Του Νικόλα Σεβαστάκη*, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Η νεωτερική πολιτική στηρίχτηκε, σε μεγάλο βαθμό, στις ιδεολογικές αφαιρέσεις. Η κοινωνία των πολιτών, η εργατική τάξη, το γενικό συμφέρον, η πρόοδος, υπήρξαν παρόμοιες αφαιρέσεις που λειτούργησαν ως πυξίδες για την πλοήγηση σε κοινωνικές πραγματικότητες με διαφορετικά χαρακτηριστικά και εμπειρίες.
Και μια και αναφέρω αυτούς τους δύο όρους, την αφαίρεση και την εμπειρία, νιώθω την ανάγκη να συστήσω την πολύ σημαντική πρόσφατη μελέτη του Παντελή Λέκκα με τον τίτλο «Αφαίρεση και εμπειρία. Μια φορμαλιστική θεώρηση του ιδεολογικού φαινομένου» (εκδόσεις Τόπος, 2012) που μυεί τον αναγνώστη σε όλο το εύρος αυτής της συζήτησης για την ιδεολογία και τις περιπέτειές της στον χρόνο μέχρι τις μέρες μας. Δεν είναι από τα βιβλία που μιλούν ευθέως για τα επικαιρικά κι ωστόσο υπηρετούν τη δυσεύρετη διαύγεια μέσα στις ρητορικές μανιέρες των ημερών.
Αυτοί οι δύο όροι πάντως, η αφαίρεση και η εμπειρία, μας δίνουν την ευκαιρία να μιλήσουμε για φαινόμενα που πολλές φορές δεν μπορούμε να τα διαπραγματευτούμε ψύχραιμα, γιατί μας κλονίζουν τις συνήθεις ευκολίες μας. Ιστορικά, λοιπόν, η Αριστερά, σε όλες της τις εκδοχές, από τις πιο μετριοπαθείς ώς τις πιο ριζοσπαστικές, υπήρξε πολύ περισσότερο ο χώρος των αφαιρέσεων παρά η παράταξη της εμπειρίας. Ηδη από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, η ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δέχτηκε τα πυρά των συντηρητικών ως εξόχως αφηρημένη και γι’ αυτό «επικίνδυνη». Το ίδιο θα συμβεί στον επόμενο αιώνα και με την ιδέα της ταξικής πάλης, παρά το ότι ο μαρξισμός και ευρύτερα η σοσιαλιστική κοινωνική κριτική ορκιζόταν στις «συγκεκριμένες υλικές πρακτικές». Η κατηγορία που απευθύνθηκε διαχρονικά τόσο κατά του πολιτικού φιλελευθερισμού όσο και κατά του σοσιαλισμού ήταν η ίδια: ότι παραβίαζαν τα δεδομένα της συσσωρευμένης εμπειρίας, τις εθνικές ρίζες και ταυτότητες, υπέρ του αφηρημένου ιδεώδους.
Πάνω σε αυτή την υπεράσπιση μιας επικυρωμένης από την Ιστορία εμπειρικής σοφίας θα χτιστεί το συντηρητικό επιχείρημα στις διάφορες αιχμές του. Ο συντηρητισμός θα κατακεραυνώσει εξαρχής τις «φιλοσοφικές πολιτικές» που επιδιώκουν να θέσουν θολούς ή ουτοπικούς στόχους, βιάζοντας τους ρυθμούς της φυσικής ωρίμανσης των κοινωνιών. Κυρίως, όμως, θα ταχθεί υπέρ μιας πολιτικής που ζητάει να αποφύγει την ιδεολογία και αποδέχεται το εγγενώς ατελές και τραγικό στοιχείο κάθε κοινωνικής θέσπισης και πολιτισμικής συνθήκης. Πάνω σε αυτή την οντολογία της ατέλειας θα στηριχτεί ο λόγος που αποδέχεται το υψηλό κόστος των ανισοτήτων για την αποφυγή κάποιου μεγαλύτερου πολιτικού δεινού.
Στον εικοστό αιώνα, οι ολοκληρωτικές εκτροπές του επαναστατικού δρόμου αλλά και πολλές από τις αποτυχίες του αστικού φιλελευθερισμού, ενίσχυσαν τις αμφιβολίες για τον ρόλο των ιδεολογικών αφαιρέσεων στην πολιτική. Από ένα σημείο και μετά, η ίδια η έννοια της πολιτικής βούλησης βρέθηκε στο εδώλιο για απαράδεκτες διανοητικές αυταπάτες και αυταρχικούς πειρασμούς. Η ιδεολογικά φορτισμένη βούληση, αυτό που ονομάζουμε «βολονταρισμός στην πολιτική», έγινε στόχος συνδυασμένων επικρίσεων: ως κοσμικό υποκατάστατο της θρησκείας, εργαλείο δεσποτικής επιβολής πολιτικών ελίτ και κομμάτων ή πλάνη των διανοουμένων που διεκδικούσαν για τον εαυτό τους τον ρόλο του σχεδιαστή και του νομοθέτη. Επανερχόταν, έτσι, τακτικά η ιδέα μιας πολιτικής που δεν έχει πλέον ψευδαισθήσεις, που αυτοπεριορίζεται και δρα όλο και πιο συγκρατημένα, δίχως τις ιδέες που παραδοσιακά συνόδευαν τη «μεγάλη πολιτική».
Τι σχέση έχουν όμως όλα αυτά τα περασμένα με τα σημερινά μας δράματα; Σήμερα, νομίζω ότι ζούμε μια ιδιόμορφη κατάσταση. Η λεγόμενη μνημονιακή συνθήκη γίνεται αισθητή ως ακύρωση της πολιτικής βούλησης, των δυνατοτήτων δηλαδή που διαθέτουν οι διάφοροι πολιτικοί δρώντες για εναλλακτικές αποκρίσεις στα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Η οικονομική υπερχρέωση και η συρρίκνωση εργαλείων πολιτικής κυριαρχίας φτιάχνουν, θα έλεγε κανείς, μαζική πολιτική απογοήτευση.
Η άβολη θέση της πολιτικής βούλησης παράγει έτσι μια πλημμυρίδα «βολονταρισμών». Η οικονομία –στην κυρίαρχη εκδοχή της νεοφιλελεύθερης θεραπευτικής- μοιάζει να συνθλίβει την όποια πολιτική βούληση και αυτή η τελευταία επιστρέφει με διάφορες φαντασμαγορικές μορφές: ως θρηνητικός εθνικισμός, μυθολογία της μεγάλης σύγκρουσης ή λυτρωτικό σάλπισμα εναντίον των σιδερένιων νόμων της νέας ολιγαρχίας, της νέας κλεπτοκρατίας κ.λπ.
Πρέπει, ωστόσο, να μη λησμονήσουμε το ουσιώδες: η νεωτερική πολιτική, πέρα από τις αυταπάτες και τις καταχρήσεις της, έχει στον πυρήνα της την ελευθερία της επινόησης. Δεν υπήρξε ποτέ μόνο εφαρμογή των εκάστοτε οικονομικών κανόνων αλλά και πολλά άλλα συμβολικά «πράγματα»: υπόσχεση, προσδοκία, θεσμική δημιουργία και εντέλει πάθος. Αυτή η ελευθερία στην πολιτική χρειάζεται τις αφαιρέσεις της ιδεολογίας για την ερμηνεία όλων όσα χωρίζουν και ενώνουν τους ανθρώπους σε κοινωνίες με πολλαπλές ανισότητες. Οταν, ωστόσο, το μοναδικό ή κεντρικό μήνυμα της πολιτικής γίνεται η αδυναμία της να υπάρξει ουσιαστικά, το πάνω χέρι παίρνει η εμπειρία της κατάθλιψης. Συμβαίνει, δηλαδή, το εξής: ο ακραίος «οικονομικός ρεαλισμός» συμβάλλει στο να αναστηθούν οι χειρότερες εκδοχές βούλησης για δύναμη. Και αυτό φαίνεται να μας απειλεί και σήμερα: η κλονισμένη ισορροπία ανάμεσα στις αφαιρέσεις και στην εμπειρία, στα χλομά ιδεολογικά σχέδια και στη βιωμένη πραγματικότητα, γεννάει τέρατα ή παρωδίες. Οι αφαιρέσεις επιστρέφουν στη σκηνή της κρίσης ως ιδεοληπτικές και δογματικές εμμονές. Και ο «ρεαλισμός» που υποκλίνεται στα σκληρά δεδομένα δίχως ιδεολογίες, μετατρέπεται σε καθαρό κυνισμό: σαν αυτόν που συμβουλεύει τους κυβερνώντες να φτιάξουν καταλύματα για τους ξεσπιτωμένους του μέλλοντος…
……………………………………………………………………………
* Καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Η νεωτερική πολιτική στηρίχτηκε, σε μεγάλο βαθμό, στις ιδεολογικές αφαιρέσεις. Η κοινωνία των πολιτών, η εργατική τάξη, το γενικό συμφέρον, η πρόοδος, υπήρξαν παρόμοιες αφαιρέσεις που λειτούργησαν ως πυξίδες για την πλοήγηση σε κοινωνικές πραγματικότητες με διαφορετικά χαρακτηριστικά και εμπειρίες.
Και μια και αναφέρω αυτούς τους δύο όρους, την αφαίρεση και την εμπειρία, νιώθω την ανάγκη να συστήσω την πολύ σημαντική πρόσφατη μελέτη του Παντελή Λέκκα με τον τίτλο «Αφαίρεση και εμπειρία. Μια φορμαλιστική θεώρηση του ιδεολογικού φαινομένου» (εκδόσεις Τόπος, 2012) που μυεί τον αναγνώστη σε όλο το εύρος αυτής της συζήτησης για την ιδεολογία και τις περιπέτειές της στον χρόνο μέχρι τις μέρες μας. Δεν είναι από τα βιβλία που μιλούν ευθέως για τα επικαιρικά κι ωστόσο υπηρετούν τη δυσεύρετη διαύγεια μέσα στις ρητορικές μανιέρες των ημερών.
Αυτοί οι δύο όροι πάντως, η αφαίρεση και η εμπειρία, μας δίνουν την ευκαιρία να μιλήσουμε για φαινόμενα που πολλές φορές δεν μπορούμε να τα διαπραγματευτούμε ψύχραιμα, γιατί μας κλονίζουν τις συνήθεις ευκολίες μας. Ιστορικά, λοιπόν, η Αριστερά, σε όλες της τις εκδοχές, από τις πιο μετριοπαθείς ώς τις πιο ριζοσπαστικές, υπήρξε πολύ περισσότερο ο χώρος των αφαιρέσεων παρά η παράταξη της εμπειρίας. Ηδη από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, η ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δέχτηκε τα πυρά των συντηρητικών ως εξόχως αφηρημένη και γι’ αυτό «επικίνδυνη». Το ίδιο θα συμβεί στον επόμενο αιώνα και με την ιδέα της ταξικής πάλης, παρά το ότι ο μαρξισμός και ευρύτερα η σοσιαλιστική κοινωνική κριτική ορκιζόταν στις «συγκεκριμένες υλικές πρακτικές». Η κατηγορία που απευθύνθηκε διαχρονικά τόσο κατά του πολιτικού φιλελευθερισμού όσο και κατά του σοσιαλισμού ήταν η ίδια: ότι παραβίαζαν τα δεδομένα της συσσωρευμένης εμπειρίας, τις εθνικές ρίζες και ταυτότητες, υπέρ του αφηρημένου ιδεώδους.
Πάνω σε αυτή την υπεράσπιση μιας επικυρωμένης από την Ιστορία εμπειρικής σοφίας θα χτιστεί το συντηρητικό επιχείρημα στις διάφορες αιχμές του. Ο συντηρητισμός θα κατακεραυνώσει εξαρχής τις «φιλοσοφικές πολιτικές» που επιδιώκουν να θέσουν θολούς ή ουτοπικούς στόχους, βιάζοντας τους ρυθμούς της φυσικής ωρίμανσης των κοινωνιών. Κυρίως, όμως, θα ταχθεί υπέρ μιας πολιτικής που ζητάει να αποφύγει την ιδεολογία και αποδέχεται το εγγενώς ατελές και τραγικό στοιχείο κάθε κοινωνικής θέσπισης και πολιτισμικής συνθήκης. Πάνω σε αυτή την οντολογία της ατέλειας θα στηριχτεί ο λόγος που αποδέχεται το υψηλό κόστος των ανισοτήτων για την αποφυγή κάποιου μεγαλύτερου πολιτικού δεινού.
Στον εικοστό αιώνα, οι ολοκληρωτικές εκτροπές του επαναστατικού δρόμου αλλά και πολλές από τις αποτυχίες του αστικού φιλελευθερισμού, ενίσχυσαν τις αμφιβολίες για τον ρόλο των ιδεολογικών αφαιρέσεων στην πολιτική. Από ένα σημείο και μετά, η ίδια η έννοια της πολιτικής βούλησης βρέθηκε στο εδώλιο για απαράδεκτες διανοητικές αυταπάτες και αυταρχικούς πειρασμούς. Η ιδεολογικά φορτισμένη βούληση, αυτό που ονομάζουμε «βολονταρισμός στην πολιτική», έγινε στόχος συνδυασμένων επικρίσεων: ως κοσμικό υποκατάστατο της θρησκείας, εργαλείο δεσποτικής επιβολής πολιτικών ελίτ και κομμάτων ή πλάνη των διανοουμένων που διεκδικούσαν για τον εαυτό τους τον ρόλο του σχεδιαστή και του νομοθέτη. Επανερχόταν, έτσι, τακτικά η ιδέα μιας πολιτικής που δεν έχει πλέον ψευδαισθήσεις, που αυτοπεριορίζεται και δρα όλο και πιο συγκρατημένα, δίχως τις ιδέες που παραδοσιακά συνόδευαν τη «μεγάλη πολιτική».
Τι σχέση έχουν όμως όλα αυτά τα περασμένα με τα σημερινά μας δράματα; Σήμερα, νομίζω ότι ζούμε μια ιδιόμορφη κατάσταση. Η λεγόμενη μνημονιακή συνθήκη γίνεται αισθητή ως ακύρωση της πολιτικής βούλησης, των δυνατοτήτων δηλαδή που διαθέτουν οι διάφοροι πολιτικοί δρώντες για εναλλακτικές αποκρίσεις στα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Η οικονομική υπερχρέωση και η συρρίκνωση εργαλείων πολιτικής κυριαρχίας φτιάχνουν, θα έλεγε κανείς, μαζική πολιτική απογοήτευση.
Η άβολη θέση της πολιτικής βούλησης παράγει έτσι μια πλημμυρίδα «βολονταρισμών». Η οικονομία –στην κυρίαρχη εκδοχή της νεοφιλελεύθερης θεραπευτικής- μοιάζει να συνθλίβει την όποια πολιτική βούληση και αυτή η τελευταία επιστρέφει με διάφορες φαντασμαγορικές μορφές: ως θρηνητικός εθνικισμός, μυθολογία της μεγάλης σύγκρουσης ή λυτρωτικό σάλπισμα εναντίον των σιδερένιων νόμων της νέας ολιγαρχίας, της νέας κλεπτοκρατίας κ.λπ.
Πρέπει, ωστόσο, να μη λησμονήσουμε το ουσιώδες: η νεωτερική πολιτική, πέρα από τις αυταπάτες και τις καταχρήσεις της, έχει στον πυρήνα της την ελευθερία της επινόησης. Δεν υπήρξε ποτέ μόνο εφαρμογή των εκάστοτε οικονομικών κανόνων αλλά και πολλά άλλα συμβολικά «πράγματα»: υπόσχεση, προσδοκία, θεσμική δημιουργία και εντέλει πάθος. Αυτή η ελευθερία στην πολιτική χρειάζεται τις αφαιρέσεις της ιδεολογίας για την ερμηνεία όλων όσα χωρίζουν και ενώνουν τους ανθρώπους σε κοινωνίες με πολλαπλές ανισότητες. Οταν, ωστόσο, το μοναδικό ή κεντρικό μήνυμα της πολιτικής γίνεται η αδυναμία της να υπάρξει ουσιαστικά, το πάνω χέρι παίρνει η εμπειρία της κατάθλιψης. Συμβαίνει, δηλαδή, το εξής: ο ακραίος «οικονομικός ρεαλισμός» συμβάλλει στο να αναστηθούν οι χειρότερες εκδοχές βούλησης για δύναμη. Και αυτό φαίνεται να μας απειλεί και σήμερα: η κλονισμένη ισορροπία ανάμεσα στις αφαιρέσεις και στην εμπειρία, στα χλομά ιδεολογικά σχέδια και στη βιωμένη πραγματικότητα, γεννάει τέρατα ή παρωδίες. Οι αφαιρέσεις επιστρέφουν στη σκηνή της κρίσης ως ιδεοληπτικές και δογματικές εμμονές. Και ο «ρεαλισμός» που υποκλίνεται στα σκληρά δεδομένα δίχως ιδεολογίες, μετατρέπεται σε καθαρό κυνισμό: σαν αυτόν που συμβουλεύει τους κυβερνώντες να φτιάξουν καταλύματα για τους ξεσπιτωμένους του μέλλοντος…
……………………………………………………………………………
* Καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου