a/man/called/...
Ανάμεσα σε κουραμπιέδες και μελομακάρονα, πασχίζεις να αποσώσεις λίγη αγορασμένη γλύκα γιατί η άλλη, η δωρεάν, παράγινε ακριβή κι απρόσιτη εκεί έξω. Δεν θα ‘πρεπε, μα έτσι κατάντησε. Κατάντια είναι να μη χαίρεσαι που είσαι όρθιος και περπατάς και κρύος αέρας τσιτώνει τις ρυτίδες σου και το όλο και πιο ερημωμένο σου κρανίο και έχεις ατρύπητα χέρια και δεν κρέμονται σωληνάκια πάνω απ’ το κεφάλι σου και δεν περιμένεις -μετρώντας τα ντουπ ντουπ- να διαβάσεις πορίσματα και εξετάσεις. Κατάντια, όμως, είναι και να βαδίζεις στο μονόδρομο του «τη δουλίτσα μας να ‘χουμε κι όλα παλεύονται» γιατί το ξέρεις, σε τρώει άσχημα από μέσα, πως δεν παλεύονται όλα. Όταν η δουλειά αποκτάει υποκοριστικό, είναι γιατί την κανακεύεις μη τυχόν και σου φύγει. Είναι άπιστη η πουτάνα, μπορεί να σου γυρίσει την πλάτη μέσα σε μια νύχτα και να μη ξαναϊδωθείτε ποτέ. Κι ας της κάνεις χατίρια και τεμενάδες και θελήματα και υπερωρίες αφοσίωσης και όλα τα wanna be your dog του σύμπαντος. Όταν πάψεις να γαβγίζεις όπως θέλει -ή κάποιος άλλος κουνήσει την ουρά καλύτερα- , τέλος.
Κάποιες ώρες ολισθαίνω προς το ζειν επικινδύνως, προσπαθώ να με, να μας σκεφτώ λίγα χρόνια μετά. Ένα, δυο, έστω. Μάταια. Εξίσωση που έχει μόνο άγνωστα x δεν λύνεται. Στο τέλος βολεύομαι με τα ρετάλια του 1+1 = 2 , τα carpe diem, τα «γεροί να ‘μαστε αύριο και βλέπουμε».
Κι όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο ακριβά τα βλέπω αυτά τα κουρελάκια. Πανάκριβα, ειδικά την ώρα που περνάνε από μπρος μου -μια σπιθαμή μακριά- φορεία με τρίχρονα κορμάκια πάνω τους, βουτηγμένα στο betadin και με λιλιπούτεια βραχιολάκια στο χέρι κι εκείνος γυρίζει και μου λέει «μη κοιτάς, μη» αποστρέφοντας το βλέμμα κι ας έχουν δει τα μάτια του ανείπωτες εικόνες, όσο στα δικά μου απροπόνητα μάτια συνωστίζονται στρατιές ολόκληρες από «μα γιατί;» και απαντήσεις δεν έχω γιατί εξισώσεις με μόνο άγνωστα x δεν λύνονται.
Κι έτσι περνάει ο καιρός, μέρα με τη μέρα στενεύω κι άλλο, λίγο περισσότερο, το ρούχο που φοράω για να μη φανώ αρτιμελής ανάμεσα σε διαμελισμένους. Με ανακουφίζει προσωρινά αυτό. Αλλά δεν απαλύνει τον πόνο των σακατεμένων.
Είναι μερικά βράδια, την ώρα που το σπίτι αρχίζει και παγώνει, που πίνω με αόρατες παρέες δίπλα. Οινοπνεύματα ακριβά, φτηνά, μπουκάλια με περίεργες ετικέτες, ποτήρια χαμηλά, ψηλά, καμιά σημασία δεν έχει. Μερικές φορές μιλάμε, άλλες όχι. Συνήθως κοιταζόμαστε βουβοί κι ας είμαστε ώρες ατέλειωτες, διόδια, αεροδρόμια ή θάλασσες μακριά. Ξέρει, όμως, ο καθένας τι σκέφτεται ο άλλος (κι ας ζούνε τόσο διαφορετικές ζωές) : πως εξισώσεις μόνο με άγνωστα x δεν λύνονται, άρα θα ψάξεις να βρεις τον τρόπο να δώσεις σε κάποια x σάρκα και οστά. Κι ο,τι αποτέλεσμα βγάλει. Αρκεί να λιγοστέψουν τα x και να περισσέψουν οι άνθρωποι.
Ανάμεσα σε κουραμπιέδες και μελομακάρονα και μια σειρά αρχαία λαμπιόνια που ξεψυχάνε ένα ένα, χρόνο με το χρόνο, σκέφτεσαι -μου λέω- κάτι ασυνάρτητα πράματα ώρες ώρες…..
Κάποιες ώρες ολισθαίνω προς το ζειν επικινδύνως, προσπαθώ να με, να μας σκεφτώ λίγα χρόνια μετά. Ένα, δυο, έστω. Μάταια. Εξίσωση που έχει μόνο άγνωστα x δεν λύνεται. Στο τέλος βολεύομαι με τα ρετάλια του 1+1 = 2 , τα carpe diem, τα «γεροί να ‘μαστε αύριο και βλέπουμε».
Κι όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο ακριβά τα βλέπω αυτά τα κουρελάκια. Πανάκριβα, ειδικά την ώρα που περνάνε από μπρος μου -μια σπιθαμή μακριά- φορεία με τρίχρονα κορμάκια πάνω τους, βουτηγμένα στο betadin και με λιλιπούτεια βραχιολάκια στο χέρι κι εκείνος γυρίζει και μου λέει «μη κοιτάς, μη» αποστρέφοντας το βλέμμα κι ας έχουν δει τα μάτια του ανείπωτες εικόνες, όσο στα δικά μου απροπόνητα μάτια συνωστίζονται στρατιές ολόκληρες από «μα γιατί;» και απαντήσεις δεν έχω γιατί εξισώσεις με μόνο άγνωστα x δεν λύνονται.
Κι έτσι περνάει ο καιρός, μέρα με τη μέρα στενεύω κι άλλο, λίγο περισσότερο, το ρούχο που φοράω για να μη φανώ αρτιμελής ανάμεσα σε διαμελισμένους. Με ανακουφίζει προσωρινά αυτό. Αλλά δεν απαλύνει τον πόνο των σακατεμένων.
Είναι μερικά βράδια, την ώρα που το σπίτι αρχίζει και παγώνει, που πίνω με αόρατες παρέες δίπλα. Οινοπνεύματα ακριβά, φτηνά, μπουκάλια με περίεργες ετικέτες, ποτήρια χαμηλά, ψηλά, καμιά σημασία δεν έχει. Μερικές φορές μιλάμε, άλλες όχι. Συνήθως κοιταζόμαστε βουβοί κι ας είμαστε ώρες ατέλειωτες, διόδια, αεροδρόμια ή θάλασσες μακριά. Ξέρει, όμως, ο καθένας τι σκέφτεται ο άλλος (κι ας ζούνε τόσο διαφορετικές ζωές) : πως εξισώσεις μόνο με άγνωστα x δεν λύνονται, άρα θα ψάξεις να βρεις τον τρόπο να δώσεις σε κάποια x σάρκα και οστά. Κι ο,τι αποτέλεσμα βγάλει. Αρκεί να λιγοστέψουν τα x και να περισσέψουν οι άνθρωποι.
Ανάμεσα σε κουραμπιέδες και μελομακάρονα και μια σειρά αρχαία λαμπιόνια που ξεψυχάνε ένα ένα, χρόνο με το χρόνο, σκέφτεσαι -μου λέω- κάτι ασυνάρτητα πράματα ώρες ώρες…..
Καλές Γιορτές, everyone
♫
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου