Tου Γιώργου Γιαννουλόπουλου, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην ηττήθηκε κατά κράτος στις κόντρες με αφορμή τα γενόσημα και τη μείωση των τιμών του γάλακτος, ό,τι και να λένε οι καθ’ έξιν επικριτές του. Σίγουρα όμως δεν θριάμβευσε, όπως αποπειράθηκαν να μας πείσουν οι επίσης καθ’ έξιν υμνητές του. (Μια και το ’φερε η κουβέντα, όσοι δημοσιολογούντες από τη μία ή την άλλη πλευρά συμμετέχουν στην καθημερινή κονταρομαχία κυβέρνησης-ΣΥΡΙΖΑ, απόλυτα πεπεισμένοι ότι έχουν διαλέξει σωστά μεταξύ Καλού και Κακού, προφανώς δεν βλέπουν το γελοίο του πράγματος όταν κατηγορούν τους αντιπάλους ότι είναι προκατειλημμένοι και φορούν παρωπίδες, όταν κι αυτοί όχι μόνο επιδίδονται στο ίδιο σπορ, αλλά δρέπουν και δάφνες.)
Νομίζω ότι ορθώς επισημάνθηκαν οι αδυναμίες και η αμηχανία στην επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ: κάποιες μπηχτές κατά του ΕΟΦ, φήμες για ανάμειξη ισραηλινής εταιρείας, υπεκφυγές, προσπάθεια να μετατοπιστεί η συζήτηση κ.ο.κ. Μέσα σε όλα αυτά όμως υπήρχε και μια σοβαρότατη ένσταση: και στις δύο περιπτώσεις των γενόσημων και της γαλακτοβιομηχανίας εγείρεται θέμα προστασίας της ντόπιας παραγωγής που απασχολεί πολλές χιλιάδες εργαζόμενους. Επιπλέον ας μην ξεχνάμε ότι και οι ξένοι που ευαγγελίζονται τον ελεύθερο ανταγωνισμό χωρίς σύνορα, δεν δίστασαν στο παρελθόν να θεσπίσουν προστατευτικά μέτρα για να διασώσουν μια δική τους βιομηχανία όταν κινδύνευε από την εφαρμογή της οικονομικής ιδεολογίας την οποία οι ίδιοι προσπαθούσαν να επιβάλουν στους άλλους.
Νομίζω ότι η σωστή απάντηση στο πρόβλημα προϋποθέτει μια ενδελεχή αποτίμηση της κατάστασης, η οποία θα καταλήξει σε έναν ισολογισμό όπου θα καταγράφονται τα συγκεκριμένα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της κάθε μίας εκ των δύο επιλογών.
Δηλαδή τι είναι περισσότερο και τι λιγότερο σημαντικό, πώς το τι αποφασίζουμε σήμερα θα επηρεάσει το μέλλον που θέλουμε, το αν αξίζει να διακινδυνεύσουμε τη ρήξη με τους έστω αδικαιολόγητα οργισμένους δανειστές μας, και πάνω απ’ όλα ποιους θα ικανοποιήσουμε και ποιους θα δυσαρεστήσουμε, τους καταναλωτές ή τους εργαζόμενους; (που συμβαίνει να είναι και καταναλωτές, έτσι για να το κάνουμε πιο δύσκολο).
Κάτι τέτοιο θα μας οδηγήσει σε μια τελική επιλογή με την ελπίδα ότι θα είναι η καλύτερη δυνατή σύνθεση της σημερινής πραγματικότητας με τους απώτερους στόχους μας, όποιοι και να ’ναι. Οντας άσχετος, δεν θα τολμούσα να υποδείξω τη σωστή απάντηση στο ερώτημα. Δικαιούμαι όμως, όπως όλοι μας, να μιλήσω για την προφανή ανάγκη να διαλέγουμε ανάμεσα σε μη τέλειες λύσεις, αντί να υποκρινόμαστε ότι τα πράγματα είναι απλά, αρκεί ο κόσμος να αποδεχθεί ότι εμείς έχουμε όλο το δίκιο και οι αντίπαλοί μας όλο το άδικο.
Αυτό το τελευταίο είναι η μόνιμη επωδός του λόγου που εκπέμπει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και για να είμαστε ειλικρινείς πάντα έτσι αντιδρά η αντιπολίτευση, ιδίως στην Ελλάδα. Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που ο Αντ. Σαμαράς, στα απανωτά Ζάππεια, μας διαβεβαίωνε ότι τα βάσανά μας θα τελειώσουν αν τον εμπιστευτούμε. Οι δε πρώτοι και υποδειγματικά διδάξαντες την εύκολη πλειοδοσία ήταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Αλλά εδώ που φτάσαμε, προβλήματα όπως τα γενόσημα και οι τιμές του γάλατος αποκτούν τεράστια σημασία διότι αναγκάζουν την Κουμουνδούρου να διαλέξει αντί να κουνάει το δάχτυλο φιλάρεσκα και εκ του ασφαλούς. Με άλλα λόγια να διαλέξει ποιον θα δυσαρεστήσει, όπως υποχρεούνται να κάνουν όποιοι κυβερνούν. Και ίσως αύριο στη θέση τους να βρεθεί ο Αλ. Τσίπρας.
Αν κρίνουμε από τα σχόλια του ΣΥΡΙΖΑ και όσων τον λιβανίζουν, αυτό δεν αρέσει. Θα προτιμούσαν να παραμείνουν αφ’ υψηλού τιμητές των άλλων χωρίς να χρειαστεί να πάρουν δύσκολες αποφάσεις. Γιατί αν κρίνουμε από τις μέχρι σήμερα επιδόσεις του, ο ΣΥΡΙΖΑ ιδανικά θα ήθελε να εμφανίζεται ως προστάτης των κτηνοτρόφων και ταυτόχρονα να κατακεραυνώνει την κυβέρνηση για τις τιμές στα σουπερμάρκετ ή υπέρμαχος της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας και δίαυλος της αγανάκτησης για την έλλειψη φτηνών φαρμάκων. Αλλά δεν γίνεται.
Αυτή είναι η επώδυνη ενηλικίωσή του. Η οποία δεν ξέρω αν θα συνεχιστεί. Για να μην κάνουμε όμως την κριτική μας όσο εύκολη είναι η δική του, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι δεν υπάρxει κόμμα επί γης που θα αντιστεκόταν στον πειρασμό να εκμεταλλευτεί τη διάχυτη οργή της κοινωνίας. Αρα είναι θέμα ποσοστών στο μείγμα δημαγωγίας και σοβαρότητας που τελικά θα καθορίσει τη στάση του. Εύχομαι να επικρατήσουν εκείνοι που έχουν συναίσθηση των δυσκολιών και της βαριάς ευθύνης που τις συνοδεύει. Μπορεί να μην ακούγονται πολύ, αλλά υπάρχουν. Φοβάμαι όμως ότι τελικά μάλλον θα επικρατήσει ο στενός κύκλος γύρω από τον αρχηγό επειδή τους ενώνουν κάποια πράγματα: ο απλουστευτικός μανιχαϊσμός, η ρηχότητα της πολιτικής σκέψης, ο αυταρχισμός όπως φάνηκε στις περιπτώσεις Χαντζόπουλου και Τατσόπουλου, και η αβάσταχτη (μεταμοντέρνα;) ελαφρότητα που βλέπει την πάση θυσία κατάκτηση της εξουσίας ως αυτοσκοπό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην ηττήθηκε κατά κράτος στις κόντρες με αφορμή τα γενόσημα και τη μείωση των τιμών του γάλακτος, ό,τι και να λένε οι καθ’ έξιν επικριτές του. Σίγουρα όμως δεν θριάμβευσε, όπως αποπειράθηκαν να μας πείσουν οι επίσης καθ’ έξιν υμνητές του. (Μια και το ’φερε η κουβέντα, όσοι δημοσιολογούντες από τη μία ή την άλλη πλευρά συμμετέχουν στην καθημερινή κονταρομαχία κυβέρνησης-ΣΥΡΙΖΑ, απόλυτα πεπεισμένοι ότι έχουν διαλέξει σωστά μεταξύ Καλού και Κακού, προφανώς δεν βλέπουν το γελοίο του πράγματος όταν κατηγορούν τους αντιπάλους ότι είναι προκατειλημμένοι και φορούν παρωπίδες, όταν κι αυτοί όχι μόνο επιδίδονται στο ίδιο σπορ, αλλά δρέπουν και δάφνες.)
Νομίζω ότι ορθώς επισημάνθηκαν οι αδυναμίες και η αμηχανία στην επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ: κάποιες μπηχτές κατά του ΕΟΦ, φήμες για ανάμειξη ισραηλινής εταιρείας, υπεκφυγές, προσπάθεια να μετατοπιστεί η συζήτηση κ.ο.κ. Μέσα σε όλα αυτά όμως υπήρχε και μια σοβαρότατη ένσταση: και στις δύο περιπτώσεις των γενόσημων και της γαλακτοβιομηχανίας εγείρεται θέμα προστασίας της ντόπιας παραγωγής που απασχολεί πολλές χιλιάδες εργαζόμενους. Επιπλέον ας μην ξεχνάμε ότι και οι ξένοι που ευαγγελίζονται τον ελεύθερο ανταγωνισμό χωρίς σύνορα, δεν δίστασαν στο παρελθόν να θεσπίσουν προστατευτικά μέτρα για να διασώσουν μια δική τους βιομηχανία όταν κινδύνευε από την εφαρμογή της οικονομικής ιδεολογίας την οποία οι ίδιοι προσπαθούσαν να επιβάλουν στους άλλους.
Νομίζω ότι η σωστή απάντηση στο πρόβλημα προϋποθέτει μια ενδελεχή αποτίμηση της κατάστασης, η οποία θα καταλήξει σε έναν ισολογισμό όπου θα καταγράφονται τα συγκεκριμένα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της κάθε μίας εκ των δύο επιλογών.
Δηλαδή τι είναι περισσότερο και τι λιγότερο σημαντικό, πώς το τι αποφασίζουμε σήμερα θα επηρεάσει το μέλλον που θέλουμε, το αν αξίζει να διακινδυνεύσουμε τη ρήξη με τους έστω αδικαιολόγητα οργισμένους δανειστές μας, και πάνω απ’ όλα ποιους θα ικανοποιήσουμε και ποιους θα δυσαρεστήσουμε, τους καταναλωτές ή τους εργαζόμενους; (που συμβαίνει να είναι και καταναλωτές, έτσι για να το κάνουμε πιο δύσκολο).
Κάτι τέτοιο θα μας οδηγήσει σε μια τελική επιλογή με την ελπίδα ότι θα είναι η καλύτερη δυνατή σύνθεση της σημερινής πραγματικότητας με τους απώτερους στόχους μας, όποιοι και να ’ναι. Οντας άσχετος, δεν θα τολμούσα να υποδείξω τη σωστή απάντηση στο ερώτημα. Δικαιούμαι όμως, όπως όλοι μας, να μιλήσω για την προφανή ανάγκη να διαλέγουμε ανάμεσα σε μη τέλειες λύσεις, αντί να υποκρινόμαστε ότι τα πράγματα είναι απλά, αρκεί ο κόσμος να αποδεχθεί ότι εμείς έχουμε όλο το δίκιο και οι αντίπαλοί μας όλο το άδικο.
Αυτό το τελευταίο είναι η μόνιμη επωδός του λόγου που εκπέμπει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και για να είμαστε ειλικρινείς πάντα έτσι αντιδρά η αντιπολίτευση, ιδίως στην Ελλάδα. Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που ο Αντ. Σαμαράς, στα απανωτά Ζάππεια, μας διαβεβαίωνε ότι τα βάσανά μας θα τελειώσουν αν τον εμπιστευτούμε. Οι δε πρώτοι και υποδειγματικά διδάξαντες την εύκολη πλειοδοσία ήταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Αλλά εδώ που φτάσαμε, προβλήματα όπως τα γενόσημα και οι τιμές του γάλατος αποκτούν τεράστια σημασία διότι αναγκάζουν την Κουμουνδούρου να διαλέξει αντί να κουνάει το δάχτυλο φιλάρεσκα και εκ του ασφαλούς. Με άλλα λόγια να διαλέξει ποιον θα δυσαρεστήσει, όπως υποχρεούνται να κάνουν όποιοι κυβερνούν. Και ίσως αύριο στη θέση τους να βρεθεί ο Αλ. Τσίπρας.
Αν κρίνουμε από τα σχόλια του ΣΥΡΙΖΑ και όσων τον λιβανίζουν, αυτό δεν αρέσει. Θα προτιμούσαν να παραμείνουν αφ’ υψηλού τιμητές των άλλων χωρίς να χρειαστεί να πάρουν δύσκολες αποφάσεις. Γιατί αν κρίνουμε από τις μέχρι σήμερα επιδόσεις του, ο ΣΥΡΙΖΑ ιδανικά θα ήθελε να εμφανίζεται ως προστάτης των κτηνοτρόφων και ταυτόχρονα να κατακεραυνώνει την κυβέρνηση για τις τιμές στα σουπερμάρκετ ή υπέρμαχος της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας και δίαυλος της αγανάκτησης για την έλλειψη φτηνών φαρμάκων. Αλλά δεν γίνεται.
Αυτή είναι η επώδυνη ενηλικίωσή του. Η οποία δεν ξέρω αν θα συνεχιστεί. Για να μην κάνουμε όμως την κριτική μας όσο εύκολη είναι η δική του, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι δεν υπάρxει κόμμα επί γης που θα αντιστεκόταν στον πειρασμό να εκμεταλλευτεί τη διάχυτη οργή της κοινωνίας. Αρα είναι θέμα ποσοστών στο μείγμα δημαγωγίας και σοβαρότητας που τελικά θα καθορίσει τη στάση του. Εύχομαι να επικρατήσουν εκείνοι που έχουν συναίσθηση των δυσκολιών και της βαριάς ευθύνης που τις συνοδεύει. Μπορεί να μην ακούγονται πολύ, αλλά υπάρχουν. Φοβάμαι όμως ότι τελικά μάλλον θα επικρατήσει ο στενός κύκλος γύρω από τον αρχηγό επειδή τους ενώνουν κάποια πράγματα: ο απλουστευτικός μανιχαϊσμός, η ρηχότητα της πολιτικής σκέψης, ο αυταρχισμός όπως φάνηκε στις περιπτώσεις Χαντζόπουλου και Τατσόπουλου, και η αβάσταχτη (μεταμοντέρνα;) ελαφρότητα που βλέπει την πάση θυσία κατάκτηση της εξουσίας ως αυτοσκοπό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου