Η γριά άρρωστη ετοιμοθάνατη κυραΠρωτεύουσα που ζέχνει από τους πόρους της σαπίλα, ανθρωπίλα, αδιαφορίλα και νεοπλουτίστικη φτωχίλα στολίστηκε με «χιλιάδες κόσμου» που σέρνονταν από δρόμο σε δρόμο σέρνοντας μαζί τους κουτσούβελα και γιαγιαδοπαππούδες να θαμπωθούν από τα μισερά φώτα των βιτρινών που πίσω τους έστεκαν απλήρωτες θαμπές φιγούρες μισές άνθρωποι μισές άψυχες κούκλες με το μυαλό στο άρρωστο παιδί, στα πόδια που πονάνε, στα νοίκια που τρέχουν, στην άνεργη αδελφή, στο αφεντικό που λοξοκοιτά να δει αν το χαμόγελο είναι ακόμα καρφωμένο πίσω από το παλιό χαλασμένο βρωμερό κραγιόν στο στόμα (στόμα στεγνό, σφιγμένο που μισεί και θέλει να δαγκώσει όταν δεν κυρτώνει μοιρολατρικά κι αδιάφορα).
Η βρωμιάρα στρίγγλα μισητή άρρωστη γριά κυραΠρωτεύουσα αναζωογονείται βέβαια από κάτι τέτοια θλιβερά πλήθη κι από αυτόν το ζόφο της αγοράς, μιας ταιριαστής στην κατάσταση αγοράς, μιας αγοράς ντεμέκ, αφού σχεδόν κανείς δεν αγοράζει, αλλά το πλήθος ανοίγει τα ρουθούνια και οσφραίνεται πεινασμένο ή και ονειροπολεί την δυνατότητα και το «όνειρο» μιας αγοράς. Η βρωμιάρα στρίγγλα μισητή άρρωστη γριά κυραΠρωτεύουσα γίνεται ακόμα πιο βρωμιάρα στρίγγλα μισητή άρρωστη γριά.
Σε μια τέτοια άρρωστη πόλη αρμόζει φυσικά η ιδέα ότι «η συμμετοχή των ανοικτών εμπορικών καταστημάτων δημιουργεί πάντα συγκέντρωση κόσμου με διάθεση να δει τις βιτρίνες και να διασκεδάσει με μικρές “έξυπνες” αγορές.” Ο κόσμος συγκεντρώνεται για να διαμαρτυρηθεί. Να διεκδικήσει. Να ανατρέψει. Να χτίσει. Ο κοσμάκης συγκεντρώνεται με «διάθεση να δει τις βιτρίνες». Ο κοσμάκης «διασκεδάζει με μικρές έξυπνες αγορές».
Κοσμάκης στους δρόμους να κρύβει τους άστεγους, τους ταλαίπωρους, τους φτωχούς, τους εκμεταλλευόμενους. Να κρύβει τον εαυτό του. Κουρέλια να κρύβουν τα κουρέλια.
Λευκές νύχτες. Αποτρόπαιες. Διαφωτιστικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου