Ως γνωστόν, ο κ. Μιχαήλ Λιάπης, τέως υπουργός σε κυβερνήσεις του πρώτου εξαδέλφου του, συνελήφθη να οδηγεί ιδιόκτητο ογκώδες τζιπ με πλαστές πινακίδες. Οι νόμιμες είχαν αποσυρθεί επειδή ο κ. Λιάπης δεν ήθελε (κοινώς δεν γούσταρε) να πληρώσει το κόστος που συνεπάγεται η νόμιμη κυκλοφορία του αυτοκινήτου του.
Αφήνω στην άκρη την υπουργική θητεία του κ. Λιάπη, τα λαμπρά επιτεύγματα και τις μνήμες της, τις συγγενικές και άλλες σχέσεις του, τις ικανότητες, την ψυχολογική σκευή και τα γνωρίσματα του χαρακτήρα του. Αφήνω στην άκρη τον τόπο και τον χρόνο του επεισοδίου, το είδος του παραπτώματος, το γιατί οι αστυνομικές αρχές έπραξαν όπως έπραξαν, τις μορφές και το εύρος που πήρε η συναφής δημοσιότητα, τις επιπτώσεις του επεισοδίου για τον ίδιο. Μένω σε μόνο μια διάσταση του όλου συμβάντος.
Ο κ. Λιάπης ήθελε να χαρεί ξανά το αυτοκίνητό του. Όπως το χαιρόταν τις ηλιόλουστες μέρες που επιθεωρούσε αετίσια τα κτήματά του ροβολώντας στα κακοτράχαλα καλντερίμια του Κολωνακίου. Δηλαδή ο κ. Λιάπης, ως άνθρωπος, νοστάλγησε. Περίπου όπως νοσταλγούμε όλοι μας. Κι αν εμείς νοσταλγούμε τις μέρες που είχαμε δουλειά και μπορούσαμε να ζεστάνουμε τα σπίτια μας, τις μέρες όπου μισθοί και συντάξεις ήταν σχεδόν αξιοπρεπείς και περιμέναμε και δώρο, τις μέρες όπου φαινόταν ότι μπορούμε να πληρώσουμε τους φόρους και να αποπληρώσουμε το δάνειο, εκείνος νοσταλγεί το κάτι περισσότερο και το κάτι άλλο. Οι διαφορές είναι τεράστιες, αλλά το συναίσθημα ίδιο. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, όπως θα έλεγε και ο Νίτσε.
Νοσταλγία λοιπόν. Για τις ωραίες μέρες που πέρασαν. Κι αν η πράξη του κ. Λιάπη συνιστά το άτσαλο ξέσπασμα μιας αφόρητης εσωτερικής πίεσης, μια πράξη εκδραμάτισης (acting out) της νοσταλγίας του, κατά την ορολογία των ειδικών του ψυχισμού, η σύλληψή του υπογραμμίζει με παγερή σαφήνεια ότι οι παλιές μέρες πέρασαν ανεπιστρεπτί.
Όχι μόνο για τον κ. Λιάπη. Όχι μόνο για το τέως ένδοξο πολιτικό προσωπικό που εκδραματίζει τη νοσταλγία του με λιγότερο άτσαλους, υποτίθεται περισσότερο πολιτικούς, τρόπους. Αλλά για όλους μας. Η υπόθεση Μιχαήλ Λιάπη είναι εμβληματική. Αυτή διαυγάζει το γεγονός ότι εκείνες οι μέρες ΔΕΝ θα ξανάρθουν. Για κανέναν. Ούτε για τον κ. Λιάπη, ούτε για το πολιτικό προσωπικό που άγχεται να διατηρήσει εξουσία και προνόμια, ούτε για μας.
Δεν είναι εύκολο να αποδεχτούμε αυτήν την αλήθεια. Κάποιες φορές και ο δικός μας λόγος, όσο κι αν είναι ταξικά χρωματισμένος αλλιώς, αποφέρει κάτι σαν αποκατάσταση του παρελθόντος, κάτι σαν νοσταλγία. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, αλλά πολιτικά επικίνδυνο. Η λυσιτελής αντιμετώπιση του παρόντος δεν μπορεί να στηρίζεται στη θαλπωρή της αναπόλησης. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε με πάσα ψυχρότητα ότι τα πράγματα δεν γυρίζουν πίσω. Τελεσίδικα. Και να συνδέσουμε αυτήν την αποδοχή με την έλλογη οργή και τη συστηματική αλληλεγγύη μας. Με γνώμονα την πραγματικότητα. Ξεκινώντας από το παρόν όπως πραγματικά είναι, να δεσμευτούμε για όσα μπορούμε πραγματικά να πράξουμε. Αναλαμβάνοντας εν επιγνώσει ολόκληρη τη σχετική ευθύνη. Φορτισμένοι με τα θερμά, ζωογόνα και γενναιόδωρα συναισθήματα μιας προσπάθειας που θέλει να αλλάξει πραγματικά τον κόσμο.
Αφήνω στην άκρη την υπουργική θητεία του κ. Λιάπη, τα λαμπρά επιτεύγματα και τις μνήμες της, τις συγγενικές και άλλες σχέσεις του, τις ικανότητες, την ψυχολογική σκευή και τα γνωρίσματα του χαρακτήρα του. Αφήνω στην άκρη τον τόπο και τον χρόνο του επεισοδίου, το είδος του παραπτώματος, το γιατί οι αστυνομικές αρχές έπραξαν όπως έπραξαν, τις μορφές και το εύρος που πήρε η συναφής δημοσιότητα, τις επιπτώσεις του επεισοδίου για τον ίδιο. Μένω σε μόνο μια διάσταση του όλου συμβάντος.
Ο κ. Λιάπης ήθελε να χαρεί ξανά το αυτοκίνητό του. Όπως το χαιρόταν τις ηλιόλουστες μέρες που επιθεωρούσε αετίσια τα κτήματά του ροβολώντας στα κακοτράχαλα καλντερίμια του Κολωνακίου. Δηλαδή ο κ. Λιάπης, ως άνθρωπος, νοστάλγησε. Περίπου όπως νοσταλγούμε όλοι μας. Κι αν εμείς νοσταλγούμε τις μέρες που είχαμε δουλειά και μπορούσαμε να ζεστάνουμε τα σπίτια μας, τις μέρες όπου μισθοί και συντάξεις ήταν σχεδόν αξιοπρεπείς και περιμέναμε και δώρο, τις μέρες όπου φαινόταν ότι μπορούμε να πληρώσουμε τους φόρους και να αποπληρώσουμε το δάνειο, εκείνος νοσταλγεί το κάτι περισσότερο και το κάτι άλλο. Οι διαφορές είναι τεράστιες, αλλά το συναίσθημα ίδιο. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, όπως θα έλεγε και ο Νίτσε.
Νοσταλγία λοιπόν. Για τις ωραίες μέρες που πέρασαν. Κι αν η πράξη του κ. Λιάπη συνιστά το άτσαλο ξέσπασμα μιας αφόρητης εσωτερικής πίεσης, μια πράξη εκδραμάτισης (acting out) της νοσταλγίας του, κατά την ορολογία των ειδικών του ψυχισμού, η σύλληψή του υπογραμμίζει με παγερή σαφήνεια ότι οι παλιές μέρες πέρασαν ανεπιστρεπτί.
Όχι μόνο για τον κ. Λιάπη. Όχι μόνο για το τέως ένδοξο πολιτικό προσωπικό που εκδραματίζει τη νοσταλγία του με λιγότερο άτσαλους, υποτίθεται περισσότερο πολιτικούς, τρόπους. Αλλά για όλους μας. Η υπόθεση Μιχαήλ Λιάπη είναι εμβληματική. Αυτή διαυγάζει το γεγονός ότι εκείνες οι μέρες ΔΕΝ θα ξανάρθουν. Για κανέναν. Ούτε για τον κ. Λιάπη, ούτε για το πολιτικό προσωπικό που άγχεται να διατηρήσει εξουσία και προνόμια, ούτε για μας.
Δεν είναι εύκολο να αποδεχτούμε αυτήν την αλήθεια. Κάποιες φορές και ο δικός μας λόγος, όσο κι αν είναι ταξικά χρωματισμένος αλλιώς, αποφέρει κάτι σαν αποκατάσταση του παρελθόντος, κάτι σαν νοσταλγία. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, αλλά πολιτικά επικίνδυνο. Η λυσιτελής αντιμετώπιση του παρόντος δεν μπορεί να στηρίζεται στη θαλπωρή της αναπόλησης. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε με πάσα ψυχρότητα ότι τα πράγματα δεν γυρίζουν πίσω. Τελεσίδικα. Και να συνδέσουμε αυτήν την αποδοχή με την έλλογη οργή και τη συστηματική αλληλεγγύη μας. Με γνώμονα την πραγματικότητα. Ξεκινώντας από το παρόν όπως πραγματικά είναι, να δεσμευτούμε για όσα μπορούμε πραγματικά να πράξουμε. Αναλαμβάνοντας εν επιγνώσει ολόκληρη τη σχετική ευθύνη. Φορτισμένοι με τα θερμά, ζωογόνα και γενναιόδωρα συναισθήματα μιας προσπάθειας που θέλει να αλλάξει πραγματικά τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου