του Χαραλαμπου Γεωργουλα, απο την Εποχη...
Συνθήματα τέτοιου τύπου δεν καταγράφουν με απαιτήσεις επιστημονικής ακρίβειας την πραγματικότητα· αναλογίες επιχειρούν να διατυπώσουν. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι για πρώτη φορά μετά την ήττα της αριστεράς στον εμφύλιο τίθεται γι’ αυτήν, εκ των πραγμάτων και όχι βολονταριστικά, ζήτημα ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας. Και το παράδοξο είναι ότι τίθεται σε μια στιγμή ιδεολογικής κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, που οι δυνάμεις που τον εκπροσωπούν ήθελαν να πιστεύουν ότι δεν χρειάζονται πια «όπλα» –και μάλιστα ξένα– για να αποτρέψουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Μήπως, όμως, είναι ασύγγνωστη επιπολαιότητα να κάνουμε τέτοιους παραλληλισμούς; Τότε κρινόταν ποιος θα ορίζει την τύχη αυτού του τόπου, και η μάχη διεξαγόταν με πραγματικά πυροβόλα όπλα. Τώρα;
Ο Γιάννης φοβάται το θεριό, ή το θεριό τον Γιάννη;
Η ιστορική εμπειρία και γνώση θα έπρεπε να μας είχαν διδάξει, εκτός των άλλων, ότι δεν είναι τόσο τα υλικά μέσα με τα οποία διεξάγεται ένας αγώνας που κρίνουν το αποτέλεσμα, όσο ο συσχετισμός δύναμης που αποτυπώνεται στη χρήση των μέσων. Και, επίσης, ότι δεν υπάρχει ίσως πιο ισχυρό όπλο από τη –δεδηλωμένη και σταθερή– θέληση της λαϊκής πλειοψηφίας, ιδίως αν σ’ αυτή περιλαμβάνεται και το σημαντικότατο μέρος της μισθωτής εργασίας. Τώρα, για το αν σήμερα κρίνεται ποιος θα ορίζει την τύχη αυτού του τόπου, δεν θα έπρεπε να υπάρχει αμφιβολία: αντιπαρατίθενται δύο αλληλοαποκλειόμενα πολιτικά σχέδια και η αντιπαράθεσή τους αυτή έχει αντίκτυπο και εκτός συνόρων. Το «εμείς, ή αυτοί» δεν είναι απλώς ένα ευρηματικό σύνθημα.
Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό εμείς, οι άνθρωποι της αριστεράς, να μη βλέπουμε τις αναλογίες, επειδή νιώθουμε πόσο δύσκολο είναι να απειληθεί μια κυριαρχία δεκαετιών και μάλιστα σ’ ένα δυσμενές διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον. Όμως οι αντίπαλοι της αριστεράς πραγματικά ανησυχούν, καθώς βλέπουν πια να διαμορφώνεται ένα πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία, που θεωρεί θεμιτή επιδίωξη τη διεκδίκηση της κυβέρνησης από την αριστερά –και είναι διατεθειμένο να στηρίξει αυτή τη διεκδίκηση αποβάλλοντας δισταγμούς, φόβους, πραγματικούς ή καλλιεργούμενους, αποκρούοντας ακόμα και απειλές.
Και επειδή μια τέτοια μεταστροφή στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών, με αντικείμενο μάλιστα την επιλογή ανάμεσα σε δύο διαμετρικά αντίθετες και αλληλοαποκλειόμενες σε μεγάλο βαθμό πολιτικές προτάσεις-επιλογές, μπορεί να σημαίνει μεγάλες ανατροπές, γι’ αυτό οι κρατούσες (αλλά με υποχώρηση απειλούμενες) δυνάμεις δεν μπορούν να την αντιμετωπίσουν και να την αποδεχθούν σαν μια συνηθισμένη «αλλαγή φρουράς». Είναι φανερό ότι θα επιχειρήσουν και να την παρουσιάσουν κάποια στιγμή ως τέτοια, και να την υπονομεύσουν σαν ουτοπική και ανέφικτη (αλλά και επικίνδυνη), πλην όμως στο επικοινωνιακό πεδίο, όχι επί της ουσίας.
Έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η πλήρης και απόλυτη άρνηση του πολιτικοοικονομικού και μιντιακού συμπλέγματος να παίξει σαν χαρτί δικό του την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Τη βιώνουν σαν εν δυνάμει σοβαρή, ίσως και αποφασιστική τομή και ρήξη. Μόνο που αυτή τη φορά, το να μας ζητήσουν να παραδώσουμε τα όπλα, θα σήμαινε ότι έχουν αποφασίσει να καταργήσουν και τυπικά τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Τι ζητάει ο κόσμος από τον ΣΥΡΙΖΑ
Κι αυτός ο κόσμος, που τείνει να διαμορφώσει με την ίδια τη μεταστροφή του τους νέους συσχετισμούς, πώς τη βιώνει; Σε σημαντικό βαθμό ακόμα υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτόν και στο (επιθυμητό ήδη γι’ αυτόν) ενδεχόμενο επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ μια σχέση ανάθεσης: κάποιοι άλλοι, στο πολιτικό επίπεδο, θα αναλάβουν τη διεκπεραίωση της εντολής που θα τους δοθεί. Ωστόσο, η συνειδητοποίηση σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό του γεγονότος ότι ακόμα και η μεταστροφή της εκλογικής συμπεριφοράς αυτών των ανθρώπων είναι μια υλική πράξη συμμετοχής σε μια διαδικασία μικρότερης ή μεγαλύτερης ανατροπής, είναι πιθανό να τους καθιστά και τους ίδιους, ακόμη και στον ελάχιστο βαθμό, συμμετέχοντες σ’ ένα εγχείρημα, που δεν απαιτεί απλώς μια συνηθισμένη εκλογική μετακίνηση. Κι αυτό πρέπει να βρει τρόπους ο ΣΥΡΙΖΑ να το αναβαθμίσει σε έμπρακτη υποστήριξη και άμεση συμμετοχή στην περιπέτεια της αριστεράς.
Συζητώντας το τελευταίο διάστημα με νεότερους (όχι ηλικιακά) ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, διαπιστώνουμε όλοι νομίζω ότι δεν διατηρούν αυταπάτες για το πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να υλοποιηθεί το πρόγραμμά του. Όμως δεν ζητούν από αυτόν να το εγκαταλείψει, να το κάνει πιο «ρεαλιστικό». Διαφορετικά δεν θα τον προσέγγιζαν. Θα επέλεγαν άλλες προτάσεις, της ΔΗΜΑΡ, για παράδειγμα.
Δεν τον επιλέγουν, πάντως, μόνο και μόνο επειδή αυτός πρακτικά μπορεί να αποτρέψει την επανεκλογή της ΝΔ και τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής. Γι’ αυτό και ενδιαφέρονται όχι μόνο για την απαλλαγή από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, αλλά και για το συγκεκριμένο περιεχόμενο του αντιπαραθετικού σχεδίου που ο ΣΥΡΙΖΑ επαγγέλλεται.
Δύο πράγματα ακούμε κυρίως να ζητούν από αυτόν: πρώτον, να αποφεύγει να προκαλεί συγχύσεις για κεντρικά ζητήματα της πολιτικής του στον κόσμο που τείνει να τον επιλέξει, και δεύτερον να κάνει πιο σαφείς, πιο εύληπτες και πιο τεκμηριωμένες τις πολιτικές προτεραιότητές του, που αποτελούν το βασικό πολιτικό σχέδιο ανάσχεσης της μνημονιακής πολιτικής, και πιο πειστικές τις προτάσεις του για τη μεθοδική προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης και παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης.
Ενιαίο στρατηγικό σχέδιο
Η σύνθεση όλων αυτών των απαιτήσεων οδηγεί στην ανάγκη ύπαρξης ενός (και μόνο) καλά επεξεργασμένου στρατηγικού σχεδίου*, το οποίο θα καθιστά δυνατή την απόκρουση των σκληρών επιθέσεων που θα υποστεί ο ΣΥΡΙΖΑ με όλα τα μέσα, προκειμένου να μη φτάσει να γίνει κυβέρνηση. Αλλά θα πείθει και τη μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών τάξεων ότι είναι σε θέση με σταθερή γραμμή, με μαχητική και ριζοσπαστική διάθεση, με μελετημένους ελιγμούς, με προωθητικούς συμβιβασμούς να φέρει σε πέρας την ανατρεπτική του αποστολή, εξουδετερώνοντας τα σχέδια των αντιπάλων και κινητοποιώντας κάθε φίλια δύναμη και αξιοποιώντας κάθε συμμαχική δυνατότητα.
Εύκολο να περιγράφεται αυτό σε γενικές γραμμές, αλλά δύσκολο να πραγματοποιηθεί, και μάλιστα σε συνθήκες πρωτόγνωρες, που η εξέλιξή τους είναι σε θέση να ανατρέψει και τους πιο προνοητικούς σχεδιασμούς. Γιατί ενώ απαιτείται αυτό το σχέδιο να είναι όσο γίνεται πιο συγκεκριμένο, ώστε να είναι περισσότερο πειστικό, χρειάζεται ταυτόχρονα να διαθέτει και τους απαραίτητους δημοκρατικούς μηχανισμούς επανεκτίμησης και αναθεωρήσεων, που θα το καθιστούν βιώσιμο, χωρίς να το ακυρώνουν στην ουσία.
Είπαμε, για τα δύσκολα χρειαζόμαστε τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν ήταν για τα εύκολα, βρίσκαμε κι άλλους.
Χ. Γεωργούλας
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
* Θα πρέπει σιγά σιγά να συνειδητοποιούμε όλοι ότι ένα επαρκώς επεξεργασμένο στρατηγικό σχέδιο δεν έχει ανάγκη από παραρτήματα με προθέματα τύπου Α΄ ή Β΄ή Γ΄. Και ότι η αποτυχία του δεν μπορεί να μεταφραστεί κατά οποιοδήποτε τρόπο σε ψευδώνυμη νίκη ενός εναλλακτικού εφεδρικού σχεδίου. Η αποτυχία του δικού μας στρατηγικού σχεδίου σημαίνει επιτυχία του αντίπαλου, όπως κι αν τη βαφτίσουμε. Απλώς, θα πρέπει και σ’ αυτή την περίπτωση ν’ αρχίσουμε τους αγώνες μας πάλι από μια νέα αρχή.
Τι μπορεί να σημαίνει και τι απειλεί μια μεγάλη εκλογική νίκη τον ΣΥΡΙΖΑ
Το προ ετών σύνθημα σε κάποιους τοίχους της Αθήνας αναγγέλλει: «Τέρμα η Βάρκιζα». Εκείνος που το έγραφε, ωστόσο, μάλλον δεν φανταζόταν –ούτε αποδεχόταν ίσως την πιθανότητα– ότι θα γίνει τόσο σύντομα και με τέτοιο τρόπο επίκαιρο.Συνθήματα τέτοιου τύπου δεν καταγράφουν με απαιτήσεις επιστημονικής ακρίβειας την πραγματικότητα· αναλογίες επιχειρούν να διατυπώσουν. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι για πρώτη φορά μετά την ήττα της αριστεράς στον εμφύλιο τίθεται γι’ αυτήν, εκ των πραγμάτων και όχι βολονταριστικά, ζήτημα ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας. Και το παράδοξο είναι ότι τίθεται σε μια στιγμή ιδεολογικής κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, που οι δυνάμεις που τον εκπροσωπούν ήθελαν να πιστεύουν ότι δεν χρειάζονται πια «όπλα» –και μάλιστα ξένα– για να αποτρέψουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Μήπως, όμως, είναι ασύγγνωστη επιπολαιότητα να κάνουμε τέτοιους παραλληλισμούς; Τότε κρινόταν ποιος θα ορίζει την τύχη αυτού του τόπου, και η μάχη διεξαγόταν με πραγματικά πυροβόλα όπλα. Τώρα;
Ο Γιάννης φοβάται το θεριό, ή το θεριό τον Γιάννη;
Η ιστορική εμπειρία και γνώση θα έπρεπε να μας είχαν διδάξει, εκτός των άλλων, ότι δεν είναι τόσο τα υλικά μέσα με τα οποία διεξάγεται ένας αγώνας που κρίνουν το αποτέλεσμα, όσο ο συσχετισμός δύναμης που αποτυπώνεται στη χρήση των μέσων. Και, επίσης, ότι δεν υπάρχει ίσως πιο ισχυρό όπλο από τη –δεδηλωμένη και σταθερή– θέληση της λαϊκής πλειοψηφίας, ιδίως αν σ’ αυτή περιλαμβάνεται και το σημαντικότατο μέρος της μισθωτής εργασίας. Τώρα, για το αν σήμερα κρίνεται ποιος θα ορίζει την τύχη αυτού του τόπου, δεν θα έπρεπε να υπάρχει αμφιβολία: αντιπαρατίθενται δύο αλληλοαποκλειόμενα πολιτικά σχέδια και η αντιπαράθεσή τους αυτή έχει αντίκτυπο και εκτός συνόρων. Το «εμείς, ή αυτοί» δεν είναι απλώς ένα ευρηματικό σύνθημα.
Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό εμείς, οι άνθρωποι της αριστεράς, να μη βλέπουμε τις αναλογίες, επειδή νιώθουμε πόσο δύσκολο είναι να απειληθεί μια κυριαρχία δεκαετιών και μάλιστα σ’ ένα δυσμενές διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον. Όμως οι αντίπαλοι της αριστεράς πραγματικά ανησυχούν, καθώς βλέπουν πια να διαμορφώνεται ένα πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία, που θεωρεί θεμιτή επιδίωξη τη διεκδίκηση της κυβέρνησης από την αριστερά –και είναι διατεθειμένο να στηρίξει αυτή τη διεκδίκηση αποβάλλοντας δισταγμούς, φόβους, πραγματικούς ή καλλιεργούμενους, αποκρούοντας ακόμα και απειλές.
Και επειδή μια τέτοια μεταστροφή στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών, με αντικείμενο μάλιστα την επιλογή ανάμεσα σε δύο διαμετρικά αντίθετες και αλληλοαποκλειόμενες σε μεγάλο βαθμό πολιτικές προτάσεις-επιλογές, μπορεί να σημαίνει μεγάλες ανατροπές, γι’ αυτό οι κρατούσες (αλλά με υποχώρηση απειλούμενες) δυνάμεις δεν μπορούν να την αντιμετωπίσουν και να την αποδεχθούν σαν μια συνηθισμένη «αλλαγή φρουράς». Είναι φανερό ότι θα επιχειρήσουν και να την παρουσιάσουν κάποια στιγμή ως τέτοια, και να την υπονομεύσουν σαν ουτοπική και ανέφικτη (αλλά και επικίνδυνη), πλην όμως στο επικοινωνιακό πεδίο, όχι επί της ουσίας.
Έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η πλήρης και απόλυτη άρνηση του πολιτικοοικονομικού και μιντιακού συμπλέγματος να παίξει σαν χαρτί δικό του την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Τη βιώνουν σαν εν δυνάμει σοβαρή, ίσως και αποφασιστική τομή και ρήξη. Μόνο που αυτή τη φορά, το να μας ζητήσουν να παραδώσουμε τα όπλα, θα σήμαινε ότι έχουν αποφασίσει να καταργήσουν και τυπικά τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Τι ζητάει ο κόσμος από τον ΣΥΡΙΖΑ
Κι αυτός ο κόσμος, που τείνει να διαμορφώσει με την ίδια τη μεταστροφή του τους νέους συσχετισμούς, πώς τη βιώνει; Σε σημαντικό βαθμό ακόμα υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτόν και στο (επιθυμητό ήδη γι’ αυτόν) ενδεχόμενο επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ μια σχέση ανάθεσης: κάποιοι άλλοι, στο πολιτικό επίπεδο, θα αναλάβουν τη διεκπεραίωση της εντολής που θα τους δοθεί. Ωστόσο, η συνειδητοποίηση σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό του γεγονότος ότι ακόμα και η μεταστροφή της εκλογικής συμπεριφοράς αυτών των ανθρώπων είναι μια υλική πράξη συμμετοχής σε μια διαδικασία μικρότερης ή μεγαλύτερης ανατροπής, είναι πιθανό να τους καθιστά και τους ίδιους, ακόμη και στον ελάχιστο βαθμό, συμμετέχοντες σ’ ένα εγχείρημα, που δεν απαιτεί απλώς μια συνηθισμένη εκλογική μετακίνηση. Κι αυτό πρέπει να βρει τρόπους ο ΣΥΡΙΖΑ να το αναβαθμίσει σε έμπρακτη υποστήριξη και άμεση συμμετοχή στην περιπέτεια της αριστεράς.
Συζητώντας το τελευταίο διάστημα με νεότερους (όχι ηλικιακά) ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, διαπιστώνουμε όλοι νομίζω ότι δεν διατηρούν αυταπάτες για το πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να υλοποιηθεί το πρόγραμμά του. Όμως δεν ζητούν από αυτόν να το εγκαταλείψει, να το κάνει πιο «ρεαλιστικό». Διαφορετικά δεν θα τον προσέγγιζαν. Θα επέλεγαν άλλες προτάσεις, της ΔΗΜΑΡ, για παράδειγμα.
Δεν τον επιλέγουν, πάντως, μόνο και μόνο επειδή αυτός πρακτικά μπορεί να αποτρέψει την επανεκλογή της ΝΔ και τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής. Γι’ αυτό και ενδιαφέρονται όχι μόνο για την απαλλαγή από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, αλλά και για το συγκεκριμένο περιεχόμενο του αντιπαραθετικού σχεδίου που ο ΣΥΡΙΖΑ επαγγέλλεται.
Δύο πράγματα ακούμε κυρίως να ζητούν από αυτόν: πρώτον, να αποφεύγει να προκαλεί συγχύσεις για κεντρικά ζητήματα της πολιτικής του στον κόσμο που τείνει να τον επιλέξει, και δεύτερον να κάνει πιο σαφείς, πιο εύληπτες και πιο τεκμηριωμένες τις πολιτικές προτεραιότητές του, που αποτελούν το βασικό πολιτικό σχέδιο ανάσχεσης της μνημονιακής πολιτικής, και πιο πειστικές τις προτάσεις του για τη μεθοδική προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης και παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης.
Ενιαίο στρατηγικό σχέδιο
Η σύνθεση όλων αυτών των απαιτήσεων οδηγεί στην ανάγκη ύπαρξης ενός (και μόνο) καλά επεξεργασμένου στρατηγικού σχεδίου*, το οποίο θα καθιστά δυνατή την απόκρουση των σκληρών επιθέσεων που θα υποστεί ο ΣΥΡΙΖΑ με όλα τα μέσα, προκειμένου να μη φτάσει να γίνει κυβέρνηση. Αλλά θα πείθει και τη μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών τάξεων ότι είναι σε θέση με σταθερή γραμμή, με μαχητική και ριζοσπαστική διάθεση, με μελετημένους ελιγμούς, με προωθητικούς συμβιβασμούς να φέρει σε πέρας την ανατρεπτική του αποστολή, εξουδετερώνοντας τα σχέδια των αντιπάλων και κινητοποιώντας κάθε φίλια δύναμη και αξιοποιώντας κάθε συμμαχική δυνατότητα.
Εύκολο να περιγράφεται αυτό σε γενικές γραμμές, αλλά δύσκολο να πραγματοποιηθεί, και μάλιστα σε συνθήκες πρωτόγνωρες, που η εξέλιξή τους είναι σε θέση να ανατρέψει και τους πιο προνοητικούς σχεδιασμούς. Γιατί ενώ απαιτείται αυτό το σχέδιο να είναι όσο γίνεται πιο συγκεκριμένο, ώστε να είναι περισσότερο πειστικό, χρειάζεται ταυτόχρονα να διαθέτει και τους απαραίτητους δημοκρατικούς μηχανισμούς επανεκτίμησης και αναθεωρήσεων, που θα το καθιστούν βιώσιμο, χωρίς να το ακυρώνουν στην ουσία.
Είπαμε, για τα δύσκολα χρειαζόμαστε τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν ήταν για τα εύκολα, βρίσκαμε κι άλλους.
Χ. Γεωργούλας
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
* Θα πρέπει σιγά σιγά να συνειδητοποιούμε όλοι ότι ένα επαρκώς επεξεργασμένο στρατηγικό σχέδιο δεν έχει ανάγκη από παραρτήματα με προθέματα τύπου Α΄ ή Β΄ή Γ΄. Και ότι η αποτυχία του δεν μπορεί να μεταφραστεί κατά οποιοδήποτε τρόπο σε ψευδώνυμη νίκη ενός εναλλακτικού εφεδρικού σχεδίου. Η αποτυχία του δικού μας στρατηγικού σχεδίου σημαίνει επιτυχία του αντίπαλου, όπως κι αν τη βαφτίσουμε. Απλώς, θα πρέπει και σ’ αυτή την περίπτωση ν’ αρχίσουμε τους αγώνες μας πάλι από μια νέα αρχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου