Χριστόφορος Βερναρδάκης, απο την Εποχη...
Παλιά προεκλογική αφίσα του ΠΑΣΟΚ: από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στον Γ.A. Παπανδρέου.
Οι εκλογές του 2012 συμπύκνωσαν στο αποτέλεσμά τους την επίδραση των δύο κύριων διαιρετικών τομών που χαρακτηρίζουν τη σημερινή συγκρότηση του ελληνικού κομματικού συστήματος: α) τη διαίρεση Αριστερά / Δεξιά και β) τη διαίρεση σε «μνημονιακές» και «αντιμνημονιακές» δυνάμεις. Οι δύο (επάλληλες) αυτές τομές είχαν ως αποτέλεσμα τον πολωμένο πολυκομματισμό που προέκυψε από τις εκλογές του 2012 και την άρση της μεταπολιτευτικής διαίρεσης σε Δεξιά / Δημοκρατικές Δυνάμεις, που είχε απορροφήσει την «Αριστερά» και που είχε λάβει κυρίως μετά το 1996 τη μορφή ενός σκληρού δικομματικού καρτέλ. Οι δύο αυτές διαιρετικές τομές βάθυναν ακόμη περισσότερο μετά τις εκλογές του 2012 στο έδαφος μιας ακόμη σκληρότερης νεοφιλελεύθερης πολιτικής και επέδρασαν καταλυτικά στην εξέλιξη της μορφής των πολιτικών δυνάμεων, καθώς και στη σημερινή εκλογική επιρροή τους. Ενάμιση χρόνο μετά οι σημαντικότερες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο κομματικό σύστημα είναι οι εξής:
Αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ
Η απόλυτη ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με την ΝΔ έχει ακυρώσει τη καταστατική θεμελιακή βάση της ιστορικής του συγκρότησης ως κόμματος της αντι-δεξιάς δημοκρατικής παράταξης. Η εξέλιξη αυτή έχει με τη σειρά της αποδομήσει το παλιό μαζικό κόμμα και έχει θρυμματίσει την πολιτική και εκλογική του επιρροή. Φυσιολογικά, η παλαιά κοινωνική εκλογική βάση του κόμματος, δηλαδή η κοινωνική συμμαχία της μισθωτής εργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με μεγάλα τμήματα των μεσαίων και μικροαστικών τάξεων, μετακινείται προς τον «κεντρικό» πλέον παίκτη του αριστερού φάσματος που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι πιθανότητες το ΠΑΣΟΚ να μην υπερβεί αυτόνομα το εκλογικό όριο του 3% γίνονται κάθε μέρα και περισσότερες.
Η συρρίκνωση της ΔΗΜΑΡ
Ανάλογη πορεία συρρίκνωσης έχει ακολουθήσει και η ΔΗΜΑΡ. Η συμμετοχή της στην κυβέρνηση υπονόμευσε δομικά την τοποθέτησή της στο κομματικό σύστημα, αφού αποδυνάμωσε τη συσχέτισή της με τις δύο βασικές διαιρετικές τομές του κομματικού συστήματος και ρευστοποίησε την αρχική της τοποθέτηση στον «κεντρο-αριστερό» άξονα και στον «αντιμνημονιακό» άξονα. Η ρευστοποίηση αυτή ενισχύθηκε κατόπιν από το γεγονός ότι απέτυχε στην κεντρική της στρατηγική να λειτουργήσει ως veto player εντός της κυβερνητικής πλειοψηφίας, δηλαδή στον παράγοντα εκείνο του οποίου η συναίνεση είναι αναγκαία για την παραγωγή πολιτικών αποφάσεων. Η πράξη διέψευσε τις προσδοκίες αναγκάζοντάς την να στηρίζει ακραίες νεοφιλελεύθερες και αντικοινωνικές πολιτικές και οδηγώντάς την τελικά στην έξοδο από την κυβέρνηση. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν αποκατέστησε τα πράγματα, αφού δεν ήρε την αμφίσημη τοποθέτηση του κόμματος στις βασικές διαιρετικές τομές. Ο δείκτης «πολιτικής χρησιμότητας» της ΔΗΜΑΡ έχει φτάσει στο ναδίρ, αφού δεν αφαιρεί και δεν προσθέτει ούτε στην «κυβέρνηση» ούτε στην «αντιπολίτευση».
Η παρατεταμένη κρίση του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ έχει θέσει το ερώτημα αν υπάρχει χώρος για τη συγκρότηση ενός τρίτου (κεντροαριστερού) πόλου στην πολιτική σκηνή.
Μπορεί να υπάρξει τρίτος πόλος;
Η απάντηση είναι σαφής αυτήν τη στιγμή, όχι. Πρώτον, γιατί ο λεγόμενος τρίτος πόλος, έτσι όπως εξαγγέλεται τουλάχιστον, δεν τοποθετείται σε κανέναν από τους δύο διαιρετικούς άξονες του κομματικού συστήματος. Δεύτερον, επομένως δεν συγκροτεί κάποιο μπλοκ στο πεδίο των κοινωνικών δυνάμεων και των κοινωνικών συμφερόντων. Τρίτον, γιατί αποτελείται από παλαιά πρόσωπα που συμβολοποιούν την απαξίωση της κοινής γνώμης προς το παλαιό πολιτικό σύστημα. Οσοι παραλληλίζουν αυτόν τον τρίτο πόλο με τη συγκρότηση προδικτατορικά της Ενωσης Κέντρου ως αναχώματος στην εκλογική άνοδο της ΕΔΑ, παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η Ενωση Κέντρου συγκροτήθηκε μεν από αστικό και καθεστωτικό πολιτικό προσωπικό, ωστόσο η αντικειμενική της κοινωνική και εκλογική κίνηση τοποθετήθηκε στη βασική διαίρεση της μετεμφυλιακής περιόδου και επομένως μπόρεσε να λειτουργήσει συσπειρωτικά για τις λαϊκές τάξεις στο πεδίο της πολιτικής τους αντιπροσώπευσης. Το σημερινό εγχείρημα, αντίθετα, ορίζεται ως «υποσύστημα» της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης.
Ανακατατάξεις στο χώρο της «Δεξιάς»
Βεβαίως μια κοινή εκλογική κάθοδος διαφόρων τέτοιων δυνάμεων, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, «58» κ.λπ., θα έδινε πιθανότητες εκλογικής επιβίωσης σε ένα μέρος του πολιτικού τους προσωπικού, όμως σε επίπεδα της τάξης του 4-6%. Δύσκολα μάλιστα θα άθροιζαν τα ποσοστά των επιμέρους συνιστωσών τους.
Στο χώρο αυτό η κατάσταση περιγράφεται από την κρίση και συρρίκνωση της ΝΔ, την άνοδο και ανθεκτικότητα της Χρυσής Αυγής, και τη σχετική ανθεκτικότητα των ΑΝΕΛ. Η εξέλιξη της ΝΔ ορίζεται από την οργανική σύμφυση νεοφιλελευθερισμού και κρατικού (ακροδεξιού) αυταρχισμού. Η μετακίνηση αυτή έχει αλλάξει ριζικά το πρότυπο του μαζικού κόμματος της φιλελεύθερης κεντροδεξιάς, πάνω στο οποίο πορεύτηκε το κόμμα μετά το 1974. Ταυτόχρονα, η πρωτοφανής κοινωνική κρίση έχει απελευθερώσει μεγάλα κομμάτια της παραδοσιακής ελληνικής δεξιάς στρέφοντάς τα προς την εξτρεμιστική άκρα δεξιά και την Χρυσή Αυγή. Η ΝΔ επομένως «ρευστοποιείται» τρόπον τινά από δύο μετακινήσεις. Η πρώτη προς την ακροδεξιά, η δεύτερη προς τον κεντροδεξιό «μεσαίο χώρο». Ο δεύτερος είναι αυτήν τη στιγμή κονιορτοποιημένος σε μικρές πολιτικές ομάδες εντός και εκτός της ΝΔ, ενώ από αυτήν τη δεξαμενή καταφέρνει μέχρι στιγμής να συντηρείται το κόμμα των ΑΝΕΛ εκφράζοντας τμήματα της λαϊκής δεξιάς που δεν έλκονται από την ακροδεξιά και το φασισμό. Ο πρώτος όμως χώρος, αυτός της ακροδεξιάς, αποτελεί ένα υπαρκτό εκλογικό κίνδυνο για το «θεσμικό» κόμμα της Δεξιάς, στο μέτρο που τα δύο κόμματα τείνουν να κινηθούν σε όμορες σφαίρες εκλογικής επιρροής. Το πρόβλημα της σημερινής ΝΔ είναι το στρατηγικό δίλημμα: θα κινηθεί εντονότερα προς την ακροδεξιά ελπίζοντας να συγκρατήσει την άνοδο της Χρυσής Αυγής, αλλά διακινδυνεύοντας μεγαλύτερη φθορά από το «μεσαίο χώρο» ή θα κινηθεί προς το «μεσαίο χώρο» διακινδυνεύοντας λόγω και της οικονομικής κρίσης την εκτίναξη του ακροδεξιού εξτρεμισμού.
Η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ
Η σημερινή συγκυρία ορίζεται, τέλος, από τη διαφαινόμενη εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και την απορρόφηση όλων των πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών από την προσδοκία μιας «αλλαγής στην κυβέρνηση». Η παρατεταμένη αδυναμία των κοινωνικών αγώνων (πλην εντελώς μεμονωμένων εξαιρέσεων) να ανατρέψουν είτε συνολικά είτε εν μέρει την ασκούμενη πολιτική, έχει επενεργήσει σε ένα ψυχολογικό κλίμα που ορίζεται από δύο συνθήκες. Την πολιτική απογοήτευση και την ανάθεση της ελπίδας στην «τελευταία ευκαιρία». Με άλλα λόγια, η εκλογική άνοδος είναι αντιστρόφως ανάλογη της σημερινής κοινωνικής ενεργοποίησης. Και αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ. Διακινδυνεύει να βρεθεί με ένα μεγάλο εκλογικό ποσοστό το οποίο, όμως, να μην συμβαδίζει με μια ποιοτική και ποσοτική αλλαγή στο χώρο των κοινωνικών κινημάτων.
Η πραγματικότητα της «ανάθεσης» λειτουργεί αντικειμενικά σε βάρος της επιρροής των άλλων κομμάτων και οργανώσεων της αριστεράς. Το ΚΚΕ εμφανίζει στασιμότητα, ενώ πολιτικές δυνάμεις όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή οι Οικολόγοι-Πράσινοι δεν δημιουργούν αξιοσημείωτα εκλογικά ρεύματα, παρά το γεγονός ότι ειδικά η πρώτη εμφανίζει αξιόλογη κοινωνική διείσδυση.
Αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ
Η απόλυτη ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με την ΝΔ έχει ακυρώσει τη καταστατική θεμελιακή βάση της ιστορικής του συγκρότησης ως κόμματος της αντι-δεξιάς δημοκρατικής παράταξης. Η εξέλιξη αυτή έχει με τη σειρά της αποδομήσει το παλιό μαζικό κόμμα και έχει θρυμματίσει την πολιτική και εκλογική του επιρροή. Φυσιολογικά, η παλαιά κοινωνική εκλογική βάση του κόμματος, δηλαδή η κοινωνική συμμαχία της μισθωτής εργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με μεγάλα τμήματα των μεσαίων και μικροαστικών τάξεων, μετακινείται προς τον «κεντρικό» πλέον παίκτη του αριστερού φάσματος που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι πιθανότητες το ΠΑΣΟΚ να μην υπερβεί αυτόνομα το εκλογικό όριο του 3% γίνονται κάθε μέρα και περισσότερες.
Η συρρίκνωση της ΔΗΜΑΡ
Ανάλογη πορεία συρρίκνωσης έχει ακολουθήσει και η ΔΗΜΑΡ. Η συμμετοχή της στην κυβέρνηση υπονόμευσε δομικά την τοποθέτησή της στο κομματικό σύστημα, αφού αποδυνάμωσε τη συσχέτισή της με τις δύο βασικές διαιρετικές τομές του κομματικού συστήματος και ρευστοποίησε την αρχική της τοποθέτηση στον «κεντρο-αριστερό» άξονα και στον «αντιμνημονιακό» άξονα. Η ρευστοποίηση αυτή ενισχύθηκε κατόπιν από το γεγονός ότι απέτυχε στην κεντρική της στρατηγική να λειτουργήσει ως veto player εντός της κυβερνητικής πλειοψηφίας, δηλαδή στον παράγοντα εκείνο του οποίου η συναίνεση είναι αναγκαία για την παραγωγή πολιτικών αποφάσεων. Η πράξη διέψευσε τις προσδοκίες αναγκάζοντάς την να στηρίζει ακραίες νεοφιλελεύθερες και αντικοινωνικές πολιτικές και οδηγώντάς την τελικά στην έξοδο από την κυβέρνηση. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν αποκατέστησε τα πράγματα, αφού δεν ήρε την αμφίσημη τοποθέτηση του κόμματος στις βασικές διαιρετικές τομές. Ο δείκτης «πολιτικής χρησιμότητας» της ΔΗΜΑΡ έχει φτάσει στο ναδίρ, αφού δεν αφαιρεί και δεν προσθέτει ούτε στην «κυβέρνηση» ούτε στην «αντιπολίτευση».
Η παρατεταμένη κρίση του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ έχει θέσει το ερώτημα αν υπάρχει χώρος για τη συγκρότηση ενός τρίτου (κεντροαριστερού) πόλου στην πολιτική σκηνή.
Μπορεί να υπάρξει τρίτος πόλος;
Η απάντηση είναι σαφής αυτήν τη στιγμή, όχι. Πρώτον, γιατί ο λεγόμενος τρίτος πόλος, έτσι όπως εξαγγέλεται τουλάχιστον, δεν τοποθετείται σε κανέναν από τους δύο διαιρετικούς άξονες του κομματικού συστήματος. Δεύτερον, επομένως δεν συγκροτεί κάποιο μπλοκ στο πεδίο των κοινωνικών δυνάμεων και των κοινωνικών συμφερόντων. Τρίτον, γιατί αποτελείται από παλαιά πρόσωπα που συμβολοποιούν την απαξίωση της κοινής γνώμης προς το παλαιό πολιτικό σύστημα. Οσοι παραλληλίζουν αυτόν τον τρίτο πόλο με τη συγκρότηση προδικτατορικά της Ενωσης Κέντρου ως αναχώματος στην εκλογική άνοδο της ΕΔΑ, παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η Ενωση Κέντρου συγκροτήθηκε μεν από αστικό και καθεστωτικό πολιτικό προσωπικό, ωστόσο η αντικειμενική της κοινωνική και εκλογική κίνηση τοποθετήθηκε στη βασική διαίρεση της μετεμφυλιακής περιόδου και επομένως μπόρεσε να λειτουργήσει συσπειρωτικά για τις λαϊκές τάξεις στο πεδίο της πολιτικής τους αντιπροσώπευσης. Το σημερινό εγχείρημα, αντίθετα, ορίζεται ως «υποσύστημα» της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης.
Ανακατατάξεις στο χώρο της «Δεξιάς»
Βεβαίως μια κοινή εκλογική κάθοδος διαφόρων τέτοιων δυνάμεων, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, «58» κ.λπ., θα έδινε πιθανότητες εκλογικής επιβίωσης σε ένα μέρος του πολιτικού τους προσωπικού, όμως σε επίπεδα της τάξης του 4-6%. Δύσκολα μάλιστα θα άθροιζαν τα ποσοστά των επιμέρους συνιστωσών τους.
Στο χώρο αυτό η κατάσταση περιγράφεται από την κρίση και συρρίκνωση της ΝΔ, την άνοδο και ανθεκτικότητα της Χρυσής Αυγής, και τη σχετική ανθεκτικότητα των ΑΝΕΛ. Η εξέλιξη της ΝΔ ορίζεται από την οργανική σύμφυση νεοφιλελευθερισμού και κρατικού (ακροδεξιού) αυταρχισμού. Η μετακίνηση αυτή έχει αλλάξει ριζικά το πρότυπο του μαζικού κόμματος της φιλελεύθερης κεντροδεξιάς, πάνω στο οποίο πορεύτηκε το κόμμα μετά το 1974. Ταυτόχρονα, η πρωτοφανής κοινωνική κρίση έχει απελευθερώσει μεγάλα κομμάτια της παραδοσιακής ελληνικής δεξιάς στρέφοντάς τα προς την εξτρεμιστική άκρα δεξιά και την Χρυσή Αυγή. Η ΝΔ επομένως «ρευστοποιείται» τρόπον τινά από δύο μετακινήσεις. Η πρώτη προς την ακροδεξιά, η δεύτερη προς τον κεντροδεξιό «μεσαίο χώρο». Ο δεύτερος είναι αυτήν τη στιγμή κονιορτοποιημένος σε μικρές πολιτικές ομάδες εντός και εκτός της ΝΔ, ενώ από αυτήν τη δεξαμενή καταφέρνει μέχρι στιγμής να συντηρείται το κόμμα των ΑΝΕΛ εκφράζοντας τμήματα της λαϊκής δεξιάς που δεν έλκονται από την ακροδεξιά και το φασισμό. Ο πρώτος όμως χώρος, αυτός της ακροδεξιάς, αποτελεί ένα υπαρκτό εκλογικό κίνδυνο για το «θεσμικό» κόμμα της Δεξιάς, στο μέτρο που τα δύο κόμματα τείνουν να κινηθούν σε όμορες σφαίρες εκλογικής επιρροής. Το πρόβλημα της σημερινής ΝΔ είναι το στρατηγικό δίλημμα: θα κινηθεί εντονότερα προς την ακροδεξιά ελπίζοντας να συγκρατήσει την άνοδο της Χρυσής Αυγής, αλλά διακινδυνεύοντας μεγαλύτερη φθορά από το «μεσαίο χώρο» ή θα κινηθεί προς το «μεσαίο χώρο» διακινδυνεύοντας λόγω και της οικονομικής κρίσης την εκτίναξη του ακροδεξιού εξτρεμισμού.
Η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ
Η σημερινή συγκυρία ορίζεται, τέλος, από τη διαφαινόμενη εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και την απορρόφηση όλων των πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών από την προσδοκία μιας «αλλαγής στην κυβέρνηση». Η παρατεταμένη αδυναμία των κοινωνικών αγώνων (πλην εντελώς μεμονωμένων εξαιρέσεων) να ανατρέψουν είτε συνολικά είτε εν μέρει την ασκούμενη πολιτική, έχει επενεργήσει σε ένα ψυχολογικό κλίμα που ορίζεται από δύο συνθήκες. Την πολιτική απογοήτευση και την ανάθεση της ελπίδας στην «τελευταία ευκαιρία». Με άλλα λόγια, η εκλογική άνοδος είναι αντιστρόφως ανάλογη της σημερινής κοινωνικής ενεργοποίησης. Και αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ. Διακινδυνεύει να βρεθεί με ένα μεγάλο εκλογικό ποσοστό το οποίο, όμως, να μην συμβαδίζει με μια ποιοτική και ποσοτική αλλαγή στο χώρο των κοινωνικών κινημάτων.
Η πραγματικότητα της «ανάθεσης» λειτουργεί αντικειμενικά σε βάρος της επιρροής των άλλων κομμάτων και οργανώσεων της αριστεράς. Το ΚΚΕ εμφανίζει στασιμότητα, ενώ πολιτικές δυνάμεις όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή οι Οικολόγοι-Πράσινοι δεν δημιουργούν αξιοσημείωτα εκλογικά ρεύματα, παρά το γεγονός ότι ειδικά η πρώτη εμφανίζει αξιόλογη κοινωνική διείσδυση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου