Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία για 2 ευρώ
Δεν γνωρίζω τις λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας. Ίσως να μη χρειάζεται κιόλας, οι περισσότεροι μπορούν εύκολα να τις φανταστούν: Στην αρχή ήταν ο πόλεμος, ένας μακρύς και ακατανόητος πόλεμος, χωρίς μέτωπα, εχθρούς και φίλους. Έπειτα ήρθε η φυγή, η μετανάστευση προς έναν άγνωστο κόσμο, που «δεν μπορεί να είναι χειρότερος», ίσως να σκέφτονταν. Σήμερα, εγκλωβισμένοι σε μια άγνωστη πόλη, χωρίς να ξέρουν ακριβώς από πού πέρασαν και πού βρίσκονται, ζουν μέσα σε μια εχθρότητα, μια αθλιότητα και μια στέρηση μεγαλύτερες κι από την προηγούμενη, μια απογύμνωση απόλυτη.
Δεν έχω γνωρίσει τους Αφγανούς μετανάστες στην Αθήνα. Δεν είμαι ένας από αυτούς τους αξιοθαύμαστους ανθρώπους –τους μόνους πραγματικά αξιοθαύμαστους σήμερα σ’ αυτή την πόλη– που προσπαθούν να κάνουν κάτι γι’ αυτούς, και για πολλούς άλλους πρόσφυγες χωρίς προσφυγική ιδιότητα. Ξέρω λίγα πέρα από την παρουσία τους στις σκοτεινές συνοικίες της πόλης και τον ακραίο εναντίον τους ρατσισμό, γνωστό σε κάθε κάτοικο ή επισκέπτη. Κι όμως αυτά τα χριστούγεννα (ας μου επιτραπεί να μη χρησιμοποιήσω κεφαλαίο) με έφεραν κοντά τους – όσο κοντά τους μπορώ να ’ρθω, μέσα στη μικροαστική μου ζωή, τον τρόπο της και τις αγωνίες της.
Ένα βράδυ σε ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι, η αγαπημένη μου φίλη Ν., που ανήκει σε αυτούς τους αξιοθαύμαστους ανθρώπους για τους οποίους έκανα λόγο, μας είπε με λίγα λόγια τα εξής:
Σήμερα στην Αθήνα, στο Πεδίον του Άρεως, τα ανήλικα Αφγανάκια εκπορνεύονται για 2 ευρώ. Έχοντας δουλέψει για χρόνια με μετανάστες, η Ν. θέλησε να επιβεβαιώσει την πληροφορία, θέλησε να δει. Πήγε ένα βράδυ στο Πεδίον του Άρεως και έκατσε σ’ ένα παγκάκι. Σύντομα είδε έναν κύριο, καθωσπρέπει, όπως αυτούς που βλέπουμε το πρωί στο μπακάλικο της γειτονιάς μας, να πλησιάζει ένα αγοράκι. Στη συνέχεια χάθηκαν για λίγο σε ένα πιο σκοτεινό μέρος, από όπου ο κύριος επέστρεψε μετά από λίγο κουμπώνοντας το παντελόνι του. Από το παγκάκι της, η Ν. παρατήρησε αρκετές φορές την επανάληψη της ίδιας διαδικασίας. Οι καθωσπρέπει κύριοι διαδέχτηκαν ο ένας τον άλλο, αποτραβήχτηκαν μαζί με τα αγοράκια στις σκοτεινές περιοχές του πάρκου κουμπώθηκαν και έφυγαν. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και κάποιοι τουρίστες, διότι αυτά τα πράγματα μαθαίνονται, και φαίνεται πως η αρχαία και θλιβερή αυτή πόλη κέρδισε σήμερα και μια επιπλέον τουριστική ατραξιόν: μια μικρή Ταϊλάνδη σε κοντινή απόσταση από το ιστορικό κέντρο της. Είναι, βλέπετε, η τιμή: τα 2 ευρώ. «Δεν μπορείς ούτε καν ν’ αγοράσεις ένα σουβλάκι», είπε η Ν.
Σήμερα στην Αθήνα, στο Πεδίον του Άρεως, τα ανήλικα Αφγανάκια εκπορνεύονται για 2 ευρώ. Έχοντας δουλέψει για χρόνια με μετανάστες, η Ν. θέλησε να επιβεβαιώσει την πληροφορία, θέλησε να δει. Πήγε ένα βράδυ στο Πεδίον του Άρεως και έκατσε σ’ ένα παγκάκι. Σύντομα είδε έναν κύριο, καθωσπρέπει, όπως αυτούς που βλέπουμε το πρωί στο μπακάλικο της γειτονιάς μας, να πλησιάζει ένα αγοράκι. Στη συνέχεια χάθηκαν για λίγο σε ένα πιο σκοτεινό μέρος, από όπου ο κύριος επέστρεψε μετά από λίγο κουμπώνοντας το παντελόνι του. Από το παγκάκι της, η Ν. παρατήρησε αρκετές φορές την επανάληψη της ίδιας διαδικασίας. Οι καθωσπρέπει κύριοι διαδέχτηκαν ο ένας τον άλλο, αποτραβήχτηκαν μαζί με τα αγοράκια στις σκοτεινές περιοχές του πάρκου κουμπώθηκαν και έφυγαν. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και κάποιοι τουρίστες, διότι αυτά τα πράγματα μαθαίνονται, και φαίνεται πως η αρχαία και θλιβερή αυτή πόλη κέρδισε σήμερα και μια επιπλέον τουριστική ατραξιόν: μια μικρή Ταϊλάνδη σε κοντινή απόσταση από το ιστορικό κέντρο της. Είναι, βλέπετε, η τιμή: τα 2 ευρώ. «Δεν μπορείς ούτε καν ν’ αγοράσεις ένα σουβλάκι», είπε η Ν.
Θυμήθηκα αμέσως μια άλλη ιστορία: Ο Πρίμο Λέβι αναφέρει ότι, μεταξύ των Εβραίων που επιζούσαν περισσότερο στα στρατόπεδα εργασίας των SS, ήταν νεαροί άντρες που πρόσφεραν ερωτικές υπηρεσίες σε μη Εβραίους, προνομιούχους δηλαδή, σχετικά, κρατούμενους. Στα Lager εργασίας όμως δεν υπήρχαν παιδιά, διοχετεύονταν αμέσως (τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια) στα στρατόπεδα εξόντωσης, όπως και η πλειονότητα των γυναικών, καθώς δεν κατείχαν «αξιοποιήσιμη» εργατική δύναμη.
Στα Lager οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι Εβραίοι, ήταν για τους άλλους πράγματα, τεμάχια, Stück όπως έλεγαν χαρακτηριστικά οι SS. Και γι’ αυτά τα «πράγματα», γι’ αυτούς τους ανθρώπους, στο κατώτερο στάδιο της εξαθλίωσης, της απανθρώπισης, το μόνο που είχε σημασία ήταν η επιβίωση, η εξασφάλιση μισής επιπλέον μερίδας ψωμιού ή σούπας από πατάτες, ώστε να κρατηθούν για λίγο ακόμα μακριά οι αρρώστιες, να μπαλωθεί πρόχειρα η αδυναμία, να απωθήσουν προσωρινά τη «διαλογή» και το προδιαγεγραμμένο τέλος.
«Γιατί επιμένεις τόσο πολύ στα 2 ευρώ, στην τιμή;» ρώτησε τη Ν. ο Σ. Επειδή βρισκόμαστε πέρα από την απανθρωπιά, πέρα από την εκμετάλλευση των παιδικών κορμιών, από το τσαλαπάτημα των αισθημάτων. Επειδή έχουμε περάσει πια στην καταστροφή, στην εξόντωση και στο σημείο αυτό η τιμή έχει τεράστια σημασία. Όχι για μας βέβαια, αλλά για τα παιδιά αυτά: εκεί που βρίσκονται, το μόνο που έχει σημασία είναι να καθυστερήσουν το σχεδόν αναπόφευκτό τέλος. Και με την «αμοιβή» των 2 ευρώ είναι σχεδόν αδύνατο.
Πριν γράψω αυτές τις λίγες γραμμές, προσπάθησα να συγκεντρώσω κάποιες πληροφορίες. Επιβεβαίωσα το γεγονός, έμαθα πως φτάνουν συχνά στη χώρα μας ασυνόδευτα ή ορφανά παιδιά, άλλα χάνουν τους γονείς τους και άλλα εκπορνεύονται από αυτούς ή από άλλους. Περαιτέρω πληροφορίες και αναλύσεις περιττεύουν όμως εδώ. Είναι χριστούγεννα και θέλησα να διηγηθώ ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι, ένα παραμύθι «για μεγάλους και για παιδιά» στην Αθήνα του 2013, ένα αληθινό παραμύθι: όποιος αμφιβάλλει, ας κάνει μια βόλτα το βράδυ στο Πεδίον του Άρεως. Όποιος σκεφτεί να κάνει κάτι, ας μην το αμελήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου