Γιατί οι μελέτες των οικονομολόγων καταλήγουν πάντα υπέρ των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ή πώς τα οικονομικά έγιναν οικονομικά...
Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εκλογών άκουσα σε μια ραδιοφωνική εκπομπή τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο να αναρωτιέται: «Μα οι οικονομολόγοι του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. πού τα έμαθαν αυτά τα οικονομικά; Στα πανεπιστήμια που ξέρω εγώ», είπε, «δεν διδάσκονται τέτοια πράγματα».
Άδικο δεν είχε. Στα ορθόδοξα, «νεοκλασικά» όπως ονομάζονται, οικονομικά που διδάσκονται στα περισσότερα τμήματα οικονομικών στις μέρες μας είναι αδύνατο πια να βρει κανείς κάτι που να υποστηρίζει έστω και στο ελάχιστο μια ριζοσπαστικά αριστερή άποψη.
Οι πιο «αριστερές» απόψεις που μπορεί να βρει κανείς είναι πλησίον της Δεξιάς των φιλελεύθερων Αμερικανών δημοκρατικών, δοξασίες δηλαδή της ελεύθερης αγοράς, αλλά με κάποια αποδοχή του θετικού ρόλου που μπορεί να παίξει το κράτος. Για πιο ριζοσπαστικές, ή έστω ευρωσοσιαλδημοκρατικές απόψεις, ούτε λόγος να γίνεται. Οι μελέτες που δημοσιεύονται στα πλέον έγκυρα περιοδικά του κλάδου, όπως το American Economic Review ή το Quarterly Journal of Economics, καταρρίπτουν κατά κανόνα την όποια παραχώρηση στους εργαζομένους με πολύπλοκα μοντέλα τα οποία ουσιαστικά εκφράζουν, με τη γλώσσα των μαθηματικών, την απλή ιδέα ότι τα όποια κέρδη για τους εργαζομένους θα είναι ζημιά για τις επιχειρήσεις που τους πληρώνουν, και εντέλει για τους ίδιους τους εργαζομένους. Ορισμένα από τα πιο κοφτερά μυαλά της εποχής μας φαίνεται να έχουν κάνει σκοπό της ζωής τους, συνειδητά ή όχι, την υπεράσπιση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Κατά τον Richard Nelson, τα οικονομικά λειτουργούν πια σαν θρησκεία. Ο Serge Latouche αποκάλεσε τους οικονομολόγους ως τους σύγχρονους ιερείς του καπιταλισμού. Πώς και πότε όμως έγιναν τα οικονομικά η θρησκεία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και πώς αυτή η κατάσταση αναπαράγεται στις μέρες μας;
Οι πιο «αριστερές» απόψεις που μπορεί να βρει κανείς είναι πλησίον της Δεξιάς των φιλελεύθερων Αμερικανών δημοκρατικών, δοξασίες δηλαδή της ελεύθερης αγοράς, αλλά με κάποια αποδοχή του θετικού ρόλου που μπορεί να παίξει το κράτος. Για πιο ριζοσπαστικές, ή έστω ευρωσοσιαλδημοκρατικές απόψεις, ούτε λόγος να γίνεται. Οι μελέτες που δημοσιεύονται στα πλέον έγκυρα περιοδικά του κλάδου, όπως το American Economic Review ή το Quarterly Journal of Economics, καταρρίπτουν κατά κανόνα την όποια παραχώρηση στους εργαζομένους με πολύπλοκα μοντέλα τα οποία ουσιαστικά εκφράζουν, με τη γλώσσα των μαθηματικών, την απλή ιδέα ότι τα όποια κέρδη για τους εργαζομένους θα είναι ζημιά για τις επιχειρήσεις που τους πληρώνουν, και εντέλει για τους ίδιους τους εργαζομένους. Ορισμένα από τα πιο κοφτερά μυαλά της εποχής μας φαίνεται να έχουν κάνει σκοπό της ζωής τους, συνειδητά ή όχι, την υπεράσπιση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Κατά τον Richard Nelson, τα οικονομικά λειτουργούν πια σαν θρησκεία. Ο Serge Latouche αποκάλεσε τους οικονομολόγους ως τους σύγχρονους ιερείς του καπιταλισμού. Πώς και πότε όμως έγιναν τα οικονομικά η θρησκεία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και πώς αυτή η κατάσταση αναπαράγεται στις μέρες μας;
Πειθάρχηση και ανταγωνισμός στα κορυφαία πανεπιστήμια: μια προσωπική μαρτυρία
Αν ρωτήσεις έναν οικονομολόγο γιατί οι μελέτες τους καταλήγουν πάντα υπέρ των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, θα σου απαντήσει με σιγουριά ότι αυτό γίνεται γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Αυτό δηλαδή δείχνουν τα εμπειρικά δεδομένα. Και αν προσπαθήσεις να ελέγξεις μόνος σου αν είναι όντως έτσι, θα πέσεις σε έναν τοίχο από πολύπλοκα μαθηματικά και στατιστικά μοντέλα, τα οποία για να τα καταλάβεις πρέπει να σπουδάζεις οικονομικά επί χρόνια.
Το συνειδητοποίησα αυτό πέρσι, γυρίζοντας στα θρανία για ένα μάστερ οικονομικών στη διάσημη σχολή του Πανεπιστημίου Pompeu Fabra της Βαρκελώνης, όντας πια μόνιμος καθηγητής πολιτικής οικολογίας σε άλλο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης. Μάθημα το μάθημα έκανα άσκηση υπομονής διαβάζοντας άρθρα τα οποία υποστήριζαν ότι «η παγκοσμιοποίηση και η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων είναι για το καλύτερο», «το ελεύθερο εμπόριο είναι καλό αλλά η ελεύθερη μετακίνηση των εργαζομένων όχι», «οι ανισότητες μειώνονται», «το 1% είναι τόσο πλούσιο γιατί το αξίζει», «η κρίση ήταν σφάλμα των πολιτικών που δεν ρύθμισαν τις αγορές, αλλά όποια παρέμβασή τους στην αγορά μπορεί να κάνει τα πράγματα μόνο χειρότερα», «η βοήθεια στον Τρίτο Κόσμο τον ζημιώνει», «το χρήμα μάς κάνει ευτυχισμένους», «η δημοκρατία είναι καλή για τις πλούσιες χώρες και η δικτατορία για τις φτωχές», «η Δύση επικράτησε γιατί είμαστε εξυπνότεροι και ανακαλύψαμε τον καπιταλισμό» ή «οι Ρώσοι καλά έκαναν τις ιδιωτικοποιήσεις όπως τις έκαναν» (δεν υπερβάλλω, όλα αυτά είναι παραδείγματα από πραγματικά άρθρα δημοσιευμένα στα κορυφαία περιοδικά του κλάδου). Να επικρίνω αυτά τα συμπεράσματα ήταν αδύνατο. «Κατάλαβε πρώτα το μοντέλο, και αν έχεις αντιρρήσεις, να τις εκφράσεις στη γλώσσα του», ήταν η απάντηση των καθηγητών μου. Φυσικά, για να φτάσω να χειρίζομαι τη μαθηματική γλώσσα των νεοκλασικών οικονομικών στο κατάλληλο επίπεδο θα έπρεπε να κάνω τουλάχιστον διδακτορικό. Όχι μόνο ήταν αργά για ένα ακόμα διδακτορικό, αλλά δεν είχα και καμιά διάθεση να περνάω τον χρόνο μου με διαφορικές εξισώσεις αντί να διαβάζω κοινωνική θεωρία που μου αρέσει πολύ.
Εκεί συνειδητοποίησα ότι ο λόγος για την ακραία χρήση των μαθηματικών στα οικονομικά σε σχέση με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες δεν είναι η όποια συμβολή τους στη λογική διατύπωση μιας υπόθεσης, αλλά η χρήση τους ως ελεγκτικός μηχανισμός μύησης σε μια κλειστή κοινότητα και πειθάρχησης των συμμετεχόντων σε αυτή. Για να «μιλήσεις» τη γλώσσα της κοινότητας, πρέπει να γίνεις δεκτός και να εκπαιδευτείς από αυτήν. Αλλά για να γίνεις δεκτός πρέπει να δεχτείς τις παραδοχές της κοινότητας, πρώτα πρώτα την ίδια τη χρήση των μαθηματικών ως γλώσσα έκφρασης και τις πλείστες άλλες υποθέσεις που κάνουν εφικτή τη μαθηματικοποίηση της κοινωνικής συμπεριφοράς, όπως την παραδοχή ότι το μόνο που θέλουμε σαν άνθρωποι είναι να μεγιστοποιήσουμε τις χρηματικές μας απολαβές. Η παραδοχή αυτή ήδη περιορίζει το εύρος των συμπερασμάτων στα οποία μπορείς να καταλήξεις. Αν είμαστε μια κοινωνία φιλοχρήματων εγωιστών, είναι λογικό ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός είναι το καλύτερο σύστημα για μας.
Η πολιτική λογοκρισία εντός της κοινότητας των οικονομολόγων βέβαια ασκείται και με άλλους, λιγότερο έμμεσους τρόπους. Δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός για μια θέση στα κορυφαία πανεπιστήμια είναι πολύ έντονος, είναι αδύνατο να γίνει δεκτός κάποιος που θέλει για παράδειγμα να αποδείξει ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι στυγνή εκμετάλλευση των αδυνάτων από τους ισχυρούς, όταν η υπόλοιπη κοινότητα και οι περισσότεροι καθηγητές εργάζονται να αποδείξουν ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι καλό για χίλιους μύριους λόγους. Θέλοντας και μη, ένας νέος φοιτητής μαθαίνει γρήγορα τα όρια του τι μπορεί και τι δεν μπορεί να ειπωθεί εντός της κοινότητας. Ο μόνος δρόμος που μένει για τα ανήσυχα μυαλά που θέλουν να σπουδάσουν και να διδάξουν οικονομικά είναι αυτός της υπομονής, δηλαδή «κάνε ότι δεν καταλαβαίνεις» προς το παρόν και δούλευε με τα υπάρχοντα μοντέλα, υποστήριξε τις θέσεις που θα σου δώσουν μια θέση σε ένα τμήμα οικονομικών, και αν μπορείς, κάνεις κάτι ψιλοπροοδευτικό για τη συνείδησή σου, όπως το να δείξεις ότι και λίγη κρατική παρέμβαση στο ελεύθερο εμπόριο δεν είναι δα και καταστροφή. Αν με το καλό περάσεις όλη αυτή τη διαδικασία αλώβητος, και οι πολιτικές σου απόψεις ή το πώς βλέπεις την ανθρώπινη φύση δεν έχουν αλλοιωθεί από το εργασιακό περιβάλλον σου, ίσως μια μέρα μπορέσεις να πεις κάτι πιο ριζοσπαστικό χωρίς να διακινδυνεύσεις να εξοβελιστείς από την κοινότητα. Αυτό έκαναν οικονομολόγοι όπως ο Paul Krugman ή ο Joseph Stiglitz, οι οποίοι αφού καταξιώθηκαν ή πήραν Νομπέλ, βρήκαν το θάρρος να πάρουν θέση κατά των ιδιωτικοποιήσεων και να στηλιτεύσουν τις αυξανόμενες ανισότητες. Η έρευνα για την οποία όμως έγιναν γνωστοί ήταν για τελείως άλλα θέματα και ήταν πολύ λιγότερο ριζοσπαστική από τις μετέπειτα απόψεις τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι εντός της κοινότητας των οικονομολόγων αυτές οι πιο πρόσφατες αριστερές ιδέες τους έχουν μικρό κύρος και ελάχιστη επιρροή, για παράδειγμα στη διδακτική ύλη. Παρά τα Νομπέλ, πολλοί καθηγητές μου στο μάστερ αντιμετώπιζαν τον Krugman ή τον Stiglitz ως παρίες της κοινότητας, «καλοί παλιά, αλλά στα γεράματα άφησαν την επιστήμη και το ’ριξαν στην πολιτική»(!).
Πώς δημιουργήθηκε αυτή η κλειστή «κοινότητα αλήθειας» που τώρα είναι τόσο δύσκολο να αλλάξει; Νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι όπως ο κ. Ανδριανόπουλος θα ήθελαν να πιστέψουμε ότι, πολύ απλά, οι καλύτεροι οικονομολόγοι επικράτησαν. Όταν εμπνευσμένοι από το κίνημα Occupy μαθητές του Harvard αποχώρησαν από την τάξη του γνωστού οικονομολόγου Gregory Mankiw διαμαρτυρόμενοι ότι τα οικονομικά που διδάσκονται είναι ιδεολογία και ότι δεν λένε τίποτα για τις ανισότητες και τις αποτυχίες του καπιταλισμού, ο τελευταίος έδωσε μια απάντηση του τύπου «μα αυτά είναι τα οικονομικά, αυτά λέει η επιστήμη, δεν μπορούμε να διδάξουμε αυτά που θέλετε να ακούσετε». Κατά τον κ. Mankiw, όπως και κατά τον κ. Ανδριανόπουλο, στη μάχη των ιδεών έχουν επιβιώσει οι καλύτερες, και αν αυτές δεν ταιριάζουν με τις πολιτικές πεποιθήσεις ορισμένων αριστερών, είναι γιατί οι πεποιθήσεις των τελευταίων είναι λάθος.
Μόνο που η μάχη μέσα από την οποία επικράτησαν οι νεοφιλελεύθερες ιδέες ήταν άλλης φύσης και όχι επιστημονικής όπως μας θυμίζει μια ξεχασμένη ιστορία από το Harvard την οποία οικονομολόγοι όπως ο κ. Ανδριανόπουλος ή ο κ. Mankiw θα προτιμούσαν να μη γνωρίζουμε.
Η μάχη του Harvard, το F.B.I. και η κριτική στην ακραία μαθηματικοποίηση των οικονομικών
Τον Σεπτέμβριο του 1968 στο Πανεπιστήμιο του Αν Άρμπορ στο Μίσιγκαν, καμιά δεκαριά διδακτορικοί φοιτητές οικονομικών ίδρυσαν την Ένωση για τη Ριζοσπαστική Πολιτική Οικονομία. Σύντομα η ένωση αρίθμησε πολλές δεκάδες μέλη, αποτελούμενη από νέους οικονομολόγους αριστερών πεποιθήσεων, που είχαν γαλουχηθεί στα κινήματα της δεκαετίας του ’60. Τη συναρπαστική, και τραγική, ιστορία των ριζοσπαστών οικονομολόγων αφηγείται ο Tiago Mata στη διατριβή του για την ιστορία των επιστημών στο L.S.E.1 Το μανιφέστο των ριζοσπαστών –το οποίο παρουσίασαν δυναμικά 25 μέλη εισβάλλοντας στην ετήσια συνάντηση του American Economic Association (Α.Ε.Α.), της Αμερικανικής Ένωσης Οικονομικών δηλαδή, το 1970– κατηγορούσε την κοινότητα των οικονομολόγων για συντηρητισμό και για υποκρισία αντικειμενικότητας, αφού σκοπός της ήταν να υποστηρίζει το status quo και να παρέχει τα θεωρητικά εργαλεία που χρειάζονταν οι ελίτ. Το μοντέλο του οριακού κόστους, το οποίο επέτρεπε τη μαθηματικοποίηση των οικονομικών, είναι στη βάση του ιδεολογικό, υποστήριζαν οι νεαροί ριζοσπάστες, αφού εξετάζει μόνο οριακές αλλαγές εντός του υπάρχοντος συστήματος, ξεκινώντας από την παραδοχή ότι το ίδιο το σύστημα δεν μπορεί να αλλάξει. Οι οικονομολόγοι προσφέρουν εργαλεία για την καλύτερη διαχείριση του καπιταλισμού, αλλά αυτό που απαιτείται είναι η ριζική αλλαγή του, όχι η «οριακή» βελτίωση, υποστήριζαν.
Η καρδιά του κινήματος βρισκόταν στο Harvard, τη Μέκκα των Οικονομικών, όπου τέσσερις νεαροί λέκτορες, ο Samuel Bowles, ο Herbert Gintis, ο Arhtur McEwan και ο Thomas Weisskopf, άρχισαν να διδάσκουν το 1969 ένα μάθημα με τον εύγλωττο τίτλο «Το καπιταλιστικό σύστημα: Σύγκρουση και εξουσία» το οποίο παρακολουθούσαν 750 μαθητές. Η πλειονότητα των οικονομολόγων του Harvard θεωρούσε το μάθημα αυτό «ντροπή», άλλοι όμως, όπως ο σημαίνων John Kenneth Galbraith, πρόεδρος μάλιστα εκείνη την περίοδο της Α.Ε.Α., ανώτατου οργάνου των Αμερικανών οικονομολόγων, υποστήριζαν τους νέους ριζοσπάστες. Στον προεδρικό του λόγο το 1969, ο οποίος προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων από τη συντηρητική πλειονότητα της κοινότητας, ο Galbraith υποστήριξε ότι τα οικονομικά εξελίσσονται σε ένα σύστημα πεποιθήσεων που αποκλείει τις πιο σημαντικές πλην όμως ενοχλητικές ερωτήσεις. «Οι νέοι ριζοσπάστες έρχονται να ξυπνήσουν την κοινότητα από τον λήθαργό της», διεμήνυσε.
Τα οικονομικά στο τέλος της δεκαετίας του ’60 ήταν πολύ πιο ανοιχτά και πολύ λιγότερο συντηρητικά από ό,τι σήμερα. Ο Galbraith, για παράδειγμα, γνωστός στα μέρη μας ως διανοούμενος αναφοράς του Ανδρέα Παπανδρέου κατά την πιο επαναστατική του περίοδο, είχε απόψεις που θα τις χαρακτηρίζαμε σήμερα αριστερές-σοσιαλδημοκρατικές. Το συνέδριο της Α.Ε.Α. το 1969 είχε θεματικές ενότητες για «το Μιλιταριστικό-Βιομηχανικό Σύμπλεγμα», «τις αντιφάσεις του καπιταλισμού» ή «τη φορολόγηση των πλουσίων», τίτλοι που αν παρουσιάζονταν σε συνέδριο οικονομικών σήμερα θα προκαλούσαν ανατριχίλα στους παρευρισκομένους. Προοδευτικοί συνάδελφοι του Galbraith στο Harvard, όπως ο Albert Hirschman ή οι νομπελίστες Wassily Leontief και Kenneth Arrow, δεν ήταν αριστεροί όπως οι νέοι ριζοσπάστες, αλλά ήταν ανοιχτοί στον πλουραλισμό απόψεων, όντας κριτικοί της ακραίας μαθηματικοποίησης των οικονομικών αλλά και της διαφαινόμενης ανάδυσης μιας «ορθοδοξίας» γύρω από το νεοκλασικό μοντέλο. Οι διαφορές αυτές άρχισαν να συνδέονται με άλλες πολιτικές διαμάχες στο Harvard. Το προοδευτικό μπλοκ των καθηγητών συγκρουόταν με τους συντηρητικούς στο θέμα των, αυξανόμενων τότε, φοιτητικών διαδηλώσεων και καταλήψεων κατά του πολέμου του Βιετνάμ και κατά της επέκτασης των κτιρίων του Harvard σε υποβαθμισμένες περιοχές. Επίσης συσχετιζόταν άμεσα με το ζήτημα της διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου, δηλαδή τη μεταφορά της εξουσίας από το καθηγητικό σώμα στη διοίκηση, εν μέρει για να επιτραπεί η πάταξη του φοιτητικού κινήματος, αλλαγή στην οποία το προοδευτικό μπλοκ με πρώτο τον Galbraith εναντιωνόταν.
Η εξόντωση και η απομόνωση του κινήματος των ριζοσπαστών οικονομολόγων άρχισαν το 1972 με κύμα απολύσεων σε όλα τα πανεπιστήμια της Αμερικής. Ο ένας μετά τον άλλον οι νεαροί τότε οικονομολόγοι, μερικά από τα μεγαλύτερα ταλέντα της γενιάς τους, είδαν τις αιτήσεις τους για μονιμότητα να απορρίπτονται. Εκ των υστέρων έγινε γνωστό ότι το F.B.I. είχε χρηματοδοτήσει την εκστρατεία εναντίον ορισμένων από αυτούς. Από το Harvard εκδιώχθηκαν αργά ή γρήγορα και οι τέσσερις νέοι ριζοσπάστες, με πιο εμβληματική την περίπτωση του Samuel Bowles, ο οποίος θεωρούνταν, δίκαια όπως αποδείχθηκε αργότερα, ένα από τα πιο δυνατά μυαλά της γενιάς του. Κατά τη διαδικασία της κρίσης του, το μπλοκ των προοδευτικών μειοψήφησε (21-5 ήταν το τελικό αποτέλεσμα) και ήταν πλέον φανερό ότι είχε απομονωθεί εντός του τμήματος. Όπως μου διηγήθηκε ο βιογράφος του Albert Hirschman, τον οποίο είχα την τύχη να γνωρίσω στη Βοστώνη, η απόρριψη του Bowles ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, με τον Leontief, τον Galbraith, τον Hirschman και τον Arrow, όλοι τεράστια ονόματα στα οικονομικά, να εγκαταλείπουν «οικειοθελώς» το Harvard τα επόμενα χρόνια. Δεν μιλάμε εδώ για κάποιους ακραίους αριστερούς. Ο Leontief ήταν διευθυντής του περίφημου προγράμματος οικονομικής έρευνας του Harvard από το 1949 έως και την αναχώρησή του, και επιβλέπων ορισμένων από τους σημαντικότερους νεοκλασικούς οικονομολόγους του 20ού αιώνα, όπως ο Paul Samuelson και ο Robert Solow.
Οι νεαροί ριζοσπάστες οικονομολόγοι εξοβελίστηκαν σε μικρότερα πανεπιστήμια περιορισμένου κύρους, όπως το New School στη Νέα Υόρκη ή το University of Massachusetts στο Άμχερστ, όπου βρήκε καταφύγιο ο Bowles ιδρύοντας εκεί κέντρο για τα ριζοσπαστικά οικονομικά στο οποίο προσέλαβε τον Gintis και τους γνωστούς σήμερα (και από τα δημοφιλή βίντεό τους για την κρίση στο youtube) μαρξιστές οικονομολόγους Stephen Resnick και Richard Wolff, οι οποίοι είχαν διωχθεί από το Yale. Στα τέλη του 1970 το Harvard είχε «καθαρίσει» όχι μόνο από ριζοσπάστες και μαρξιστές, αλλά και από τους μετριοπαθείς ρεπουμπλικάνους ή σοσιαλδημοκράτες όπως ο Hirschmann, ο Leontief και ο Galbraith. Μόνη εξαίρεση είναι έως σήμερα ο Stephen Marglin, ο οποίος διδάσκει ακόμα το μάθημα της ριζοσπαστικής οικονομίας, και τη γλίτωσε μάλλον επειδή τότε δεν ήταν μαρξιστής αλλά έγινε αργότερα. Το ξεκαθάρισμα στο Harvard –και παρομοίως στα Yale, M.I.T. και άλλα σημαίνοντα πανεπιστήμια– όχι μόνο διασφάλισε ότι η επόμενη γενιά οικονομολόγων η οποία θα καταλάμβανε θέσεις εξουσίας, θα παρέμενε αμόλυντη από αριστερές ιδέες, αλλά και συμβολικά διαμήνυσε ότι όποιος θέλει να κάνει καριέρα, καλά θα κάνει να ξεχάσει τις ριζοσπαστικές ιδέες.
Η αντικειμενικότητα στα οικονομικά και το «μασάζ» των δεδομένων
Οι κρίσεις και οι απολύσεις στηρίχτηκαν φυσικά σε «επιστημονικά» κριτήρια και όχι σε πολιτικά. Ήταν αυτή την περίοδο κατά την οποία η επιστημονικότητα στα οικονομικά ταυτίστηκε όχι μόνο με τη μαθηματικοποίηση, στην οποία άλλωστε ριζοσπάστες όπως ο Bowles ή ο Gintis διέπρεπαν, αλλά με τη χρήση του νεοκλασικού μοντέλου. Παραδόξως οι επιτροπές κρίσης μπόρεσαν να υποστηρίξουν ότι οι νεοφιλελεύθερες αφετηρίες και παραδοχές του νεοκλασικού μοντέλου είναι «αντικειμενικές» και «μη πολιτικές», σε αντίθεση με τις εναλλακτικές παραδοχές των ριζοσπαστών, αφού οι τελευταίοι ήταν ειλικρινείς στο ότι η επιλογή των ερωτήσεων και των υποθέσεών τους είχε πολιτικά κίνητρα.
Η πολιτική υποκειμενικότητα είναι αναπόφευκτη στην κοινωνική επιστήμη, και υπεισέρχεται όχι μόνο στην επιλογή του θέματος που θα διερευνήσεις, κάτι που και οι πλέον συντηρητικοί οικονομολόγοι παραδέχονται, αλλά και στις υποθέσεις που θα διατυπώσεις και των οποίων η επιβεβαίωση ή η απόρριψη έχει πολιτικές επιπτώσεις. Οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι ξεπερνούν αυτόν τον σκόπελο ακολουθώντας την επιστημολογική θέση του Milton Friedman, ο οποίος υποστήριξε ότι το ιδεολογικό υπόβαθρο μιας υπόθεσης εντέλει δεν έχει σημασία και είναι υπ’ αυτή την έννοια αντικειμενικό. Η τύχη της όποιας υπόθεσης κρίνεται πάντα από τα εμπειρικά δεδομένα. Δεν έχει σημασία αν είμαστε όντως φιλοχρήματοι εγωιστές, είπε ο Friedman. Το θέμα είναι αν μοντέλα τα οποία μας αντιμετωπίζουν «ως εάν» είμαστε φιλοχρήματοι εγωιστές, προβλέπουν καλύτερα ή όχι από άλλα μοντέλα, τα οικονομικά δεδομένα.
Όποιος όμως έχει κάνει έστω και λίγη στατιστική οικονομετρία, ξέρει ότι ο ιδεατός αυτός έλεγχος της θεωρίας με βάση την πραγματικότητα απέχει παρασάγγας από το τι συμβαίνει στην πράξη. Στην ουσία η οικονομετρική υποστήριξη μιας θεωρίας είναι μια «τέχνη», τέχνη η οποία βασίζεται είτε, στη χειρότερη περίπτωση, στο «μασάζ» των δεδομένων και της παρουσίασής τους είτε, στην καλύτερη, στο μασάζ των υποθέσεων ώστε να ταιριάξουν αυτό που μπορεί να υποστηριχτεί με τα δεδομένα. Επιπλέον η ιδιαιτερότητα των κοινωνικών επιστημών σε σχέση με τις φυσικές είναι ότι τα συμπεράσματα της κοινωνικής έρευνας ενδέχεται να αλλάξουν την ίδια την πραγματικότητα την οποία επιχειρούν να περιγράψουν. Η κοινωνία μας για παράδειγμα έχει αλλάξει ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που βασίστηκαν στη νεοκλασική οικονομική έρευνα, με αποτέλεσμα σήμερα να μοιάζουμε όλο και πιο πολύ στους φιλοχρήματους εγωιστές των νεοκλασικών παραδοχών. Υπό μία έννοια οι προβλέψεις της νεοκλασικής θεωρίας επιβεβαιώνονται χωρίς να ήταν σωστές.
Τα οικονομικά δεν είναι η μόνη κοινωνική επιστήμη στην οποία γίνεται –με τη χρήση του λόγου ή των μαθηματικών, δεν έχει σημασία– αλληλοπροσαρμογή των εμπειρικών δεδομένων και των θεωρητικών προτύπων (αν και είναι η μόνη που συνεχίζει να προσποιείται ότι αυτό δεν συμβαίνει). Η κοινωνική και βιοφυσική πραγματικότητα θέτει όντως όρια σε οποιαδήποτε ιδεολογικά ορμώμενη υπόθεση, τα οποία ένας ειλικρινής με τον εαυτό του επιστήμονας σέβεται, οπότε αλλάζει και προσαρμόζει τη θεωρία όταν αυτή δεν ταιριάζει με την πραγματικότητα, αντί να πλαστογραφήσει τα δεδομένα. Ο ρόλος της επιστημονικής κοινότητας όμως είναι κρίσιμος σε αυτή τη διαδικασία αφού ελέγχει το πόσο πειστική, λογικά συνεκτική και τεχνικά άρτια είναι η προσαρμογή αυτή των θεωριών και των εμπειρικών δεδομένων, ξεχωρίζοντας έτσι τις καλώς από τις κακώς διατυπωμένες και υποστηριζόμενες ιδέες, ανεξάρτητα από το πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρό τους. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο είναι σημαντικό μια επιστημονική κοινότητα στις κοινωνικές επιστήμες να είναι ιδεολογικοπολιτικά πλουραλιστική, ώστε κανείς να μην αισθάνεται ασφάλεια ότι η πρότασή του θα περάσει μόνο αν συμφωνεί με την κοινή ιδεολογία της κοινότητας, ειδάλλως θα εξεταστεί εξονυχιστικά και (υπό μία έννοια) λογοκριθεί.
Το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα εντός της οικονομικής κοινότητας τη δεκαετία του ’70 και η εξάλειψη του ιδεολογικού πλουραλισμού έκανε αδύνατο τον όποιο αντικειμενικό και κριτικό έλεγχο των νεοφιλελεύθερων υποθέσεων και «αποδείξεων», τις οποίες έτσι ανήγαγαν σε ένα είδος «ορθοδοξίας». Το ίδιο έχει συμβεί και σε άλλες κοινωνικές επιστήμες, όπως στην ανθρωπογεωγραφία για παράδειγμα όπου έχουν επικρατήσει οι ριζοσπάστες αριστεροί και οι μαρξιστές, πολλοί από τους οποίους αποκλεισμένοι από τα οικονομικά βρήκαν εκεί σπίτι. Το θέμα είναι: άλλο οικονομικά και άλλο γεωγραφία. Τα οικονομικά ασκούν πολύ μεγαλύτερη επιρροή σε αποφάσεις που επηρεάζουν την καθημερινότητα όλων μας. Η τρόικα δεν διαβάζει Harvey ή Massey. Επίσης η έλλειψη ιδεολογικής ποικιλίας στην ανθρωπογεωγραφία αποτελεί μάλλον την εξαίρεση, αφού στις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες τα πράγματα είναι πολύ πιο μοιρασμένα.
Εντός των οικονομικών, ακόμα και προσεγγίσεις που είναι άκρως μαθηματικές και διόλου ριζοσπαστικές, όπως τα εξελικτικά οικονομικά της πολυπλοκότητας τα οποία ανέπτυξε ο Gintis όταν εγκατέλειψε τις νεανικές του ανησυχίες, θεωρούνται σήμερα «ετερόδοξες» και δύσκολα βρίσκουν χώρο στα κορυφαία περιοδικά και τμήματα του χώρου. Υπάρχει φυσικά πληθώρα από κοινότητες ετερόδοξων οικονομολόγων, όπως τα οικολογικά οικονομικά, η κοινότητα της οποίας είμαι μέλος ή η ομοσπονδία για την πολιτική οικονομία, στην οποία συμμετέχουν πολλοί αριστεροί οικονομολόγοι και γεωγράφοι. Όλοι αυτοί όμως είναι αποκλεισμένοι από τα κορυφαία πανεπιστήμια και τμήματα οικονομικών των Η.Π.Α. ή της Αγγλίας, στα οποία εκπαιδεύονται τα πιο προικισμένα μυαλά και οι μελλοντικοί οικονομολόγοι που καταλαμβάνουν σημαίνουσες θέσεις στα κέντρα αποφάσεων, στα υπουργεία, στους διεθνείς οργανισμούς ή στην Ε.Ε. Στα ίδια αυτά πανεπιστήμια παράγεται επίσης η γνώση που ορίζει την επιστήμη και διαμορφώνει το διδακτικό υλικό με τα οποία «καθοδηγούνται» χιλιάδες άλλοι νέοι οικονομολόγοι σε όλα τα μέρη της γης.
Πως μπορεί να ξεπεραστεί η ορθοδοξία;
Όταν ξέσπασε η κρίση, η βασίλισσα Ελισάβετ υποτίθεται ότι σόκαρε τους οικονομολόγους ρωτώντας τους δημόσια σε μια ημερίδα στο L.S.E.: «Μα πώς σας ξέφυγε αυτό;». Η κοινότητα των οικονομολόγων προσποιήθηκε ότι το τράνταγμα της κρίσης στάθηκε αφορμή για ένα εσωτερικό ψάξιμο. Ουσιαστικά το μόνο που έγινε ήταν μια στροφή στην ξεχασμένη, μακροοικονομική έρευνα των κρίσεων και μια παραγωγή αναλύσεων οι οποίες ως συνήθως κατέληξαν στο ότι χρειαζόμαστε περισσότερο από το ίδιο. «Νέες φούσκες», «λιγότερη κρατική παρεμβολή» ή «απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου και των επενδυτικών προϊόντων και στον υπόλοιπο κόσμο». Η κρίση που ερχόταν διέφυγε από τους οικονομολόγους ακριβώς γιατί σκοπός τους έχει γίνει να μας διαβεβαιώνουν ότι όλα πάνε καλά και ότι θα πάνε ακόμα καλύτερα εάν απελευθερώσουμε ακόμα περισσότερο τις αγορές.
Μπορεί να αλλάξει αυτό; Φοβάμαι πως όχι. Λίγες ελπίδες υπάρχουν να αλλάξουν τα οικονομικά «από μέσα». Η «σφαγή» της δεκαετίας του ’70 έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της. Όπως μου είπε ο Duncan Foley, παλιός νεοριζοσπάστης, σήμερα καθηγητής στο New School, η αισιοδοξία που είχε ακόμα και έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ότι τα οικονομικά θα αλλάξουν και ότι υπάρχει χώρος για ριζοσπαστικές απόψεις, έχει εξανεμιστεί σήμερα. Η κρίση έκανε τον σκληρό πυρήνα της οικονομικής κοινότητας να κλείσει τις γραμμές του ακόμα περισσότερο. Η ορθοδοξία έχει δημιουργήσει έναν ικανό και πειθαρχημένο στρατό που ακονίζει τα μοντέλα του και τις στατιστικές του και τις θέτει στην υπηρεσία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Η αλλαγή θα έρθει μόνο από έξω, από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα δηλαδή, η οποία μπορεί να καταστήσει τις υπηρεσίες αυτές των οικονομολόγων αχρείαστες, όπως δηλαδή έγινε κάποτε με την Εκκλησία και τους παπάδες.
Ελπίζω το άνοιγμα του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα της οξείας κρίσης σε φωνές εκτός της οικονομικής ορθοδοξίας, όπως οι κ. Βαρουφάκης και Λαπαβίτσας ή οι κατά τον κ. Ανδριανόπουλο «οικονομολόγοι του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.», να είναι ένας προπομπός του τι θα συμβεί κι αλλού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου