του Γερασιμου Κουζελη, απο την Αυγη...
«Πίσω στην κανονικότητα» επιτάσσουν οι ψύχραιμα μακιγιαρισμένοι διαμορφωτές γνώμης. Τι καλά που έχουμε «απολιτίκ»
υποψηφίους, λέει η πλευρά του Κολωνακίου που έδωσε 13,7 % στη Χρυσή
Αυγή. Να τους αφήσουμε να κάνουνε τη δουλειά τους, μας λένε οι ειδικοί
των αριθμών. Ξέρουν εκείνοι να στήνουν στατιστικές, αγώνες,
αντιπροσωπείες, σκηνικά.
Μετά τις απειλές κάθε είδους καταστροφής, τώρα τζογάρουν και με την απειλή να ξαμολήσουν πάνω μας το κτήνος που εκτρέφανε στην πίσω αυλή. Σοκαρισμένοι, λένε - αλλά ουδέτερα, απολίτικα.
Ότι η τηλεοπτική βιομηχανία ονείρων ανέλαβε να διαχειριστεί και τον ξύπνιο μας, το ξέρουμε εδώ και καιρό. Ότι και τα τελευταία προσχήματα αποσύρθηκαν, το παρακολουθούμε στη «λαϊκή» ανάδειξη της ανάγκης ανασυγκρότησης του Κέντρου. Να μας επιβάλουν την αίσθηση πως δεν μπορούμε χωρίς αυτό. Ασχέτως περιεχομένου, φτάνει να περιμαζέψουν κάποια απολωλότα. Φτάνει να υπάρχει πρόθυμος σύμμαχος για την ισοπεδωτική νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Αφού ισοπέδωσε το τοπίο που κάποτε ήταν κοινωνία, κόσμος ζωής και -έστω κι αντίξοος- τόπος διαβούλευσης, αγώνα, δημιουργίας, καταπιάστηκε για λόγους αυτοσυντήρησης, αλλά και από άσβεστη δίψα για εξουσία, να ισοπεδώσει και τη γνώμη, τη δική μας τη γνώμη, να ισοπεδώσει την πολιτική, να την εξαλείψει.
Η μετα-πολιτική κανονικότητα που επαγγέλλονται με εκείνο το εγχαραγμένο χαμόγελο υπεροψίας οι «παρουσιαστές» είναι η νεκρική σιγή στην οποία κάνει καλύτερα τους υπολογισμούς της η κοινωνική εξουσία. Αυτής της εξουσίας οι μηχανικοί είναι που έχουν πέσει με τα μούτρα στην προσπάθεια εξουδετέρωσης του θορύβου που τους κάνουμε. Να ξαναφέρουν τα πράγματα εκεί που ήταν. Όχι εκεί που ήταν πριν από την κρίση, γιατί την τωρινή κατάσταση, έστω κι αν τους ξέφυγε, την επιδίωξαν. Αλλά εκεί που ήταν πριν από τον ξεσηκωμό της γνώμης μας, τον ξεσηκωμό του σκεπτόμενου κόσμου, τη λαϊκή απαίτηση άλλης πολιτικής, πριν το ζωντάνεμα των δημοκρατικών αξιώσεων. Αυτό ακριβώς θέλουν, να τελειώνουν με τη δημοκρατία, να επαναφέρουν τη συνθήκη τής ως-εάν αντιπροσώπευσης. Σαν να μην τρέχει τίποτα. Σαν η κανονικότητά τους να μην προϋποθέτει συμμόρφωση και συρρίκνωση του βίου μας υπό τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που μας επιβάλλουν με τον κομψό όρο «Μνημόνιο». Τη «μνήμη» ας διατηρήσουμε από αυτό. Τη μνήμη των θυμάτων που απαιτούν δικαίωση.
***
Κατά τον γερμανικό Μάη του '68, το πιο δημοφιλές σύνθημα ήταν ένα δάνειο από τη διαφήμιση των γερμανικών σιδηροδρόμων που το είχε ανα-νοηματοδοτήσει ο SDS, η σοσιαλιστική γερμανική φοιτητική ένωση: «Όλοι μιλάνε για τον καιρό. Εμείς όχι». Ακριβώς! Στην κανονικότητα της κοινότοπης κενολογίας, του τηλεοπτικού κουτσομπολιού, της διαφθοράς, του αυταρχισμού και της σαπουνόπερας δεν μπορούμε να επανέλθουμε, δεν μπορούμε να τους αφήσουμε να μας επαναφέρουν.
Θα ξαναμιλήσουμε για τον καιρό όταν θα τον κατακτήσουμε και θα μπορούμε να τον απολαύσουμε ως κοινό αγαθό, όταν θα τον μετατρέψουμε σε ιστορία. Τώρα μιλάμε πολιτικά για την πολιτική.
Και μιλάμε πολιτικά με το ύφος αυτής ακριβώς της διάκρισής μας από ό,τι τείνει να επιβληθεί. Μιλάμε με το θάρρος, την αυτοπεποίθηση και το χιούμορ που ο Μπένγιαμιν συγκρατεί ως την παρουσία του αυθεντικού πολιτισμού στους κοινωνικούς αγώνες. Μιλάμε πολιτικά, με το ύφος και το ήθος που έχει ήδη νικήσει. Με εκείνο των -ασχέτως ηλικίας- παιδιών της Ανοικτής πόλης, του Λιμανιού της Αγωνίας, των πολλών «Ζ», των συνδυασμών της Αριστεράς σε όλη την Ελλάδα, όλων εκείνων που συμβολικά εκπροσώπησε ο υποψήφιος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για την προεδρία της Ένωσης, επαναφέροντας, παρουσία αγαλμάτων, τον ουσιαστικό πολιτικό λόγο στις απονεκρωμένες Βρυξέλλες.
Συνεχίζουμε.
Μετά τις απειλές κάθε είδους καταστροφής, τώρα τζογάρουν και με την απειλή να ξαμολήσουν πάνω μας το κτήνος που εκτρέφανε στην πίσω αυλή. Σοκαρισμένοι, λένε - αλλά ουδέτερα, απολίτικα.
Ότι η τηλεοπτική βιομηχανία ονείρων ανέλαβε να διαχειριστεί και τον ξύπνιο μας, το ξέρουμε εδώ και καιρό. Ότι και τα τελευταία προσχήματα αποσύρθηκαν, το παρακολουθούμε στη «λαϊκή» ανάδειξη της ανάγκης ανασυγκρότησης του Κέντρου. Να μας επιβάλουν την αίσθηση πως δεν μπορούμε χωρίς αυτό. Ασχέτως περιεχομένου, φτάνει να περιμαζέψουν κάποια απολωλότα. Φτάνει να υπάρχει πρόθυμος σύμμαχος για την ισοπεδωτική νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Αφού ισοπέδωσε το τοπίο που κάποτε ήταν κοινωνία, κόσμος ζωής και -έστω κι αντίξοος- τόπος διαβούλευσης, αγώνα, δημιουργίας, καταπιάστηκε για λόγους αυτοσυντήρησης, αλλά και από άσβεστη δίψα για εξουσία, να ισοπεδώσει και τη γνώμη, τη δική μας τη γνώμη, να ισοπεδώσει την πολιτική, να την εξαλείψει.
Η μετα-πολιτική κανονικότητα που επαγγέλλονται με εκείνο το εγχαραγμένο χαμόγελο υπεροψίας οι «παρουσιαστές» είναι η νεκρική σιγή στην οποία κάνει καλύτερα τους υπολογισμούς της η κοινωνική εξουσία. Αυτής της εξουσίας οι μηχανικοί είναι που έχουν πέσει με τα μούτρα στην προσπάθεια εξουδετέρωσης του θορύβου που τους κάνουμε. Να ξαναφέρουν τα πράγματα εκεί που ήταν. Όχι εκεί που ήταν πριν από την κρίση, γιατί την τωρινή κατάσταση, έστω κι αν τους ξέφυγε, την επιδίωξαν. Αλλά εκεί που ήταν πριν από τον ξεσηκωμό της γνώμης μας, τον ξεσηκωμό του σκεπτόμενου κόσμου, τη λαϊκή απαίτηση άλλης πολιτικής, πριν το ζωντάνεμα των δημοκρατικών αξιώσεων. Αυτό ακριβώς θέλουν, να τελειώνουν με τη δημοκρατία, να επαναφέρουν τη συνθήκη τής ως-εάν αντιπροσώπευσης. Σαν να μην τρέχει τίποτα. Σαν η κανονικότητά τους να μην προϋποθέτει συμμόρφωση και συρρίκνωση του βίου μας υπό τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που μας επιβάλλουν με τον κομψό όρο «Μνημόνιο». Τη «μνήμη» ας διατηρήσουμε από αυτό. Τη μνήμη των θυμάτων που απαιτούν δικαίωση.
***
Κατά τον γερμανικό Μάη του '68, το πιο δημοφιλές σύνθημα ήταν ένα δάνειο από τη διαφήμιση των γερμανικών σιδηροδρόμων που το είχε ανα-νοηματοδοτήσει ο SDS, η σοσιαλιστική γερμανική φοιτητική ένωση: «Όλοι μιλάνε για τον καιρό. Εμείς όχι». Ακριβώς! Στην κανονικότητα της κοινότοπης κενολογίας, του τηλεοπτικού κουτσομπολιού, της διαφθοράς, του αυταρχισμού και της σαπουνόπερας δεν μπορούμε να επανέλθουμε, δεν μπορούμε να τους αφήσουμε να μας επαναφέρουν.
Θα ξαναμιλήσουμε για τον καιρό όταν θα τον κατακτήσουμε και θα μπορούμε να τον απολαύσουμε ως κοινό αγαθό, όταν θα τον μετατρέψουμε σε ιστορία. Τώρα μιλάμε πολιτικά για την πολιτική.
Και μιλάμε πολιτικά με το ύφος αυτής ακριβώς της διάκρισής μας από ό,τι τείνει να επιβληθεί. Μιλάμε με το θάρρος, την αυτοπεποίθηση και το χιούμορ που ο Μπένγιαμιν συγκρατεί ως την παρουσία του αυθεντικού πολιτισμού στους κοινωνικούς αγώνες. Μιλάμε πολιτικά, με το ύφος και το ήθος που έχει ήδη νικήσει. Με εκείνο των -ασχέτως ηλικίας- παιδιών της Ανοικτής πόλης, του Λιμανιού της Αγωνίας, των πολλών «Ζ», των συνδυασμών της Αριστεράς σε όλη την Ελλάδα, όλων εκείνων που συμβολικά εκπροσώπησε ο υποψήφιος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για την προεδρία της Ένωσης, επαναφέροντας, παρουσία αγαλμάτων, τον ουσιαστικό πολιτικό λόγο στις απονεκρωμένες Βρυξέλλες.
Συνεχίζουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου