Η διαχείριση της κρίσης από το πολιτικό προσωπικό της χώρας δεν παρουσιάζει καμιά πρωτοτυπία. Η πρακτική των κυβερνώντων βρίσκεται σε ευθεία συγγένεια με νοοτροπίες που απαντούν στο δημόσιο βίο από συστάσεως νεοελληνικού κράτους. Εκείνα που κυρίως και διαχρονικά χαρακτηρίζουν την πλειονότητα της εγχώριας πολιτικής κάστας είναι η πονηριά και η έλλειψη αυτοπεποίθησης, στοιχεία που κατά κανόνα διαθέτουν οι μέτριοι και οι μη δημιουργικοί, οι ανάξιοι και γι' αυτό υποχρεωτικά στηριζόμενοι σε (αλλοδαπά) δεκανίκια.
Οταν ξέσπασε η Επανάσταση τον Μάρτιο του 1821, αρκετοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν να επικρίνουν το εγχείρημα και να το καταδικάσουν ως άκαιρο. Προεστοί και κοτζαμπάσηδες που φάνηκαν εξ αρχής επιφυλακτικοί ως προς τη συμμετοχή τους, ομοεθνείς που υπηρετούσαν ως ανώτεροι υπάλληλοι στην οθωμανική διοίκηση, εγγράμματοι-λόγιοι που βιοπορίζονταν στη Δύση, παράγοντες εκκλησιαστικοί, όλοι είχαν λόγους να κρατήσουν τις αποστάσεις τους από την Επανάσταση. Διατύπωσαν ενστάσεις σοβαρές για το εάν και κατά πόσον η εξέγερση πληρούσε τις προϋποθέσεις, είχε σωστά οργανωθεί ώστε να μην καταπνιγεί εν τη γενέσει της από τους Τούρκους.
Πολλά από τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν, ιδίως όσα αφορούσαν την εξασφάλιση οικονομικών πόρων για τη συνέχιση του Αγώνα, είχαν οπωσδήποτε κάποια βάση. Η πορεία των πραγμάτων, όμως, καταδεικνύει ότι τα αίτια και τα κίνητρα της κριτικής που άσκησαν ορισμένοι ήταν άλλα. Εκείνο που τεχνηέντως προσπαθούσαν να αποκρύψουν με τις σοφιστείες τους ήταν η ανικανότητα και η απροθυμία τους να συνδράμουν.
Σύντομα, η Επανάσταση εδραιώθηκε. Οταν πια άρχισε να γίνεται κατανοητό ότι η δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους δεν ήταν μόνον απατηλό όνειρο, οι προβληματισμοί και οι αμφιβολίες πήγαν περίπατο. Οι μέχρι πρότινος αφ' υψηλού και εκ του μακρόθεν σχολιαστές έτρεξαν να ενταχθούν στους κόλπους των επαναστατών και να «προσφέρουν τις υπηρεσίες τους».
Μορφωμένοι και διαθέτοντες πολιτική εμπειρία, επιβλήθηκαν εύκολα στους λαϊκούς, αγράμματους και ημιάγριους οπλαρχηγούς και τους πέριξ αυτών στρατιώτες. Σύστησαν μια δολοπλόκο και φιλόδοξη πολιτική καμαρίλα, που ενδεδυμένη με το μανδύα του φιλελευθερισμού και του ευρωπαϊσμού χρησιμοποιούσε τις πιο αναχρονιστικές και αυταρχικές μεθόδους προκειμένου να ισχυροποιηθεί και να επικρατήσει.
Ετσι, από τον πρώτο κιόλας χρόνο της Επανάστασης συγκροτήθηκε μια άκαπνη και εκτός πραγματικότητας διοίκηση, η οποία δεν αντλούσε τη νομιμοποίησή της παρά μέσα από αντιπροσωπευτικά όργανα που ήλεγχε η ίδια. «Τηράτε και τα πραχτικά των Βουλών, μ' όλον οπού 'ναι τέτοιες Βουλές οπού 'περασπίζονται την κλεψιά και 'διοτέλεια και πολεμούνε την δικαιοσύνη» σημειώνει εύστοχα ο Μακρυγιάννης.
Ανεξέλεγκτοι και ανέλεγκτοι, βαθύτατα δουλικοί, συμπλεγματικά ραγιάδες, έκοψαν και έραψαν την αναδυόμενη χώρα στα μέτρα της μικρότητάς τους. Ενεχυρίασαν τα εδάφη της σε ξένους χρηματοπιστωτικούς οίκους για λίγο ζεστό παραδάκι, μια γερή προμήθεια. Υποθήκευσαν το μέλλον των νεοτέρων και αποστέρησαν τους ακτήμονες από τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν τα προς το ζην με αξιοπρέπεια, καλλιεργώντας τη γη για την οποία πολέμησαν. Φέσωσαν γενεές δεκατέσσερις για άχρηστα οπλικά συστήματα, φρεγάτες που δεν ήρθαν ποτέ, χαλασμένα τουφέκια.
Δημόσιο χρήμα που έγινε λούσα και επαύλεις, του Ορλάνδου, του Λουριώτη, του Κοντόσταυλου και άλλων. «Οποτε σας λένε οι ξένοι σας φίλοι ντύνεστε το πουκάμισο της αρετής, κλαίτε την πατρίδα και τους αγωνιστάς, καθώς κλαίγει η φώκια τον πνιμένον είναι τα δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τον πνιμένον και κάθεται και τον τρώγει» λέει και πάλι ο Μακρυγιάννης.
* Ο όρος ανήκει επίσης στον στρατηγό Γ. Μακρυγιάννη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου