Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Αποχαιρετώντας τη Βάρκιζα...

του Χαραλαμπου Γεωργουλα, απο την Εποχη...

Τι μπορεί να σημαίνει και τι απειλεί μια μεγάλη εκλογική νίκη τον ΣΥΡΙΖΑ

Το προ ε­τών σύ­ν­θη­μα σε κά­ποιους τοί­χους της Αθή­νας α­να­γ­γέ­λ­λει: «Τέ­ρ­μα η Βά­ρ­κι­ζα». Εκεί­νος που το έ­γρα­φε, ω­στό­σο, μά­λ­λον δεν φα­ντα­ζό­ταν –ού­τε α­πο­δε­χό­ταν ί­σως την πι­θα­νό­τη­τα– ό­τι θα γί­νει τό­σο σύ­ντο­μα και με τέ­τοιο τρό­πο ε­πί­και­ρο.

Συ­ν­θή­μα­τα τέ­τοιου τύ­που δεν κα­τα­γρά­φουν με α­παι­τή­σεις ε­πι­στη­μο­νι­κής α­κρί­βειας την πρα­γ­μα­τι­κό­τη­τα· α­να­λο­γίες ε­πι­χει­ρούν να δια­τυ­πώ­σουν. Η α­λή­θεια, πά­ντως, εί­ναι ό­τι για πρώ­τη φο­ρά με­τά την ή­τ­τα της α­ρι­στε­ράς στον ε­μ­φύ­λιο τί­θε­ται γι’ αυ­τήν, εκ των πρα­γ­μά­των και ό­χι βο­λο­ντα­ρι­στι­κά, ζή­τη­μα α­νά­λη­ψης της κυ­βε­ρ­νη­τι­κής ε­ξου­σίας. Και το πα­ρά­δο­ξο εί­ναι ό­τι τί­θε­ται σε μια στι­γ­μή ι­δε­ο­λο­γι­κής κυ­ρια­ρ­χίας του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, που οι δυ­νά­μεις που τον ε­κ­προ­σω­πούν ή­θε­λαν να πι­στεύουν ό­τι δεν χρειά­ζο­νται πια «ό­πλα» –και μά­λι­στα ξέ­να– για να α­πο­τρέ­ψουν έ­να τέ­τοιο ε­ν­δε­χό­με­νο.
Μή­πως, ό­μως, εί­ναι α­σύ­γ­γνω­στη ε­πι­πο­λαιό­τη­τα να κά­νου­με τέ­τοιους πα­ρα­λ­λη­λι­σμούς; Τό­τε κρι­νό­ταν ποιος θα ο­ρί­ζει την τύ­χη αυ­τού του τό­που, και η μά­χη διε­ξα­γό­ταν με πρα­γ­μα­τι­κά πυ­ρο­βό­λα ό­πλα. Τώ­ρα;



Ο Γιά­ν­νης φο­βά­ται το θε­ριό, ή το θε­ριό τον Γιά­ν­νη;

Η ι­στο­ρι­κή ε­μπει­ρία και γνώ­ση θα έ­πρε­πε να μας εί­χαν δι­δά­ξει, ε­κτός των ά­λ­λων, ό­τι δεν εί­ναι τό­σο τα υ­λι­κά μέ­σα με τα ο­ποία διε­ξά­γε­ται έ­νας α­γώ­νας που κρί­νουν το α­πο­τέ­λε­σμα, ό­σο ο συ­σχε­τι­σμός δύ­να­μης που α­πο­τυ­πώ­νε­ται στη χρή­ση των μέ­σων. Και, ε­πί­σης, ό­τι δεν υ­πά­ρ­χει ί­σως πιο ι­σχυ­ρό ό­πλο α­πό τη –δε­δη­λω­μέ­νη και στα­θε­ρή– θέ­λη­ση της λαϊκής πλειο­ψη­φίας, ι­δίως αν σ’ αυ­τή πε­ρι­λα­μ­βά­νε­ται και το ση­μα­ντι­κό­τα­το μέ­ρος της μι­σθω­τής ε­ρ­γα­σίας. Τώ­ρα, για το αν σή­με­ρα κρί­νε­ται ποιος θα ο­ρί­ζει την τύ­χη αυ­τού του τό­που, δεν θα έ­πρε­πε να υ­πά­ρ­χει α­μ­φι­βο­λία: α­ντι­πα­ρα­τί­θε­νται δύο α­λ­λη­λο­α­πο­κλειό­με­να πο­λι­τι­κά σχέ­δια και η α­ντι­πα­ρά­θε­σή τους αυ­τή έ­χει α­ντί­κτυ­πο και ε­κτός συ­νό­ρων. Το «ε­μείς, ή αυ­τοί» δεν εί­ναι α­πλώς έ­να ευ­ρη­μα­τι­κό σύ­ν­θη­μα.
Εί­ναι, λοι­πόν, πο­λύ πι­θα­νό ε­μείς, οι ά­ν­θρω­ποι της α­ρι­στε­ράς, να μη βλέ­που­με τις α­να­λο­γίες, ε­πει­δή νιώ­θου­με πό­σο δύ­σκο­λο εί­ναι να α­πει­λη­θεί μια κυ­ρια­ρ­χία δε­κα­ε­τιών και μά­λι­στα σ’ έ­να δυ­σμε­νές διε­θνές και ευ­ρω­παϊκό πε­ρι­βά­λ­λον. Όμως οι α­ντί­πα­λοι της α­ρι­στε­ράς πρα­γ­μα­τι­κά α­νη­συ­χούν, κα­θώς βλέ­πουν πια να δια­μο­ρ­φώ­νε­ται έ­να πλειο­ψη­φι­κό ρεύ­μα στην κοι­νω­νία, που θεω­ρεί θε­μι­τή ε­πι­δίω­ξη τη διε­κ­δί­κη­ση της κυ­βέ­ρ­νη­σης α­πό την α­ρι­στε­ρά –και εί­ναι δια­τε­θει­μέ­νο να στη­ρί­ξει αυ­τή τη διε­κ­δί­κη­ση α­πο­βά­λ­λο­ντας δι­στα­γ­μούς, φό­βους, πρα­γ­μα­τι­κούς ή κα­λ­λιε­ρ­γού­με­νους, α­πο­κρούο­ντας α­κό­μα και α­πει­λές.
Και ε­πει­δή μια τέ­τοια με­τα­στρο­φή στο πε­δίο των πο­λι­τι­κών και κοι­νω­νι­κών συ­σχε­τι­σμών, με α­ντι­κεί­με­νο μά­λι­στα την ε­πι­λο­γή α­νά­με­σα σε δύο δια­με­τρι­κά α­ντί­θε­τες και α­λ­λη­λο­α­πο­κλειό­με­νες σε με­γά­λο βα­θ­μό πο­λι­τι­κές προ­τά­σεις-ε­πι­λο­γές, μπο­ρεί να ση­μαί­νει με­γά­λες α­να­τρο­πές, γι’ αυ­τό οι κρα­τού­σες (α­λ­λά με υ­πο­χώ­ρη­ση α­πει­λού­με­νες) δυ­νά­μεις δεν μπο­ρούν να την α­ντι­με­τω­πί­σουν και να την α­πο­δε­χθούν σαν μια συ­νη­θι­σμέ­νη «α­λ­λα­γή φρου­ράς». Εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι θα ε­πι­χει­ρή­σουν και να την πα­ρου­σιά­σουν κά­ποια στι­γ­μή ως τέ­τοια, και να την υ­πο­νο­μεύ­σουν σαν ου­το­πι­κή και α­νέ­φι­κτη (α­λ­λά και ε­πι­κί­ν­δυ­νη), πλην ό­μως στο ε­πι­κοι­νω­νια­κό πε­δίο, ό­χι ε­πί της ου­σίας.
Έτσι μπο­ρεί να ε­ξη­γη­θεί και η πλή­ρης και α­πό­λυ­τη ά­ρ­νη­ση του πο­λι­τι­κοοι­κο­νο­μι­κού και μι­ντια­κού συ­μπλέ­γ­μα­τος να παί­ξει σαν χα­ρ­τί δι­κό του την ά­νο­δο του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Τη βιώ­νουν σαν εν δυ­νά­μει σο­βα­ρή, ί­σως και α­πο­φα­σι­στι­κή το­μή και ρή­ξη. Μό­νο που αυ­τή τη φο­ρά, το να μας ζη­τή­σουν να πα­ρα­δώ­σου­με τα ό­πλα, θα σή­μαι­νε ό­τι έ­χουν α­πο­φα­σί­σει να κα­τα­ρ­γή­σουν και τυ­πι­κά τους δη­μο­κρα­τι­κούς θε­σμούς.

Τι ζη­τά­ει ο κό­σμος α­πό τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ

Κι αυ­τός ο κό­σμος, που τεί­νει να δια­μο­ρ­φώ­σει με την ί­δια τη με­τα­στρο­φή του τους νέ­ους συ­σχε­τι­σμούς, πώς τη βιώ­νει; Σε ση­μα­ντι­κό βα­θ­μό α­κό­μα υ­πά­ρ­χει α­νά­με­σα σ’ αυ­τόν και στο (ε­πι­θυ­μη­τό ή­δη γι’ αυ­τόν) ε­ν­δε­χό­με­νο ε­πι­κρά­τη­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ μια σχέ­ση α­νά­θε­σης: κά­ποιοι ά­λ­λοι, στο πο­λι­τι­κό ε­πί­πε­δο, θα α­να­λά­βουν τη διε­κ­πε­ραίω­ση της ε­ντο­λής που θα τους δο­θεί. Ωστό­σο, η συ­νει­δη­το­ποίη­ση σε μι­κρό­τε­ρο ή με­γα­λύ­τε­ρο βα­θ­μό του γε­γο­νό­τος ό­τι α­κό­μα και η με­τα­στρο­φή της ε­κλο­γι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς αυ­τών των α­ν­θρώ­πων εί­ναι μια υ­λι­κή πρά­ξη συ­μ­με­το­χής σε μια δια­δι­κα­σία μι­κρό­τε­ρης ή με­γα­λύ­τε­ρης α­να­τρο­πής, εί­ναι πι­θα­νό να τους κα­θι­στά και τους ί­διους, α­κό­μη και στον ε­λά­χι­στο βα­θ­μό, συ­μ­με­τέ­χο­ντες σ’ έ­να ε­γ­χεί­ρη­μα, που δεν α­παι­τεί α­πλώς μια συ­νη­θι­σμέ­νη ε­κλο­γι­κή με­τα­κί­νη­ση. Κι αυ­τό πρέ­πει να βρει τρό­πους ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να το α­να­βα­θ­μί­σει σε έ­μπρα­κτη υ­πο­στή­ρι­ξη και ά­με­ση συ­μ­με­το­χή στην πε­ρι­πέ­τεια της α­ρι­στε­ράς.
Συ­ζη­τώ­ντας το τε­λευ­ταίο διά­στη­μα με νεό­τε­ρους (ό­χι η­λι­κια­κά) ψη­φο­φό­ρους του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, δια­πι­στώ­νου­με ό­λοι νο­μί­ζω ό­τι δεν δια­τη­ρούν αυ­τα­πά­τες για το πό­σο δύ­σκο­λο ή εύ­κο­λο εί­ναι να υ­λο­ποιη­θεί το πρό­γρα­μ­μά του. Όμως δεν ζη­τούν α­πό αυ­τόν να το ε­γκα­τα­λεί­ψει, να το κά­νει πιο «ρε­α­λι­στι­κό». Δια­φο­ρε­τι­κά δεν θα τον προ­σέ­γ­γι­ζαν. Θα ε­πέ­λε­γαν ά­λ­λες προ­τά­σεις, της ΔΗ­ΜΑ­Ρ, για πα­ρά­δει­γ­μα.
Δεν τον ε­πι­λέ­γουν, πά­ντως, μό­νο και μό­νο ε­πει­δή αυ­τός πρα­κτι­κά μπο­ρεί να α­πο­τρέ­ψει την ε­πα­νε­κλο­γή της ΝΔ και τη συ­νέ­χι­ση της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής. Γι’ αυ­τό και ε­ν­δια­φέ­ρο­νται ό­χι μό­νο για την α­πα­λ­λα­γή α­πό τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη πο­λι­τι­κή, α­λ­λά και για το συ­γκε­κρι­μέ­νο πε­ριε­χό­με­νο του α­ντι­πα­ρα­θε­τι­κού σχε­δίου που ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ε­πα­γ­γέ­λ­λε­ται.
Δύο πρά­γ­μα­τα α­κού­με κυ­ρίως να ζη­τούν α­πό αυ­τό­ν: πρώ­το­ν, να α­πο­φεύ­γει να προ­κα­λεί συ­γ­χύ­σεις για κε­ντρι­κά ζη­τή­μα­τα της πο­λι­τι­κής του στον κό­σμο που τεί­νει να τον ε­πι­λέ­ξει, και δεύ­τε­ρον να κά­νει πιο σα­φείς, πιο εύ­λη­πτες και πιο τε­κ­μη­ριω­μέ­νες τις πο­λι­τι­κές προ­τε­ραιό­τη­τές του, που α­πο­τε­λούν το βα­σι­κό πο­λι­τι­κό σχέ­διο α­νά­σχε­σης της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής, και πιο πει­στι­κές τις προ­τά­σεις του για τη με­θο­δι­κή προ­σπά­θεια οι­κο­νο­μι­κής α­νά­κα­μ­ψης και πα­ρα­γω­γι­κής και κοι­νω­νι­κής α­να­συ­γκρό­τη­σης.

Ενιαίο στρα­τη­γι­κό σχέ­διο

Η σύ­ν­θε­ση ό­λων αυ­τών των α­παι­τή­σεων ο­δη­γεί στην α­νά­γκη ύ­πα­ρ­ξης ε­νός (και μό­νο) κα­λά ε­πε­ξε­ρ­γα­σμέ­νου στρα­τη­γι­κού σχε­δίου*, το ο­ποίο θα κα­θι­στά δυ­να­τή την α­πό­κρου­ση των σκλη­ρών ε­πι­θέ­σεων που θα υ­πο­στεί ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ με ό­λα τα μέ­σα, προ­κει­μέ­νου να μη φτά­σει να γί­νει κυ­βέ­ρ­νη­ση. Αλλά θα πεί­θει και τη με­γά­λη πλειο­ψη­φία των λαϊκών τά­ξεων ό­τι εί­ναι σε θέ­ση με στα­θε­ρή γρα­μ­μή, με μα­χη­τι­κή και ρι­ζο­σπα­στι­κή διά­θε­ση, με με­λε­τη­μέ­νους ε­λι­γ­μούς, με προω­θη­τι­κούς συ­μ­βι­βα­σμούς να φέ­ρει σε πέ­ρας την α­να­τρε­πτι­κή του α­πο­στο­λή, ε­ξου­δε­τε­ρώ­νο­ντας τα σχέ­δια των α­ντι­πά­λων και κι­νη­το­ποιώ­ντας κά­θε φί­λια δύ­να­μη και α­ξιο­ποιώ­ντας κά­θε συ­μ­μα­χι­κή δυ­να­τό­τη­τα.
Εύ­κο­λο να πε­ρι­γρά­φε­ται αυ­τό σε γε­νι­κές γρα­μ­μές, α­λ­λά δύ­σκο­λο να πρα­γ­μα­το­ποιη­θεί, και μά­λι­στα σε συ­ν­θή­κες πρω­τό­γνω­ρες, που η ε­ξέ­λι­ξή τους εί­ναι σε θέ­ση να α­να­τρέ­ψει και τους πιο προ­νο­η­τι­κούς σχε­δια­σμούς. Για­τί ε­νώ α­παι­τεί­ται αυ­τό το σχέ­διο να εί­ναι ό­σο γί­νε­ται πιο συ­γκε­κρι­μέ­νο, ώ­στε να εί­ναι πε­ρι­σ­σό­τε­ρο πει­στι­κό, χρειά­ζε­ται ταυ­τό­χρο­να να δια­θέ­τει και τους α­πα­ραί­τη­τους δη­μο­κρα­τι­κούς μη­χα­νι­σμούς ε­πα­νε­κτί­μη­σης και α­να­θεω­ρή­σεων, που θα το κα­θι­στούν βιώ­σι­μο, χω­ρίς να το α­κυ­ρώ­νουν στην ου­σία.
Εί­πα­με, για τα δύ­σκο­λα χρεια­ζό­μα­στε τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Αν ή­ταν για τα εύ­κο­λα, βρί­σκα­με κι ά­λ­λους.

Χ. Γεω­ρ­γού­λας
ΣΗ­ΜΕΙΩ­ΣΗ

* Θα πρέ­πει σι­γά σι­γά να συ­νει­δη­το­ποιού­με ό­λοι ό­τι έ­να ε­πα­ρ­κώς ε­πε­ξε­ρ­γα­σμέ­νο στρα­τη­γι­κό σχέ­διο δεν έ­χει α­νά­γκη α­πό πα­ρα­ρ­τή­μα­τα με προ­θέ­μα­τα τύ­που Α΄ ή Β΄ή Γ΄. Και ό­τι η α­πο­τυ­χία του δεν μπο­ρεί να με­τα­φρα­στεί κα­τά ο­ποιο­δή­πο­τε τρό­πο σε ψευ­δώ­νυ­μη νί­κη ε­νός ε­να­λ­λα­κτι­κού ε­φε­δρι­κού σχε­δίου. Η α­πο­τυ­χία του δι­κού μας στρα­τη­γι­κού σχε­δίου ση­μαί­νει ε­πι­τυ­χία του α­ντί­πα­λου, ό­πως κι αν τη βα­φτί­σου­με. Απλώς, θα πρέ­πει και σ’ αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση ν’ α­ρ­χί­σου­με τους α­γώ­νες μας πά­λι α­πό μια νέα α­ρ­χή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων