Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Το Τέλος Μέλλον...

Ο Ρ. Ροσελίνι στην καταπληκτική ταινία του «Γερμανία ώρα μηδέν» του 1947 εικονογράφησε τη γενική και ασύντακτη απειλή, την απελπισία και τον παρατεταμένο νεανικό θάνατο.
Στα ερείπια του βομβαρδισμένου Βερολίνου περιφέρεται ένα αγόρι, προσπαθώντας να επιζήσει αλλά και να φροντίσει υποτυπωδώς τους ελάχιστους δικούς του, όσους του απέμειναν. Μετά την εκμηδενιστική ήττα, ο στρατιώτης αδελφός του είναι ψυχικά διαλυμένος και ανίκανος. Το παιδί ζει στις χαραμάδες των ερειπίων μικροπεριστατικά ερειπωμένων ανθρώπων, επηρεάζεται από το δάσκαλό του και τις ναζιστικές ιδεολογικές επιβιώσεις, δηλητηριάζει τον κλινήρη πατέρα του.
Το Βερολίνο είναι μια έρημος χαλασμάτων: δεν έχει υποδομές, ασφάλεια, κτηριακό απόθεμα, διοίκηση, καμιά συλλογική ρύθμιση. Κυριαρχούν συμμορίες και εκτεταμένη πορνεία για βιοπορισμό. Ενα χάος εξατομικευμένης απελπισίας, φόβου, πραγματισμού και θανάτου. Στα περιθώρια προσπαθούν να επιβιώσουν οι πεινασμένοι και περίλυποι κάτοικοι. Εν τέλει το παιδί αυτοκτονεί - στρέφεται εναντίον της νεότητάς του αφού το μέλλον δεν υπάρχει. Παραλληλίες, επαναλήψεις. Ναι, έχει ξανασυμβεί στην Ιστορία η απερήμωση, ο εκμηδενισμός, το τέλος του μέλλοντος. Στη δική μας όμως περίπτωση παρουσιάζει ορισμένα ενδιαφέροντα αλλά προβλέψιμα και υπό συνθήκες αναστρέψιμα χαρακτηριστικά. Σε πέντε επίπεδα θεμελιώνεται η αγωνία.
Πρώτον, στην απόλυτη πολιτική ανικανότητα να ιεραρχηθούν προβλήματα, να στοιχηθούν πίσω από κάποια στοιχειωδώς σχηματισμένη στρατηγική και να παραχθούν λύσεις που να συνδέονται με τις (εντοπισμένες ) ανάγκες αλλά και μεταξύ τους, συγκροτώντας ένα λειτουργικό, διοικητικό σώμα.
Δεύτερον, στο αναρχικό κράτος που φρενάρει τις παραγωγικές και ρυθμιστικές λειτουργίες, αλλά και τη βελτίωσή του.
Τρίτον, στην τερατώδη παραγωγική έκπτωση που έχει απο-εγγράψει από το συλλογικό υποσυνείδητο κάθε επινοητικότητα και δημιουργικότητα στο πεδίο της παραγωγής, οδηγώντας σε μια επιδοματική νέκρα.
Τέταρτον, στη συνδικαλιστική ποιότητα που εκτρέπει και απομαζικοποιεί-αποπολιτικοποιεί κάθε κινητοποίηση, κάθε συλλογική εκλογίκευση του κακού.

Πέμπτον, στη χαμηλή λαϊκή ποιότητα που διατηρεί τα καταστροφικά χαρακτηριστικά της τώρα, στην περίοδο την εκ-πτώχευσης, όπως ακριβώς τα ανέδυε και στην περίοδο του πλουτισμού. Σε αυτά τα πέντε πεδία μετασχηματίζεται το μέλλον σε απειλή, σε κάτι βαθιά και κυριολεκτικά αποκρουστικό. Εχω γράψει κατ' επανάληψιν για τις αιτίες της πολιτικής αφλογιστίας και ένδειας. Ομως το πρόβλημα ανάλυσης που διατρέχει όλη τη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα, το πρόβλημα του τολμηρού εξορθολογισμού, προηγείται της κρίσης. Για την ακρίβεια, η κρίση έρχεται και ως επίστεψη της πολιτικής αναλυτικής υπολειτουργίας. Ομως αυτή η αντιστροφή των αξιολογήσεων για το μέλλον, για τη δυνητική πλευρά του δημόσιου φρονήματος και της συλλογικής πεποίθησης, αυτή η αντιστροφή φέρνει κάτι πολύ χειρότερο από την παράλυση της απαισιοδοξίας. Εγκαθιστά μια απόλυτη, σχεδόν ηδονιστική, μοιρολατρία. Σαν κι αυτή που εντόπιζε ο Μαζάουερ κατά τον πρώτο χρόνο της κατοχικής Ελλάδας.
Τίποτα. Η χώρα μας ζει στα ερείπια του ροσελινικού Βερολίνου, χωρίς όμως να έχει κάνει τη μεγάλη ιστορική παράβαση, χωρίς να έχει προξενήσει ανθρωπιστική καταστροφή, χωρίς να έχει κάνει την επιθετική εκείνη ενέργεια που να άλλαζε τη βάση δικαίου και δικαιωμάτων σε μεγάλη κλίμακα. Μικροπαραβάσεις (ανάξιες, περιφρονητέες και ασήμαντες), μικροπλεονασμοί, αλαζονικός μικροαστισμός, παπαγαλία ενός επιδερμικού και βουλιμικού ευρωπαϊσμού. Είναι λογικό αυτά τα μικρά αμαρτήματα να αφαιρούν το δικαίωμα στην επανόρθωση, είναι δυνατόν να συγκροτούν τον απίθανο τιμωρητικό λάκκο που έχουμε πέσει και ριχτεί; Φαίνεται ότι ναι.
Ο λάκκος είναι κερδοφόρος για μερικούς. Η κοινωνία έχει εκβιαστεί σε μια δομική γήρανση, αφού την έννοια του χρόνου συγκροτούν είτε μόνο οι ηλικίες είτε μόνο οι διάφορες καταληκτικές ημερομηνίες που επινοεί διαρκώς το γελοίο διοικητικό σύστημα για να βασανίζει τους ανθρώπους. Οι πυκνές έννοιες του παραγωγικού χρόνου, που είναι και ο χρόνος αυτοσυγκρότησης, αυθερμηνείας, οι έννοιες του παραγωγικού χρονισμού, ως οργανικού στοιχείου του ιστορικού χρόνου, δεν ενσωματώνονται στο συλλογικό μας διάβημα. Είναι ίσως παράδοξο που η δραματουργία, η φιλμική κατασκευή, φωτίζει τόσο ανακεφαλαιωτικά πλευρές της πολιτικής και δημόσιας ζώνης μας. Αλλά αισθάνομαι ότι για να αναμετρηθεί κανείς με μια τέτοιας έντασης ιστορική στρέβλωση, όπως αυτή στην οποία οδηγήθηκε ο τόπος μας, θα πρέπει να ανασύρει όλα τα ερμηνευτικά υλικά και απ' όλα τα πεδία. Οχι μόνο για να καταλάβει, όχι μόνο για να παρηγορηθεί, αλλά κυρίως για να εγερθεί.
* Ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ dsevastakis@arch.ntua.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων