Του Πέτρου Σταύρου, απο το Red NoteBook...
Θετικές οι πρώτες εντυπώσεις από την εφαρμογή της «λευκής νύχτας», μας λέει η ΕΣΕΕ. Η διεύρυνση του ωραρίου των καταστημάτων το Σάββατο στις 28/12 μέχρι και τις 11 μμ ζωντάνεψε το κέντρο της Αθήνας, αν και ο τζίρος δεν ενισχύθηκε στο βαθμό που ήλπιζε η επίσημη ένωση των εμπόρων. Ο πρόεδρός της μάλιστα δήλωσε πως «το συμπέρασμα που προκύπτει και πρέπει να εξετάσουμε πολύ προσεκτικά είναι ότι πλέον το λιανεμπόριο της Αθήνας και της κάθε πόλης, πρέπει να ακολουθεί τον καταναλωτή και όχι ο καταναλωτής το λιανεμπόριο. Πρέπει να τον προσελκύει και όχι να τον περιμένει». Δηλαδή ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ μας λέει ότι υπάρχουν ακόμα κάποιοι καταναλωτές που αξίζει να «πάρει κανείς στο κατόπι», άρα υπάρχουν κάποιοι που ακόμα έχουν ορισμένα χρήματα στη τσέπη και αξίζει να τους προσελκύσει το εμπόριο για να τα ξοδέψουν. Η φράση αυτή του προέδρου των εμπόρων έχει τις σημασίες της.
Καταρχήν, σημαίνει πως η «σκληρή» άμυνα της ΕΣΕΕ απέναντι στη διεύρυνση της λειτουργίας των μαγαζιών και τις Κυριακές έχει καμφθεί:
η φράση «προσέλκυση πελατών» φαίνεται να αντικαθιστά το επιχείρημα «δεν μας λείπει ο χρόνος, μας λείπει το εισόδημα» που χρησιμοποιούσε και η ΕΣΕΕ εκτός από τους εμποροϋπαλλήλους. Να θυμίσουμε πως, πριν από λίγους μήνες, ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Β. Κορκίδης απειλούσε με παραίτηση από την προεδρία της Συνομοσπονδίας για το θέμα των Κυριακών. Μάλλον ήρθε η στιγμή για πιο «ρεαλιστική πολιτική» και από την πλευρά των συνδικαλιστικών εκπροσώπων των εμπόρων και από την πλευρά των περιφερειαρχών και της τοπικής αυτοδιοίκησης, στο ρυθμό του υπουργείου Ανάπτυξης. Μακάρι να διαψευσθούμε!
Έπειτα, η προσέλκυση του καταναλωτή δεν μπορεί να γίνει εφόσον αυτός δεν διαθέτει την ανάλογη χρηματική ικανότητα για να δικαιολογήσει την ιδιότητα του καταναλωτή. Αλλά σήμερα αυτός που έχει αυτή τη δυνατότητα γι΄ αυτού του είδους την κατανάλωση γύρω από τους δρόμους της Ερμού, δεν είναι αυτός που χρησιμοποιεί το χρήμα ως μέσο πληρωμής, αλλά αυτός που χρησιμοποιεί το χρήμα ως μέσο συσσώρευσης αξίας. Οι άνεργοι, οι μισθωτοί των 500 ευρώ, οι απλήρωτοι του ιδιωτικού τομέα κοιτάνε μόνο από τη βιτρίνα, δεν τους περισσεύει τίποτα που να μην αφορά μια στενή κατανάλωση επιβίωσης. Τότε ποιοι είναι αυτοί που συσσωρεύουν αξία;
Είναι όλοι οι υπόλοιποι. Αυτοί που τα έχουν κουτσοκαταφέρει μέχρι τώρα, αυτοί που δεν έχουν πέσει ακόμα στη μαύρη τρύπα της ανεργίας και της εργατικής υποτίμησης. Αλλά και αυτοί που κερδίζουν από την κρίση και κυρίως από την εκμετάλλευση. Είναι χαρακτηριστικό του καιρού των μεγάλων κρίσεων το στοκάρισμα αξίας, η αποθησαύριση, η διατήρηση μια αδρανούς ρευστότητας για κάθε ενδεχόμενο. Αυτή η «φυλαγμένη» ρευστότητα είναι που διεκδικείται από την εμπορική δραστηριότητα. Αλλά διεκδικείται και από «άλλους». Διεκδικείται από την φορολογική επιδρομή της κυβέρνησης, από τις σπουδές των παιδιών των μικροαστικών και μεσοαστικών οικογενειών, από τις δαπάνες για την ιδιωτικοποιημένη υγεία. Διεκδικείται, επίσης από την πληρωμή υποχρεώσεων, από την επιστροφή καταναλωτικών δανείων, από την αποπληρωμή στεγαστικών, από τις τοποθετήσεις στο βραχυπρόθεσμο δανεισμό των μνημονιακών πολιτικών. Έχει δύσκολους «ανταγωνιστές» το εμπόριο, και συνεπώς, άλλον έναν λόγο για να εντατικοποιήσει την «προσέλκυση πελατών» από μια πολύ συγκεκριμένη «πίτα» διαθέσιμης ρευστότητας.
Και φτάνουμε στη τελευταία σημασία της διαπίστωσης της ΕΣΕΕ για την επιτυχία της «λευκής νύχτας». Η εντατικοποίηση του «μαγαζιού» για να «προσελκύσει» τον πελάτη πρέπει να ιδωθεί και ως μια εκ των στρατηγικών απαντήσεων που δίνει το εμπορικό κεφάλαιο για να αντεπεξέλθει στη κρίση. Είναι όμως και μια απάντηση στην άλλη στρατηγική του εμπορικού κεφαλαίου: τη συγκεντροποίησή του στις μεγάλες αλυσίδες και στα γιγάντια εμπορικά κέντρα. Δύο στρατηγικές, αντιθετικές και αλληλοσυγκρουόμενες, αλλά και τεμνόμενες στο σημείο της εκμετάλλευσης της εργασίας. Η ΕΣΕΕ εδώ μας λέει ότι «...δυστυχώς πρέπει να προσελκύσουμε τον πελάτη, όπως τον προσελκύει η μεγάλη εμπορική αλυσίδα, δεν υπάρχει άλλος δρόμος...». Φταίει μήπως ο μικροκαταστηματάρχης;
Δεν γνωρίζουμε αν φταίει ο μικροκαταστηματάρχης. Μπορεί και να μην φταίει. Εκείνο που σίγουρα γνωρίζουμε είναι αυτό που λέει ο Μαρξ κάπου στις σημειώσεις του «Κεφαλαίου»: πως η κυριαρχία των καπιταλιστών πάνω στους εργαζόμενους είναι η κυριαρχία των ανεξαρτητοποιημένων, από τους ίδιους τους εργαζόμενους, όρων εργασίας πάνω σε αυτούς. Και αυτοί οι ανεξαρτητοποιημένοι όροι που κυριαρχούν είναι το «μαγαζί», ως ενότητα παγίων στοιχείων, που πρέπει να λειτουργεί σε εικοσιτετράωρη βάση ακόμα κι αν το λειτουργεί μόνο ο ίδιος ο καταστηματάρχης, χωρίς προσωπικό. Η συνεχής λειτουργία των μαγαζιών, με ή χωρίς προσωπικό, επηρεάζει όλους τους εμποροϋπαλλήλους, όλους τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Το «μαγαζί» γίνεται Κεφάλαιο.
Καταρχήν, σημαίνει πως η «σκληρή» άμυνα της ΕΣΕΕ απέναντι στη διεύρυνση της λειτουργίας των μαγαζιών και τις Κυριακές έχει καμφθεί:
η φράση «προσέλκυση πελατών» φαίνεται να αντικαθιστά το επιχείρημα «δεν μας λείπει ο χρόνος, μας λείπει το εισόδημα» που χρησιμοποιούσε και η ΕΣΕΕ εκτός από τους εμποροϋπαλλήλους. Να θυμίσουμε πως, πριν από λίγους μήνες, ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Β. Κορκίδης απειλούσε με παραίτηση από την προεδρία της Συνομοσπονδίας για το θέμα των Κυριακών. Μάλλον ήρθε η στιγμή για πιο «ρεαλιστική πολιτική» και από την πλευρά των συνδικαλιστικών εκπροσώπων των εμπόρων και από την πλευρά των περιφερειαρχών και της τοπικής αυτοδιοίκησης, στο ρυθμό του υπουργείου Ανάπτυξης. Μακάρι να διαψευσθούμε!
Έπειτα, η προσέλκυση του καταναλωτή δεν μπορεί να γίνει εφόσον αυτός δεν διαθέτει την ανάλογη χρηματική ικανότητα για να δικαιολογήσει την ιδιότητα του καταναλωτή. Αλλά σήμερα αυτός που έχει αυτή τη δυνατότητα γι΄ αυτού του είδους την κατανάλωση γύρω από τους δρόμους της Ερμού, δεν είναι αυτός που χρησιμοποιεί το χρήμα ως μέσο πληρωμής, αλλά αυτός που χρησιμοποιεί το χρήμα ως μέσο συσσώρευσης αξίας. Οι άνεργοι, οι μισθωτοί των 500 ευρώ, οι απλήρωτοι του ιδιωτικού τομέα κοιτάνε μόνο από τη βιτρίνα, δεν τους περισσεύει τίποτα που να μην αφορά μια στενή κατανάλωση επιβίωσης. Τότε ποιοι είναι αυτοί που συσσωρεύουν αξία;
Είναι όλοι οι υπόλοιποι. Αυτοί που τα έχουν κουτσοκαταφέρει μέχρι τώρα, αυτοί που δεν έχουν πέσει ακόμα στη μαύρη τρύπα της ανεργίας και της εργατικής υποτίμησης. Αλλά και αυτοί που κερδίζουν από την κρίση και κυρίως από την εκμετάλλευση. Είναι χαρακτηριστικό του καιρού των μεγάλων κρίσεων το στοκάρισμα αξίας, η αποθησαύριση, η διατήρηση μια αδρανούς ρευστότητας για κάθε ενδεχόμενο. Αυτή η «φυλαγμένη» ρευστότητα είναι που διεκδικείται από την εμπορική δραστηριότητα. Αλλά διεκδικείται και από «άλλους». Διεκδικείται από την φορολογική επιδρομή της κυβέρνησης, από τις σπουδές των παιδιών των μικροαστικών και μεσοαστικών οικογενειών, από τις δαπάνες για την ιδιωτικοποιημένη υγεία. Διεκδικείται, επίσης από την πληρωμή υποχρεώσεων, από την επιστροφή καταναλωτικών δανείων, από την αποπληρωμή στεγαστικών, από τις τοποθετήσεις στο βραχυπρόθεσμο δανεισμό των μνημονιακών πολιτικών. Έχει δύσκολους «ανταγωνιστές» το εμπόριο, και συνεπώς, άλλον έναν λόγο για να εντατικοποιήσει την «προσέλκυση πελατών» από μια πολύ συγκεκριμένη «πίτα» διαθέσιμης ρευστότητας.
Και φτάνουμε στη τελευταία σημασία της διαπίστωσης της ΕΣΕΕ για την επιτυχία της «λευκής νύχτας». Η εντατικοποίηση του «μαγαζιού» για να «προσελκύσει» τον πελάτη πρέπει να ιδωθεί και ως μια εκ των στρατηγικών απαντήσεων που δίνει το εμπορικό κεφάλαιο για να αντεπεξέλθει στη κρίση. Είναι όμως και μια απάντηση στην άλλη στρατηγική του εμπορικού κεφαλαίου: τη συγκεντροποίησή του στις μεγάλες αλυσίδες και στα γιγάντια εμπορικά κέντρα. Δύο στρατηγικές, αντιθετικές και αλληλοσυγκρουόμενες, αλλά και τεμνόμενες στο σημείο της εκμετάλλευσης της εργασίας. Η ΕΣΕΕ εδώ μας λέει ότι «...δυστυχώς πρέπει να προσελκύσουμε τον πελάτη, όπως τον προσελκύει η μεγάλη εμπορική αλυσίδα, δεν υπάρχει άλλος δρόμος...». Φταίει μήπως ο μικροκαταστηματάρχης;
Δεν γνωρίζουμε αν φταίει ο μικροκαταστηματάρχης. Μπορεί και να μην φταίει. Εκείνο που σίγουρα γνωρίζουμε είναι αυτό που λέει ο Μαρξ κάπου στις σημειώσεις του «Κεφαλαίου»: πως η κυριαρχία των καπιταλιστών πάνω στους εργαζόμενους είναι η κυριαρχία των ανεξαρτητοποιημένων, από τους ίδιους τους εργαζόμενους, όρων εργασίας πάνω σε αυτούς. Και αυτοί οι ανεξαρτητοποιημένοι όροι που κυριαρχούν είναι το «μαγαζί», ως ενότητα παγίων στοιχείων, που πρέπει να λειτουργεί σε εικοσιτετράωρη βάση ακόμα κι αν το λειτουργεί μόνο ο ίδιος ο καταστηματάρχης, χωρίς προσωπικό. Η συνεχής λειτουργία των μαγαζιών, με ή χωρίς προσωπικό, επηρεάζει όλους τους εμποροϋπαλλήλους, όλους τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Το «μαγαζί» γίνεται Κεφάλαιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου