του Γιωργου Παπασωτηριου....
Ο εθιμικός «τζόγος» των ημερών αντικαταστάθηκε από την κατάθεση στο γιορταστικό τραπέζι-ρεφενέ των φόβων και των προσδοκιών για το μέλλον, που μοιάζει πεδίο αχαρτογράφητο. Τα λόγια των συνδαιτυμόνων μοιάζουν με βόμβες μολότοφ, καθώς ο συναισθηματισμός και η οργή ενοφθαλμίζονται στον ορθό λόγο. Οι αριστεροί, γνωστοί για τη θεωρητικολογία τους, όταν συζητούν μεταξύ τους είναι έτοιμοι να διαφωνήσουν ακόμα και με τον εαυτό τους, θύματα του ναρκισσισμού των μικρών διαφορών.
Όσοι υποστηρίζουν το ΣΥΡΙΖΑ εστιάζουν στο πρώτο βήμα, που είναι να τεθεί ένα φρένο στην ανθρωπιστική καταστροφή της άγριας λιτότητας. Οι αριστεροί αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ ρίχνουν το βάρος στο δεύτερο βήμα, δηλαδή στην αποτυχία μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, που κατά τη γνώμη τους θα οδηγούσε την Αριστερά «20 χρόνια πίσω»! Κάποιοι θεωρούν ότι η απόπειρα του μοναχικού δρόμου μιας αριστερής διακυβέρνησης είναι σαν να επιχειρεί κανείς να εξέλθει από την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή, νεοφιλελεύθερη μαφία, ότι οι διαμαρτυρίες της «κατσαρόλας» και η αντίδραση του βαθέως κράτους της δεξιάς θα είναι σφοδρή, αφού το ελληνικό αρνητικό υπόδειγμα απέναντι στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση θα πρέπει να συντριβεί πριν λειτουργήσει ως μολυσματικός ιός.
Η Αριστερά, αυτή η οποία τουλάχιστον καταλαβαίνει, καλεί ουσιαστικά τον ελληνικό λαό να σηκώσει στις πλάτες του ολόκληρη την ανθρωπότητα, ή αλλιώς την ουμανιστική εκδοχή της παγκοσμιοποίησης, αυτή που αποκαλείται οικουμενικότητα. Υπάρχει, όμως, προετοιμασία (πολιτικο-ιδεολογική και οργανωτική) γι’ αυτή την προοπτική; Πολλοί φοβούνται πως όχι. Γι’ αυτό δεν είναι λίγοι εκείνοι που ανησυχούν ότι μία κυβέρνηση της Αριστεράς θα μετατοπιστεί λόγω των πιέσεων προς σοσιαλδημοκρατικές ατραπούς και συμβιβασμούς.
Στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις ανησυχίες, υπάρχει η πεποίθηση της «από τα πάνω» αλλαγής, η οποία θα λειτουργήσει σαν Λυδία λίθος για την αλλαγή στον ευρωπαϊκό νότο και ακολούθως σε όλη την Ευρώπη.
Δεν υπάρχει, όμως, καμία διευκρίνιση τι θα γίνει με τον καπιταλισμό, τι θα γίνει σ’ ένα ενδεχόμενο οικονομικού αποκλεισμού της Ελλάδας. Εδώ βρίσκεται η ύλη για την τροφοδοσία του μεγάλου φόβου. Και ο φόβος καλλιεργείται στους «από κάτω», σ’ εκείνους που έχουν ακόμη εργασία, δηλαδή στους εργαζόμενους-«νοικοκυρούληδες», που έχουν μία εσωτερική σχέση με το κεφάλαιο ως ζήτηση, κατανάλωση και αγοραστική δύναμη.
Σ’ αυτούς, λοιπόν, υπάρχει ο μεγάλος φόβος καθώς η καταστροφή του καπιταλισμού σημαίνει και τη δική τους καταστροφή καθώς βρίσκονται σε εξαρτημένη μορφή –εσωτερική σχέση- με το κεφάλαιο. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ανατροπή σημαίνει αλλαγή και των «κάτω», δηλαδή όσων έχουν εργασία. Οι τελευταίοι έρχονται σε σφοδρή αντιπαράθεση με τους «κάτω» που δεν έχουν εργασία, δηλαδή τους άνεργους, τους κατεστραμμένους κ.α..
Στους τελευταίους, η εργασία βρίσκεται σε εξωτερική σχέση με το κεφάλαιο(κυριαρχία της χρηματοπιστωτικής του μορφής, που δεν έχει ανάγκη από την εργασία καθώς βγάζει χρήμα από το χρήμα). Σ’ αυτή την αντίθεση θα εδράζεται εφεξής ο «εμφύλιος των κάτω». Τι κάνουμε για να υπερβούμε αυτήν την εμφύλια σύγκρουση; Στις χώρες της Λατινικής Αμερικής δεν αποδέχονται τον μετα-νεοφιλελευθερισμό σαν έναν κοινωνικό καπιταλισμό, ο οποίος στην Ελλάδα εκφράζεται από τους σοσιαλδημοκράτες, τους κεντρώους, τους εκσυγχρονιστές, τη λαϊκή δεξιά, ακόμη και από τη Χρυσή Αυγή, αλλά ως ένα στάδιο στη μετάβαση προς τον «μετα-καπιταλισμό».
Από ποιους και πως θα γίνει αυτή η μετάβαση; Από τις κοινωνικές δυνάμεις και τα κοινωνικά κινήματα μέσα από ένα πλήθος μορφών συλλογικότητας. Οι συλλογικότητες αυτές οργανώνονται σ' ένα ευέλικτο δίκτυο, που θα είναι σταθερό και θα οδηγεί σε άλλες μορφές οργάνωσης οι οποίες θα περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό πολιτών «χωρίς σύνδεση»-sans attaches(ανένταχτων)- στη διαδικασία διαμόρφωσης μιας πληθυντικής μορφής, άμεσης δημοκρατίας. Δυστυχώς, αυτές οι συλλογικότητες, που ήταν ένα πρωτόγνωρο και σημαντικό πολιτικό φαινόμενο τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, επιχειρείται τώρα να καταστεί «ενιαίο», «ενικό», δηλαδή ΣΥΡΙΖΑ (δες τις εκλογές στα επιμελητήρια και αλλού).
Αποτέλεσμα, η αποτυχία και οι διασπάσεις. Επιτέλους, η Αριστερά οφείλει να αντιληφθεί ότι η αντίσταση δεν υπάρχει μόνο στους ανοιχτούς, ορατούς αγώνες των ανυπότακτων, του κόσμου της Αριστεράς. Υπάρχει επίσης –κατά προβληματικό, αντιφατικό τρόπο (μη λησμονούμε πως και ο κόσμος της Αριστεράς δεν είναι λιγότερο αντιφατικός)- στην καθημερινή, ματαίωση όλων των εργαζόμενων, πρωτίστως των νέων (δύο στους τρεις άνεργοι), που αγωνίζονται καθημερινά για τη διατήρηση της αξιοπρέπειάς τους.
Η μεγάλη αντίσταση, συνεπώς, είναι άδηλη, υπόγεια, αόρατη. Η μη ορατότητα της αντίστασης(«μαύρο» στην ΕΡΤ, κλείσιμο αντιμνημονιακών ΜΜΕ, καταστολή) αποτελεί μια απαράγραπτη πτυχή της κυριαρχίας. Αυτή την αντίσταση πρέπει να φέρει στο φως η Αριστερά, όχι με πατερναλιστικό τρόπο αλλά με σεβασμό στις αποχρώσεις της. Η Αριστερά πρέπει να ενώσει τις κατακερματισμένες αντιστάσεις. Γιατί ακόμα και η ιδιωτική ηθική μιας άναρθρης αντίστασης, την οποία συνήθως η Αριστερά περιφρονεί, αυτή η μη πολιτική συνείδηση που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ακίνδυνη για την εξουσία, ακόμα κι αυτή αφήνει τα ίχνη της, καθιστάμενη το υλικό των ηφαιστειακών, κοινωνικών εκρήξεων.
Η οργή μας, με άλλα λόγια, «μεταφράζεται σε μια πολλαπλότητα κραυγών»(Holloway), σ’ ένα σύμπλεγμα αντίστασης, που μετατοπίζεται συνεχώς, σε μία ετερογένεια συγκρούσεων και ανταγωνισμών, που αντιστοιχούν σε χιλιάδες μορφές αντίστασης και όχι στην «καθαρή» δυαδική αντιπαράθεση: κεφαλαίου-εργασίας. Αλλά με ποια κριτήρια γίνεται η μετατόπιση; Ο ανταγωνισμός ανταλλακτικής και χρηστικής αξίας είναι ένα από τα πεδία αντίστασης. Παράδειγμα η ιδιωτικοποίηση του νερού. Όλες οι κραυγές διαρράφονται από μία κόκκινη κλωστή, από μία «κραυγή» που είναι η πιο δυνατή, από μία αντίσταση που προεξάρχει όλων των άλλων. Στη μια περίπτωση μπορεί να επικρατεί η ελευθερία, στην άλλη η ανθρωπιστική καταστροφή(ανεργία), στην άλλη το περιβάλλον, η ιδιωτικοποίηση του νερού κ.ά. Σήμερα, η ανεργία, η φτώχεια και η εξαθλίωση είναι οι πρωταρχικές κραυγές, οι βασικές αντιστάσεις.
Γιατί αν με την εργασία του ο άνθρωπος αποξενώνεται από τη δραστηριότητά του(από το προϊόν που παράγει), από τον εαυτό του, από την ανθρώπινη ουσία του, με τη μη εργασία(ανεργία) αποξενώνεται από τους άλλους, από τον κόσμο, καθιστάμενος απόκληρος, αποκλεισμένος από τους ανθρώπους και την ανθρωπιά. Κι ενώ η μέγιστη βία θεωρείται η πραγμοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης, η μετατροπή του εργαζόμενου από υποκείμενο σε αντικείμενο-πράγμα, ο άνεργος δεν είναι ούτε καν πράγμα, είναι ένα τίποτα.
Όσοι υποστηρίζουν το ΣΥΡΙΖΑ εστιάζουν στο πρώτο βήμα, που είναι να τεθεί ένα φρένο στην ανθρωπιστική καταστροφή της άγριας λιτότητας. Οι αριστεροί αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ ρίχνουν το βάρος στο δεύτερο βήμα, δηλαδή στην αποτυχία μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, που κατά τη γνώμη τους θα οδηγούσε την Αριστερά «20 χρόνια πίσω»! Κάποιοι θεωρούν ότι η απόπειρα του μοναχικού δρόμου μιας αριστερής διακυβέρνησης είναι σαν να επιχειρεί κανείς να εξέλθει από την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή, νεοφιλελεύθερη μαφία, ότι οι διαμαρτυρίες της «κατσαρόλας» και η αντίδραση του βαθέως κράτους της δεξιάς θα είναι σφοδρή, αφού το ελληνικό αρνητικό υπόδειγμα απέναντι στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση θα πρέπει να συντριβεί πριν λειτουργήσει ως μολυσματικός ιός.
Η Αριστερά, αυτή η οποία τουλάχιστον καταλαβαίνει, καλεί ουσιαστικά τον ελληνικό λαό να σηκώσει στις πλάτες του ολόκληρη την ανθρωπότητα, ή αλλιώς την ουμανιστική εκδοχή της παγκοσμιοποίησης, αυτή που αποκαλείται οικουμενικότητα. Υπάρχει, όμως, προετοιμασία (πολιτικο-ιδεολογική και οργανωτική) γι’ αυτή την προοπτική; Πολλοί φοβούνται πως όχι. Γι’ αυτό δεν είναι λίγοι εκείνοι που ανησυχούν ότι μία κυβέρνηση της Αριστεράς θα μετατοπιστεί λόγω των πιέσεων προς σοσιαλδημοκρατικές ατραπούς και συμβιβασμούς.
Στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις ανησυχίες, υπάρχει η πεποίθηση της «από τα πάνω» αλλαγής, η οποία θα λειτουργήσει σαν Λυδία λίθος για την αλλαγή στον ευρωπαϊκό νότο και ακολούθως σε όλη την Ευρώπη.
Δεν υπάρχει, όμως, καμία διευκρίνιση τι θα γίνει με τον καπιταλισμό, τι θα γίνει σ’ ένα ενδεχόμενο οικονομικού αποκλεισμού της Ελλάδας. Εδώ βρίσκεται η ύλη για την τροφοδοσία του μεγάλου φόβου. Και ο φόβος καλλιεργείται στους «από κάτω», σ’ εκείνους που έχουν ακόμη εργασία, δηλαδή στους εργαζόμενους-«νοικοκυρούληδες», που έχουν μία εσωτερική σχέση με το κεφάλαιο ως ζήτηση, κατανάλωση και αγοραστική δύναμη.
Σ’ αυτούς, λοιπόν, υπάρχει ο μεγάλος φόβος καθώς η καταστροφή του καπιταλισμού σημαίνει και τη δική τους καταστροφή καθώς βρίσκονται σε εξαρτημένη μορφή –εσωτερική σχέση- με το κεφάλαιο. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ανατροπή σημαίνει αλλαγή και των «κάτω», δηλαδή όσων έχουν εργασία. Οι τελευταίοι έρχονται σε σφοδρή αντιπαράθεση με τους «κάτω» που δεν έχουν εργασία, δηλαδή τους άνεργους, τους κατεστραμμένους κ.α..
Στους τελευταίους, η εργασία βρίσκεται σε εξωτερική σχέση με το κεφάλαιο(κυριαρχία της χρηματοπιστωτικής του μορφής, που δεν έχει ανάγκη από την εργασία καθώς βγάζει χρήμα από το χρήμα). Σ’ αυτή την αντίθεση θα εδράζεται εφεξής ο «εμφύλιος των κάτω». Τι κάνουμε για να υπερβούμε αυτήν την εμφύλια σύγκρουση; Στις χώρες της Λατινικής Αμερικής δεν αποδέχονται τον μετα-νεοφιλελευθερισμό σαν έναν κοινωνικό καπιταλισμό, ο οποίος στην Ελλάδα εκφράζεται από τους σοσιαλδημοκράτες, τους κεντρώους, τους εκσυγχρονιστές, τη λαϊκή δεξιά, ακόμη και από τη Χρυσή Αυγή, αλλά ως ένα στάδιο στη μετάβαση προς τον «μετα-καπιταλισμό».
Από ποιους και πως θα γίνει αυτή η μετάβαση; Από τις κοινωνικές δυνάμεις και τα κοινωνικά κινήματα μέσα από ένα πλήθος μορφών συλλογικότητας. Οι συλλογικότητες αυτές οργανώνονται σ' ένα ευέλικτο δίκτυο, που θα είναι σταθερό και θα οδηγεί σε άλλες μορφές οργάνωσης οι οποίες θα περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό πολιτών «χωρίς σύνδεση»-sans attaches(ανένταχτων)- στη διαδικασία διαμόρφωσης μιας πληθυντικής μορφής, άμεσης δημοκρατίας. Δυστυχώς, αυτές οι συλλογικότητες, που ήταν ένα πρωτόγνωρο και σημαντικό πολιτικό φαινόμενο τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, επιχειρείται τώρα να καταστεί «ενιαίο», «ενικό», δηλαδή ΣΥΡΙΖΑ (δες τις εκλογές στα επιμελητήρια και αλλού).
Αποτέλεσμα, η αποτυχία και οι διασπάσεις. Επιτέλους, η Αριστερά οφείλει να αντιληφθεί ότι η αντίσταση δεν υπάρχει μόνο στους ανοιχτούς, ορατούς αγώνες των ανυπότακτων, του κόσμου της Αριστεράς. Υπάρχει επίσης –κατά προβληματικό, αντιφατικό τρόπο (μη λησμονούμε πως και ο κόσμος της Αριστεράς δεν είναι λιγότερο αντιφατικός)- στην καθημερινή, ματαίωση όλων των εργαζόμενων, πρωτίστως των νέων (δύο στους τρεις άνεργοι), που αγωνίζονται καθημερινά για τη διατήρηση της αξιοπρέπειάς τους.
Η μεγάλη αντίσταση, συνεπώς, είναι άδηλη, υπόγεια, αόρατη. Η μη ορατότητα της αντίστασης(«μαύρο» στην ΕΡΤ, κλείσιμο αντιμνημονιακών ΜΜΕ, καταστολή) αποτελεί μια απαράγραπτη πτυχή της κυριαρχίας. Αυτή την αντίσταση πρέπει να φέρει στο φως η Αριστερά, όχι με πατερναλιστικό τρόπο αλλά με σεβασμό στις αποχρώσεις της. Η Αριστερά πρέπει να ενώσει τις κατακερματισμένες αντιστάσεις. Γιατί ακόμα και η ιδιωτική ηθική μιας άναρθρης αντίστασης, την οποία συνήθως η Αριστερά περιφρονεί, αυτή η μη πολιτική συνείδηση που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ακίνδυνη για την εξουσία, ακόμα κι αυτή αφήνει τα ίχνη της, καθιστάμενη το υλικό των ηφαιστειακών, κοινωνικών εκρήξεων.
Η οργή μας, με άλλα λόγια, «μεταφράζεται σε μια πολλαπλότητα κραυγών»(Holloway), σ’ ένα σύμπλεγμα αντίστασης, που μετατοπίζεται συνεχώς, σε μία ετερογένεια συγκρούσεων και ανταγωνισμών, που αντιστοιχούν σε χιλιάδες μορφές αντίστασης και όχι στην «καθαρή» δυαδική αντιπαράθεση: κεφαλαίου-εργασίας. Αλλά με ποια κριτήρια γίνεται η μετατόπιση; Ο ανταγωνισμός ανταλλακτικής και χρηστικής αξίας είναι ένα από τα πεδία αντίστασης. Παράδειγμα η ιδιωτικοποίηση του νερού. Όλες οι κραυγές διαρράφονται από μία κόκκινη κλωστή, από μία «κραυγή» που είναι η πιο δυνατή, από μία αντίσταση που προεξάρχει όλων των άλλων. Στη μια περίπτωση μπορεί να επικρατεί η ελευθερία, στην άλλη η ανθρωπιστική καταστροφή(ανεργία), στην άλλη το περιβάλλον, η ιδιωτικοποίηση του νερού κ.ά. Σήμερα, η ανεργία, η φτώχεια και η εξαθλίωση είναι οι πρωταρχικές κραυγές, οι βασικές αντιστάσεις.
Γιατί αν με την εργασία του ο άνθρωπος αποξενώνεται από τη δραστηριότητά του(από το προϊόν που παράγει), από τον εαυτό του, από την ανθρώπινη ουσία του, με τη μη εργασία(ανεργία) αποξενώνεται από τους άλλους, από τον κόσμο, καθιστάμενος απόκληρος, αποκλεισμένος από τους ανθρώπους και την ανθρωπιά. Κι ενώ η μέγιστη βία θεωρείται η πραγμοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης, η μετατροπή του εργαζόμενου από υποκείμενο σε αντικείμενο-πράγμα, ο άνεργος δεν είναι ούτε καν πράγμα, είναι ένα τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου