Τις προάλλες, χαζεύοντας στο Facebook, έπεσε το μάτι μου σε αυτήν εδώ τη φωτογραφία, που ανέβασε η σελίδα του «105,5 Στο Κόκκινο».
Έγινε αμέσως ανάρπαστη, με 536 likes και 843 (!) κοινοποιήσεις, τη στιγμή που γράφω. Δικαίως η δημοφιλία, αφού παρουσιάζει μέσα σε σχεδόν γελοιογραφική συμπύκνωση ένα βασικό καίριο ζήτημα της πολιτικής σκηνής και δημόσιας σφαίρας –που σχολιάστηκε και πολύ επιτυχημένα προσφάτως (βλ. Αυγουστίνος Ζενάκος, «Καλύτερα αριστερός και πλούσιος παρά φτωχός και δεξιός», 20.12.2013 στην ιστοσελίδα του Unfollow). Καλά ως εδώ. Το πράγμα αρχίζει να αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον όμως όταν μπουν στο παιχνίδι και οι «δεύτερες σκέψεις»: η Αριστερά (ο ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω) λαϊκίζει, λαζοπουλικώ τω τρόπω, εκμεταλλεύεται τη δυστυχία φτωχών ανθρώπων για να προπαγανδίσει τα «θέλω» της, δεν παίζει δίκαια κ.ο.κ.
Μια βασική ένσταση εδώ θα ήταν πως κανείς δεν το είπε αυτό, ότι τα σχόλια στη σελίδα είναι όλα θετικά –συμφωνούν δηλαδή με την ανάρτηση της εικόνας– και ότι το post είναι είναι καθολικώς αποδεκτό. Η ένσταση αυτή μας ενδιαφέρει για δύο λόγους.
Πρώτον, επειδή παραβλέπει τις σιωπές, ξεχνώντας ότι εκτός από τα θετικά σχόλια υπάρχουν και τα μη θετικά μη-σχόλια – δηλαδή οι υποτιθέμενες μομφές που θα μπορούσε να εισπράξει. Αυτό όμως ισχύει για οτιδήποτε εμφανίζεται στο Διαδίκτυο, και είναι ένα ζήτημα εντελώς διαφορετικό από αυτό που με απασχολεί εδώ. Ο δεύτερος, λοιπόν, λόγος –που είναι αλληλένδετος με τον πρώτο– είναι πως αυτές οι αντιδράσεις –τα μη-σχόλια που είπαμε παραπάνω– πρέπει, αντί, κατά μια συνήθη λογική, να προβληματίσουν, να μην απασχολήσουν κανέναν. Και θα αναρωτηθεί εδώ κάποιος, πολύ λογικά, γιατί χάνω τον χρόνο μου να επισημαίνω πως δεν πρέπει να ασχολούμαστε με κάτι που δεν υπάρχει καν. Ο λόγος είναι, όμως, πανταχού παρών με σάρκα και οστά: είναι η διαρκής στάση άμυνας της Αριστεράς.
Πρώτον, επειδή παραβλέπει τις σιωπές, ξεχνώντας ότι εκτός από τα θετικά σχόλια υπάρχουν και τα μη θετικά μη-σχόλια – δηλαδή οι υποτιθέμενες μομφές που θα μπορούσε να εισπράξει. Αυτό όμως ισχύει για οτιδήποτε εμφανίζεται στο Διαδίκτυο, και είναι ένα ζήτημα εντελώς διαφορετικό από αυτό που με απασχολεί εδώ. Ο δεύτερος, λοιπόν, λόγος –που είναι αλληλένδετος με τον πρώτο– είναι πως αυτές οι αντιδράσεις –τα μη-σχόλια που είπαμε παραπάνω– πρέπει, αντί, κατά μια συνήθη λογική, να προβληματίσουν, να μην απασχολήσουν κανέναν. Και θα αναρωτηθεί εδώ κάποιος, πολύ λογικά, γιατί χάνω τον χρόνο μου να επισημαίνω πως δεν πρέπει να ασχολούμαστε με κάτι που δεν υπάρχει καν. Ο λόγος είναι, όμως, πανταχού παρών με σάρκα και οστά: είναι η διαρκής στάση άμυνας της Αριστεράς.
Όπως επισημαίνεται συχνά, η Αριστερά, παρόλο που έχει αυξήσει εντυπωσιακά την επιρροή της στην κοινωνία, δεν έχει κατορθώσει ακόμη να αποβάλει το περίφημο «σύνδρομο του 4%». Και αν αυτό είναι γνωστό, αυτό που δεν έχει τονιστεί αρκετά είναι ότι η Αριστερά αυτοπαγιδεύεται, δίνοντας υπέρ το δέον σημασία σε υπαρκτές και ανύπαρκτες –τα μη-σχόλια, που ταυτίζονται ουσιαστικά με τις εμμονές– κατηγορίες περί λαϊκισμού. Πράγματι, το μπλοκ εξουσίας επιδίδεται σε μια άνευ προηγουμένου ιδεολογική πολεμική, με αιχμή του δόρατος τον λαϊκισμό. Το μπλοκ αυτό, όμως, όντας τέτοιο, οφείλει να πράξει το καθήκον του∙ παράλληλα, η Αριστερά εγκλωβίζεται σε αυτήν τη λογική και μοιάζει να κυνηγάει την ουρά της, δημιουργώντας τελικά έναν αξεδιάλυτο βρόχο. Και σε αυτό το σημείο ας απομακρυνθούμε από την φωτογραφία, που ήταν απλώς η αφορμή της σκέψης μου, και ας επικεντρωθούμε στο κύριό μας ζήτημα.
Δεν είναι το πρόβλημα απλώς ότι η Αριστερά σπεύδει να αποδομήσει τον αντίπαλο λόγο αντί να παραγάγει δικό της∙ είναι, ακόμη περισσότερο, ότι αντί να ξανα-αναποδογυρίσει τις σημασίες (βλ. την συνέντευξη του Σπύρου Δερβενιώτη στον γράφοντα, 12.12.2013 στην ιστοσελίδα του ηλεκτρονικού περιοδικού ΣΚΡΑ-punk) ενισχύει τελικά τα νέα νοήματα που παράγονται από την κυρίαρχη ιδεολογία. Οι κατηγορίες για λαϊκισμό, ειδικότερα, κάνουν την Αριστερά να τραυλίζει: αναλύει γιατί δεν είναι λαϊκίστικη, γιατί ο λαϊκισμός είναι παρεξηγημένη έννοια (που είναι, σε τραγικό βαθμό) και γιατί οι απέναντι κάνουν λάθος. Όλο αυτό δίνει περισσότερη ισχύ στον αντίπαλο, τον γιγαντώνει. Ο αντίλογος εδώ, που είναι ότι η γιγάντωση αυτή πρακτικά δεν επαληθεύεται, γιατί το μπλοκ εξουσίας χάνει συνεχώς την δύναμή του βάσει των δημοσκοπήσεων, εντάσσεται ακριβώς στην ίδια λογική, καθώς ουσιαστικά πρεσβεύει πως η Αριστερά είναι απλώς το σωστό έναντι ενός ολοφάνερου λάθους, ένα «μη χείρον βέλτιστον», και όχι κάτι νέο και αυθύπαρκτο.
Οι δημοσκοπήσεις μπορεί να δείχνουν ότι εκλογικά η Αριστερά γιγαντώνεται, αλλά αυτό δεν σώζει την τελευταία από το να ζημιώνεται προοδευτικά ενισχύοντας τον βρόχο στον οποίο αναφέρομαι. Η συνεχής επίκληση της κατάρρευσης του παραδοσιακού συστήματος εξουσίας δεν θα δημιουργήσει με παρθενογένεση μια νέα αφήγηση –όπως συνήθως ονομάζεται αυτό το ακαθόριστο πράγμα–, ούτε θα υλοποιήσει εκ του μηδενός ένα νέο πρόταγμα. Η ατέρμονη αυτοϋπεράσπιση απέναντι στην κατηγορία του λαϊκισμου, που συχνά κατασκευάζουμε εμείς οι ίδιοι από φόβο μήπως και μας κατηγορήσουν για λαϊκισμο, είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να κάνει η Αριστερά σε αυτήν την κρίσιμη φάση. Μπορεί οι νόμοι της διαλεκτικής να επιτάσσουν έναν κάποιου είδους ετεροκαθορισμό, αλλά η πολιτική πράξη και συγκυρία επιβάλλει ένα οικοδόμημα με φρέσκα υλικά, που δεν θα ωθεί την Αριστερά να απολογείται ούτε στους απέναντι, ούτε –κυρίως– στον ίδιο της τον εαυτό για τον περίφημο (εθνο)λαϊκισμό της. Δεν οφείλει να απολογηθεί σε κανέναν για τον επανακαθορισμό των παλαιών όρων, αλλά να εφεύρει, με φαντασία, νέους και φρέσκους.
Ο Χρήστος Τριανταφύλλου είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου