, τικ τακ κόκκινο, τρεμοπαίζουν βλέφαρα, σκέψεις.
Δίνει ρυθμό ο φωτοσωλήνας στα κάγκελα της απέναντι, πίσω από την κουρτίνα. “Σιχαίνομαι τα γιορτινά λαμπιόνια” έλεγε άλλες χρονιές, φέτος στόλισε πριν καλά καλά γυρίσει πλάτη ο Νοέμβρης.  Αντιπροσωπευτικό δείγμα της πιο έγκυρης δημοσκόπηση. 1000% με ό,τι ως χθες μισούσαμε θα πολεμήσουμε. Πολεμάμε. Με ψεύτικα φώτα, “αντίο”, χοντρές κουρτίνες, παρηγοριές με βάρος σκιάχτρου αχυρένιου. Κυρίως. Με ό,τι πιο πολύ μισούσαμε. 

001
Η Αμαλία στον πρώτο βγάζει πρωί βράδυ βόλτα το λαμπραντόρ. Του δείχνει τα αδέσποτα στην πλατεία και τον απειλεί χαριτολογώντας “Τα βλέπεις? Ούτε φαϊ, ούτε ζέστη“. Εκείνος τραβάει το λουρί προς την μεριά τους, με το ζόρι τον συγκρατεί, στο τέλος πάντα την ακολουθεί με το κεφάλι γυρισμένο προς τα πίσω μέχρι που η πλατεία εξαφανίζεται στην στροφή.
Οι συνάδελφοι του ΕΟΠΥΥ τα βρήκαν με τον υπουργό. Εκείνοι θα προσληφθούν στο ΕΣΥ, θα απολυθεί μόνον ο ΕΟΠΥΥ. Με το σωστό λουρί κι ένα πιάτο που γράφει το όνομά τους, με τα δίποδα τα καταφέρνεις ευκολότερα απ΄όσο με τα τετράποδα. Δεν κοιτάνε πίσω, ούτε μέχρι την στροφή. 
Η Ειρήνη από την εταιρία καθαρισμού δεν χάνει αφορμή για κλαψούρισμα  που “θα ερημώσει ο τρίτος“. Λογικότατο μες στον παραλογισμό του. Βολικό πολύ η πεποίθησή σου ότι αυτοί που σου έφτασαν το μεροκάματο στα 4 ευρώ την ώρα Χ 3-4 ανασφάλιστες ώρες παρέα με ολίγον από φασισμό είναι οι ενδεδειγμένες ωθήσεις για να γυρίσει ο τροχός, να αβαντάρεται από την σιγουριά σου πως αυτοί στον τρίτο θα συνεχίζουν να φτάνουν κάθε φορά νωρίτερα από τα success story ασθενοφόρα στην πόρτα των γονιών σου. Θα κανονίζουν κατά προτεραιότητα ραντεβού για τις εξετάσεις τους, ντροπή 80χρονοι με 35 χρόνια βαρέα κι ανθυγιεινά να λιώνουν στις ουρές, θα σε εγχειρίζουν με 0 συμμετοχή. Οι δούλοι του τρίτου. “Δηλαδή για μόνιμα δεν θα ξανάρθετε?” “μμμ.. Ίσως”. Σφιγμένα, αόρατη χείλη σαν του φιδιού. Να μην ξεχειλίσει μίσος.  Ντροπή να φτάνεις να μισείς αυτόν που θα ΄πρεπε να ΄σαι ικανός να αλλάξεις. Δεν είσαι.  
Δεν ξέρω αν τα αδέσποτα, ενώ μπορούν να βρουν μια γωνιά να κουρνιάσουν, μαζεύονται στις πλατείες μόνο και μόνο για κείνα τα πίσω βλέμματα όσων οι λαιμοί πνίγονται στα λουριά, οι άνθρωποι πάντως σίγουρα το παθαίνουν. Κι όταν περνάς ξαναπερνάς προσηλωμένος στο πλουμιστό πιατάκι σου, περίμενε και την στιγμή που και να στρέψεις την ματιά μπουκωμένος με την στερνή μπουκιά, το τίποτα θα σε περιμένει. 
001
Μια από τις περί αυτονοήτων, “άχρηστες” επιδοτούμενες έρευνες πανεπιστημιακών τμημάτων ήταν, πέντε μονόστηλα σε εξειδικευμένα έντυπα όλες κι όλες οι περγαμηνές του συμπεράσματος. “Η ψυχολογία ενός ατόμου που αποχωρεί από νοσηλευτικό ίδρυμα κατόπιν μακράς νοσηλείας, διαφοροποιείται παραπάνω κι από 80%  σε σχέση με εκείνη των έως χτες ομοθάλαμων σε λιγότερο από 24 ώρες”.  Δεκαετίες ξεχασμένη μέσα σε κιτρινισμένα χαρτιά,  τελευταία όλο και συχνότερα Κυριακές πρωί περισσεύουν σελίδες της από το συρτάρι. 
“Πόσο έχουν εκεί τα νοίκια?” “Πόσο θα μείνετε?” “Πόσα θα παίρνετε?”  ”Είναι ωραία εκεί πάνω?”
Φλυαρώ, εξηγώ, όσο ακόμη προλαβαίνω. Πριν μπει ανάμεσά μας το εξιτήριο.
Ρίχνω σκοινιά μιας διαφορετικής πραγματικότητας, κάθε τόσο μαζεύομαι, μαζεύω, δένω λύνω τεχνητούς “ίσως” κόμπους ανάμεσα στα “πολύ”, βαθαίνει η θάλασσα αντί να φαίνεται κοινή στεριά και των πλέον αυτονόητων τεκμηριώσεων έρχεται κάποτε της χρησιμότητας η ώρα. 
Στα φοιτητικά αχούρια μας, η γιατρειά για επιβεβλημένους χωρισμούς μαθηματικούς τύπους στις δραστικές της δεν περιελάμβανε. Έναν μόνο τρόπο ξέραμε μπρος στα διλήμματα, μια μόνο εμπειρική θεραπεία για αρχάριους είχαμε ο ένας για τον άλλον.  “Γράψε σ΄ένα χαρτί τι πραγματικά θα στερηθείς, διάβασέ το φωναχτά ως να το αποστηθίσεις και προχώρα”.
Αιφνιδιαστικά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Ούτε που το καταλαβαίνεις για πότε στερεύεις από λευκά χαρτιά κι ακούγεται η αναγγελία πτήσης.
01 
Κάποιοι αντιτείνουν μόνον την θλίψη του αποχωρισμού στα μάτια που αντίλογο δεν έχει, άλλοι εμμένουν στις αιτιολογημένες τους ενστάσεις. “Μα κοίτα λιακάδα Δεκέμβρη μήνα”, ήλιος, θάλασσες, “δεν θα πεθάνουμε ρε”, ελληνικά καλοκαίρια, φιλότιμα, “αλλάζει το κλίμα”.
Πάει καιρός που έχω πάψει να πιάνω πινέλο για να αγγίξω πολύτιμες ξένες ψευδαισθήσεις.  Άλλος τόσος κι από τότε που έπαψα να τις θεωρώ άξιο λόγου ανάχωμα στην γενική κατρακύλα του πίνακα προς την οριστική καταστροφή του καμβά. Με ό,τι μουτζούρα θες καλύπτονται οι λάθος αποχρώσεις μα ή θα μουτζουρώνεις ή θα ζωγραφίζεις. Και στης Τουρκοκρατίας την αρχή πολλοί πίστευαν πως όπου να ΄ναι πάλι δικά τους θα ΄ναι. Ακόμη κι ως ποιηματάκι παιδικό κι όχι σαν έπος που ένα μόνον σου αντιστοιχεί να απαγγείλεις εκτιμάς την ζωή σου ή βγαίνει η ρίμα και το έμμετρο ή δεν βγαίνουν. Κι αν δεν, ζωή πεζή, κουκιά μετρημένα. 
Μια φορά αν βρεθείς ντροπή με ντροπή, κατάφατσα, με τα πραγματικά νούμερα αυτοκτονιών, αλκοολισμού, κατάθλιψης, μια φορά να ΄χει περάσει η ανθρωπιά σου κατώφλι -πανομοιότυπο απ΄έξω με το δικό σου- που τέσσερα μωρά παιδιά κοιμούνται κουλουριασμένα σ΄ένα κρεβάτι χωρίς σκεπάσματα τρέμοντας, μαζί με τα γόνατα σου κόβονται και τα κέρινα φτερά. Από την ρίζα. Τότε το εμπεδώνεις πως σε κάθε έναν που θα βοηθήσει η ελπίδα σου, θα αντιστοιχούν 1.000 που δε θα μάθεις ποτέ τι περνούν πριν κάτι πάει στραβά με το μαγκάλι. Τότε, ούτε τον γλάρο που κρεμιέται 5 από τα 365 μερόνυχτα στο τελευταίο πλοίο για την Αμοργό προσποιούμενος πως κάθε μέρα έζησε, ούτε τον περήφανο αητό που όλα τα αντέχει και τούμπα θα τα γυρίσει, βρίσκεις την σκοπιμότητα πλέον να παριστάνεις. Αν πράγματι νοιάζεσαι για όποιον/ότι δήποτε πέρα από το “τσουλάει οριακά ακόμη” σου. 
001
Τέτοια εποχή μαζεύαμε πάντα μέσα τις γλάστρες του μπαλκονιού. Φέτος αντί για τις σκάλες τις βολέψαμε σε φιλικά πορτ παγκάζ. Στην γνωστή θέση του δέντρου καρέκλες με τα τελευταία σιδερωμένα, το κουτί με τα χριστουγεννιάτικα συνεχίζει τον ύπνο του στην πάνω ντουλάπα. Λιγοστά αγαπημένα στολίδια μαζί με όλα τα αγαπημένα και τα απαραίτητα, περιμένουν ήδη σε ένα αεροδρόμιο να τα παραλάβουμε. Να ανοίξουμε παράθυρα να αερίσουμε, να κρεμάσουμε κουρτίνες λεπτές και τραβηγμένες που θα ΄ναι να διακρίνεται η θάλασσα, να στολίσουμε, να γιορτάσουμε, να ανασάνουμε. Τα δυο μαξιλάρια του κρεβατιού έχει μόνο μείνει να χωρέσουμε στις βαλίτσες και να γυρίσουμε την κλειδαριά τρεις φορές.
Παράξενος χειμώνας. Όσο διαφορετικός απ΄όλους τόσο και ίδιος. Οι “χειμώνες” έρχονται για να συνειδητοποιείς την τύχη σου που δεν μαζεύεις μόνος τις βαριές γλάστρες από το μπαλκόνι, το κρύο για να στριμώχνεις πιο κοντά τα μαξιλάρια. Ποιος ουρανός είναι πάνω από κάθε βαρυχειμωνιά σου, εκπαιδεύεσαι να μην σ΄απασχολεί. Αρκεί να είναι.
01
Το πρωί περπατώντας στην Ιπποκράτους, μπορούσες να τεμαχίσεις την παγωνιά και την βρώμα της άρρωστης κάπνας με το μαχαίρι. Σαν σκιές στην Γκόθαμ Σίτυ περιφέρονται ανάμεσά τους σκυμμένοι ώμοι, σκυμμένα πρόσωπα.  Από τα “θα” στα “δεν” και πάλι πίσω. Ζωές γονατισμένες. Όσο τις μισείς, τόσο σε πονάνε. Όσο σε πονάνε, τόσο τις μισείς. 
“Μπορεί και να μην γυρίσετε ποτέ?” “Ίσως”.
Μίσος. Για όσα αγωνιστήκαμε πολύ να μας αγαπήσουν μα δεν τους έφτασε το πολύ μας.
Ο τόπος που αν τον ξεγυμνώσεις από την σύμπτωση να είναι ο τόπος σου δεν μένει πλέον πάνω του στάλα από το πετσί σου, είναι τόσο πατρίδα σου όσο και όπου υπάρχει χώμα κι αέρας. Εκχωρημένες, άλλων και οι λιακάδες του Δεκέμβρη. Της ομορφότερης, πλουσιότερης χώρας. Τους. Του κόσμου. Τους. Δικά μας μόνο όσα χωρούν στα χέρια μας, δέκα κούτες και μερικές βαλίτσες. 
Αν αδειάσεις μελό και ψευδαισθήσεις, όλα μια χαρά στριμώχνονται στις κρυφές θήκες, τίποτα δεν μένει πίσω. Μόνο να ΄ναι εύθραυστα, γυάλινα, τίποτα σιδερένιο, κανένας ανιχνευτής να μην τα πιάνει. Μόνο να σταματήσεις να καμώνεσαι τον αλώβητο που όλα τα/ θα τα αντέχει.  
01
Στρίβοντας στην γκρι Σόλωνος, νοστάλγησα τέτοιες μέρες το χριστουγεννιάτικο παζάρι με τις γεύσεις στο Παρίσι, το ζεστό κρασί σε πλαστικό από το Γερμανικό περίπτερο. Και πάνω κάτω στην Σαν Ελυζέ. Με 1 ευρώ. Να χαμογελάς στον άγνωστο δίπλα σου, έτσι, γιατί είναι γιορτές, γιατί είναι όμορφοι οι φωτισμένοι δρόμοι, να μη βαραίνει στα βλέμματα με ποιους είναι ο καθένας και πόση άραγε ευθύνη να ΄χει αυτός για το σκοτάδι σου κι εσύ για το δικό του, παραπάνω από τις ίδιες τις ματιές. Αυτό το ελάχιστο πολύ, αυτό μόνον. Αδέσποτοι άνθρωποι να νοιώσουμε ξανά, όχι να συνηθίσουμε σαν σαλονάτα λαμπραντόρ, λουριά να βρίσκουν να τραβούν οι Αμαλίες. Έδαφος να ΄ναι το χώμα που πατάμε, να τρίζουν τα φύλλα κάτω από τις σόλες τους Νοέμβρηδες δίπλα στο ποτάμι, να είναι κύμα αυτό που σκάει στα γόνατα τον Αύγουστο, όχι άμμος κινούμενη όλα κι όλα τα “θα” στο μυαλό στρουθοκάμηλοι. Να ανασάνουμε. Αυτό μόνον.  
“Κάποια στιγμή ίσως τα ξαναζήσουμε . Μάλλον όχι -ξανά. Ζήσουμε. Σκέτα. Αλλιώς θα είναι. Και ωραία, σίγουρα”.
Ναι, έτσι θα γίνει. Δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς. Όλα τα άλλα, έχουν ήδη ερήμην μας συμβεί. 
(Χρώματα: Michael Sowa)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων