Ο όρος dignitas hominis, στην κλασική ρωμαϊκή σκέψη, προσδιόριζε το κοινωνικό status. Περιελάμβανε την απόδοση τιμής και την αναγνώριση σεβασμού. Έτσι, η ανάθεση δημόσιων αξιωμάτων σε κάποιον συνεπέφερε την dignitas, που του αναλογούσε. Εδώ, η αξιοπρέπεια, η dignitas, αφορά κυρίως τους θεσμούς. Η κατοπινή της εξέλιξη προϋποθέτει τον προσδιορισμό του ανθρώπου ως όντος με εγγενή αξία. Οι άνθρωποι λογίζονται πρόσωπα ίσης ηθικής αξίας και σεβασμού. Πλέον, η υποχρέωση σεβασμού της ανθρώπινης αξίας αποτελεί κανόνα της δημόσιας τάξης.
Ο σεβασμός της αξιοπρέπειας είναι στοιχείο του δικαιοπολιτικού μας πολιτισμού. Βεβαίως, η έννοια «ανθρώπινη αξιοπρέπεια» πάσχει από σημασιολογική απροσδιοριστία. Αυτή είναι και η αντινομία της: αξιώνει καθολική ισχύ, ενώ συγκροτείται σε έναν συγκεκριμένο πολιτισμό· τον νεωτερικό, δικαιικό και ηθικοπολιτικό πολιτισμό. Η προσβολή της ισοδυναμεί με προσβολή αυτού του πολιτισμού.
Οι βουλευτές, Γιώργος Σταθάκης και Ευκλείδης Τσακαλώτος, κατηγορήθηκαν ότι έχουν μετοχές της BlackRock. Η κατηγορία δεν προσδιορίζει αδίκημα, αλλά ηθικώς επίψογη πράξη. Αυτοί οι βουλευτές υπερασπίζονται τη δίκαιη κατανομή των βαρών της λιτότητας και την αναδιανομή του πλούτου, αλλά έχουν μετοχές. Η κατηγορία διατυπώθηκε από τα ΜΜΕ όχι μόνο ως ηθικός λόγος, αλλά και ως περιγραφική - διαπιστωτική κρίση. Περιέγραψε τι έκαναν οι δύο βουλευτές. Έχουμε, λοιπόν, και περιγραφή των πραγματικών περιστατικών. Αυτή προϋποθέτει και τη χρήση αποδεικτικών μέσων. Συνεπώς, οι εγκαλέσαντες όφειλαν να στηρίξουν την ηθική κατηγορία, με την ένταξη αυτής της περιγραφής στη δικαιολόγηση της κατηγορίας.
Κατηγορούν τους δύο βουλευτές ότι τέλεσαν πράξη ανάρμοστη για στελέχη της Αριστεράς. Συνεπώς, θα πρέπει τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία στηρίζουν τα στοιχεία που συνθέτουν την ειδική φύση -την υπόσταση- της ηθικώς αποδοκιμαστέας πράξης, να εκτίθενται έτσι, ώστε να προκύπτει με σαφήνεια η υπαγωγή τους στα στοιχεία που καθορίζουν την ειδική υπόσταση της ανάρμοστης πράξης. Έτσι διακρίνεται η τεκμηριωμένη καταγγελία από τον διασυρμό.
Οι δύο βουλευτές υποστήριξαν ότι δεν έχουν μετοχές, αλλά αμοιβαία κεφάλαια από οικογενειακές επενδύσεις. Εδώ, η διάκριση συσκοτίζεται. Έτσι, οι βουλευτές αξίωσαν τη στήριξη της καταγγελίας, όχι με αφορισμούς, αλλά με απροσμάχητα τεκμήρια. Τώρα, αλλάζει ο προσδιορισμός της ειδικής υπόστασης της συγκεκριμένης πράξης. Το να έχει κάποιος αμοιβαία κεφάλαια δεν τον καθιστά κάτοχο μετοχών.
Η έκθεση των πραγματικών περιστατικών από τα ΜΜΕ δεν ήταν και τόσο πραγματική. Η στήριξη μιας κατηγορίας προϋποθέτει συλλογισμό. Αυτός θα πρέπει να διασφαλίζει την αντιστοιχία της πραγματικότητας με την απεικόνισή της, όπως αυτή θα πρέπει να εμφανίζεται στη δικαιολόγηση της καταγγελίας. Να, όμως, που οι δύο βουλευτές εντόπισαν πρόβλημα σε αυτή την αντιστοιχία, ανάμεσα στα πραγματικά περιστατικά και την απεικονιστική τους έκθεση. Τι έκαναν, λοιπόν; Έκαναν ό,τι θα έκανε οποιοσδήποτε από μας. Ζήτησαν αποδείξεις. Αυτό επιτάσσουν οι δικαιοκρατικές αρχές που προστατεύουν την αξιοπρέπεια. Να, που επιστρέφουμε στην αρχή.
Ο στόχος ήταν η καταρράκωση της προσωπικής και πολιτικής αξιοπρέπειας των δύο βουλευτών. Να φανούν ως «μία από τα ίδια». Ο έχων το επιχειρηματολογικό βάρος της απόδειξης, ο καταγγείλας, το αφήνει, για να ξαποστάσει. Ο καταγγελθείς ή θα το σηκώσει -για να αποδείξει ότι δεν είναι ό,τι του προσάπτουν- ή θα διασυρθεί. Πρόκειται για τακτική αναιρούσα τον πολιτισμό που περιγράψαμε ως προϋπόθεση για την ανθρώπινη και πολιτική αξιοπρέπεια. Αυτό διακυβεύεται στην απόπειρα κατασπίλωσης του ηθικού κύρους ανθρώπων που, αντί να πλουτίζουν ως σύμβουλοι εταιρειών, μάχονται για την αναδιανομή του πλούτου. Είναι ο πλούτος που αποκτούν οι μαυραγορίτες της νέας πρωταρχικής συσσώρευσης, στηριζόμενοι στην πολιτική πατρωνία που τους εξασφαλίζουν τα παραπαίοντα, κυβερνητικά τους ανδράποδα. Γι' αυτό υπερασπιζόμαστε τους Σταθάκηδες και τους Τσακαλώτους του κόμματός μας αλλά και του κοινοβουλίου.
Αυτό δεν αφορά μόνο εμάς. Περιλαμβάνει και όσους ομνύουν σε δικαιωματοκρατικές αρχές και αυτοπροσδιορίζονται σε ουσιώδη αναφορά προς την ανθρώπινη και πολιτική αξιοπρέπεια. Την τελευταία δεν την χρειάζονται όσοι επιχειρηματίες φιλοδωρούνται με τις άδειες για την ψηφιακή τηλεόραση και απαλλάσσονται από τη φορολόγηση των κερδών από τηλεοπτικές διαφημίσεις, «επειδή πλήττονται από την κρίση». Ούτε αυτοί που τους φιλοδώρησαν τη χρειάζονται, ούτε και εμείς χρειαζόμαστε τέτοιους κιμπάρηδες υπουργούς. Την πολιτική αναγέννηση και την κοινωνική ανόρθωση που εγγυάται ο ΣΥΡΙΖΑ χρειαζόμαστε και, γι' αυτό, χρειαζόμαστε και άλλους Τσακαλώτους και άλλους Σταθάκηδες.
* Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει Πολιτική Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Ο σεβασμός της αξιοπρέπειας είναι στοιχείο του δικαιοπολιτικού μας πολιτισμού. Βεβαίως, η έννοια «ανθρώπινη αξιοπρέπεια» πάσχει από σημασιολογική απροσδιοριστία. Αυτή είναι και η αντινομία της: αξιώνει καθολική ισχύ, ενώ συγκροτείται σε έναν συγκεκριμένο πολιτισμό· τον νεωτερικό, δικαιικό και ηθικοπολιτικό πολιτισμό. Η προσβολή της ισοδυναμεί με προσβολή αυτού του πολιτισμού.
Οι βουλευτές, Γιώργος Σταθάκης και Ευκλείδης Τσακαλώτος, κατηγορήθηκαν ότι έχουν μετοχές της BlackRock. Η κατηγορία δεν προσδιορίζει αδίκημα, αλλά ηθικώς επίψογη πράξη. Αυτοί οι βουλευτές υπερασπίζονται τη δίκαιη κατανομή των βαρών της λιτότητας και την αναδιανομή του πλούτου, αλλά έχουν μετοχές. Η κατηγορία διατυπώθηκε από τα ΜΜΕ όχι μόνο ως ηθικός λόγος, αλλά και ως περιγραφική - διαπιστωτική κρίση. Περιέγραψε τι έκαναν οι δύο βουλευτές. Έχουμε, λοιπόν, και περιγραφή των πραγματικών περιστατικών. Αυτή προϋποθέτει και τη χρήση αποδεικτικών μέσων. Συνεπώς, οι εγκαλέσαντες όφειλαν να στηρίξουν την ηθική κατηγορία, με την ένταξη αυτής της περιγραφής στη δικαιολόγηση της κατηγορίας.
Κατηγορούν τους δύο βουλευτές ότι τέλεσαν πράξη ανάρμοστη για στελέχη της Αριστεράς. Συνεπώς, θα πρέπει τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία στηρίζουν τα στοιχεία που συνθέτουν την ειδική φύση -την υπόσταση- της ηθικώς αποδοκιμαστέας πράξης, να εκτίθενται έτσι, ώστε να προκύπτει με σαφήνεια η υπαγωγή τους στα στοιχεία που καθορίζουν την ειδική υπόσταση της ανάρμοστης πράξης. Έτσι διακρίνεται η τεκμηριωμένη καταγγελία από τον διασυρμό.
Οι δύο βουλευτές υποστήριξαν ότι δεν έχουν μετοχές, αλλά αμοιβαία κεφάλαια από οικογενειακές επενδύσεις. Εδώ, η διάκριση συσκοτίζεται. Έτσι, οι βουλευτές αξίωσαν τη στήριξη της καταγγελίας, όχι με αφορισμούς, αλλά με απροσμάχητα τεκμήρια. Τώρα, αλλάζει ο προσδιορισμός της ειδικής υπόστασης της συγκεκριμένης πράξης. Το να έχει κάποιος αμοιβαία κεφάλαια δεν τον καθιστά κάτοχο μετοχών.
Η έκθεση των πραγματικών περιστατικών από τα ΜΜΕ δεν ήταν και τόσο πραγματική. Η στήριξη μιας κατηγορίας προϋποθέτει συλλογισμό. Αυτός θα πρέπει να διασφαλίζει την αντιστοιχία της πραγματικότητας με την απεικόνισή της, όπως αυτή θα πρέπει να εμφανίζεται στη δικαιολόγηση της καταγγελίας. Να, όμως, που οι δύο βουλευτές εντόπισαν πρόβλημα σε αυτή την αντιστοιχία, ανάμεσα στα πραγματικά περιστατικά και την απεικονιστική τους έκθεση. Τι έκαναν, λοιπόν; Έκαναν ό,τι θα έκανε οποιοσδήποτε από μας. Ζήτησαν αποδείξεις. Αυτό επιτάσσουν οι δικαιοκρατικές αρχές που προστατεύουν την αξιοπρέπεια. Να, που επιστρέφουμε στην αρχή.
Ο στόχος ήταν η καταρράκωση της προσωπικής και πολιτικής αξιοπρέπειας των δύο βουλευτών. Να φανούν ως «μία από τα ίδια». Ο έχων το επιχειρηματολογικό βάρος της απόδειξης, ο καταγγείλας, το αφήνει, για να ξαποστάσει. Ο καταγγελθείς ή θα το σηκώσει -για να αποδείξει ότι δεν είναι ό,τι του προσάπτουν- ή θα διασυρθεί. Πρόκειται για τακτική αναιρούσα τον πολιτισμό που περιγράψαμε ως προϋπόθεση για την ανθρώπινη και πολιτική αξιοπρέπεια. Αυτό διακυβεύεται στην απόπειρα κατασπίλωσης του ηθικού κύρους ανθρώπων που, αντί να πλουτίζουν ως σύμβουλοι εταιρειών, μάχονται για την αναδιανομή του πλούτου. Είναι ο πλούτος που αποκτούν οι μαυραγορίτες της νέας πρωταρχικής συσσώρευσης, στηριζόμενοι στην πολιτική πατρωνία που τους εξασφαλίζουν τα παραπαίοντα, κυβερνητικά τους ανδράποδα. Γι' αυτό υπερασπιζόμαστε τους Σταθάκηδες και τους Τσακαλώτους του κόμματός μας αλλά και του κοινοβουλίου.
Αυτό δεν αφορά μόνο εμάς. Περιλαμβάνει και όσους ομνύουν σε δικαιωματοκρατικές αρχές και αυτοπροσδιορίζονται σε ουσιώδη αναφορά προς την ανθρώπινη και πολιτική αξιοπρέπεια. Την τελευταία δεν την χρειάζονται όσοι επιχειρηματίες φιλοδωρούνται με τις άδειες για την ψηφιακή τηλεόραση και απαλλάσσονται από τη φορολόγηση των κερδών από τηλεοπτικές διαφημίσεις, «επειδή πλήττονται από την κρίση». Ούτε αυτοί που τους φιλοδώρησαν τη χρειάζονται, ούτε και εμείς χρειαζόμαστε τέτοιους κιμπάρηδες υπουργούς. Την πολιτική αναγέννηση και την κοινωνική ανόρθωση που εγγυάται ο ΣΥΡΙΖΑ χρειαζόμαστε και, γι' αυτό, χρειαζόμαστε και άλλους Τσακαλώτους και άλλους Σταθάκηδες.
* Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει Πολιτική Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου