του Νικου Σκοπλακη, απο την Αυγη...
Το σύνθετο τοπίο που
προέκυψε από τις ευρωεκλογές πρέπει να αναλυθεί προσεκτικά σε όλο το
εύρος των αντιθέσεων. Διαφαίνεται ότι στο πλαίσιο της μέχρι τώρα
κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊσμού μορφοποιήθηκαν δύο
ανησυχητικές όψεις: η αποχή, δηλαδή η παραίτηση ενός τμήματος των κυριαρχούμενων τάξεων από την πολιτική,
αλλά και η πολύμορφη Ακροδεξιά, η οποία προορίζεται από τμήματα του κεφαλαίου να διαρρυθμίσει το θεσμικό της μερίδιο στη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης. Με άλλα λόγια, ο συστημικός ευρωπαϊσμός εγχάραξε βαθιά τις προϋποθέσεις ενός συστημικού ευρωσκεπτικισμού προς όφελος του κεφαλαίου.
Ο νεοφιλελεύθερος ευρωπαϊσμός πραγματοποιήθηκε σαν μια οργανική-λειτουργική ενότητα, στην οποία εντάχθηκαν οι επιμέρους κοινωνίες ως διάσπαρτες μονάδες, στεγανοποιημένες και εσωστρεφείς, ενώ η λιτότητα, η διάλυση των δημόσιων υποδομών και η ανεργία διάβρωναν τα ίδια τους τα σπλάχνα εν ονόματι του «υγιούς ανταγωνισμού». Η αντιπολιτική και γραφειοκρατική συγκρότηση του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊσμού ρευματοδοτήθηκε από το φαντασιακό ότι αυτή η πραγματικότητα των εθνικών ανταγωνισμών μετείχε μιας αγαθής, ευρωπαϊκής υπερβατικότητας. Μέσα στις συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης, κατέστη αδύνατη η συμφιλίωση της εμπειρίας των καταπιεζόμενων τάξεων με αυτή την υπερβατικότητα, διοχετεύοντας τον κατακερματισμό, την εσωστρέφεια, την αλλοτρίωση προς έναν ευρωσκεπτικισμό εκπαιδευμένο σε όλες τις μορφές του νεοφιλελεύθερου ανταγωνισμού. Ο ευρωπαϊσμός καταρράκωσε κάθε έννοια δημόσιας διαβούλευσης δαιμονοποιώντας τα αιτήματα κοινωνικής και οικονομικής δημοκρατίας, συντήρησε έναν υπεροργανωμένο χώρο μέθεξης στον ανταγωνισμό, όπου η υποπλασία της ταξικής συνείδησης έπαιζε τα εργασιακά της δικαιώματα στον βωμό των «εθνικών» χρηματιστηρίων, τροφοδότησε με νεοφιλελεύθερες αναθυμιάσεις το νεφέλωμα της Ακροδεξιάς και απέφυγε να εμποδίζει τη διάχυση και την εισχώρησή του στις συνειδήσεις, ώστε να περιθωριοποιεί την αριστερή αμφισβήτηση. Σ' έναν τέτοιο «κεντρώο» δημόσιο ευρωπαϊκό χώρο, αιμοδοτήθηκε ο (ακρο)δεξιός ευρωσκεπτικισμός, ως ένας άλλος πόλος σύγκλισης για την αναδιάταξη της συστημικής διαχείρισης.
Αυτές οι ευρωεκλογές έκλεισαν έναν κύκλο εξελίξεων και προσπαθειών. Στον ΣΥΡΙΖΑ έλαχε να πρωτοστατήσει στη διαμόρφωση αριστερής ευρωπαϊκής πολιτικής, στον αντίποδα του ευρωπαϊσμού και του ευρωσκεπτικισμού. Κι οφείλει να το κάνει σε συνεργασία με τις άλλες δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη, με στόχο την ηγεμονική διεύρυνση του δημόσιου χώρου της Αριστεράς, δηλαδή την αναζήτηση συνοχής και μετώπων με ταξικά και πολιτικά κριτήρια, σε ευθεία σύγκρουση με κάθε πόλο σύγκλισης υπέρ της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, των εθνικών ανταγωνισμών, των νεοσυντηρητικών αυτοματισμών. Μαζί με τον κύκλο που κλείνει, πρέπει να τελειώσει οριστικά η θεώρηση της ευρωπαϊκής Αριστεράς ως άθροισμα «αντιπροσωπειών», ώστε με περισσότερες οριζόντιες πρωτοβουλίες και με συστηματικότερη συνάρθρωση των τοπικών δυνατοτήτων να ενισχύεται συνολικά το στίγμα του σύγχρονου αριστερού ριζοσπαστισμού στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ο δημόσιος χώρος της Αριστεράς στην Ευρώπη πρέπει να συγκρουστεί με τα πισωγυρίσματα ολίγης από τρέχουσα ευρωπαϊστική σοσιαλδημοκρατία, όπως και με την κατάθεση «εθνικής ψυχής» που επενδύεται στην επιτάχυνση των απομονωτισμών.
Με αυτόν τον προσανατολισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μετασχηματιστεί σε κόμμα μεγάλων αποστάσεων, ώστε να καλύπτει αποτελεσματικά και τις μικρότερες διαδρομές της συγκυρίας. Αποτελεσματικά σημαίνει με την κατοχύρωση του κοινωνικού του ορίζοντα στο τοπικό και με συμβολή στην αναβάθμιση του δημόσιου χώρου της Αριστεράς στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Η πραγματικότητα των υπαρκτών αναγκών εξαναγκάζει σε εμβάθυνση της αριστερής οπτικής για τη λειτουργία και τις προτεραιότητες του κόμματος στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Εξαναγκάζει σε απόκρουση των «μετριοπαθών» εκβιασμών, σε απόρριψη του κριτηρίου συμμαχιών που θέτουν οι τηλεθεατές της κρατούσας αδράνειας, σε αντίσταση απέναντι στις επικίνδυνες ζαβολιές που ταυτίζουν τη διεύρυνση της πολιτικής απήχησης με την προέλαση «προσωπικοτήτων» παντός καιρού. Η δημιουργία, η διασύνδεση και η σε βάθος αλληλεπίδραση του δημόσιου χώρου της Αριστεράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη μπορούν να εγγυηθούν ότι η αριστερή διέξοδος θα είναι έμπρακτα το άλλο πεδίο συσχετισμού δυνάμεων, δυναμική έκφραση της αριστερής στρατηγικής για την εξουσία.
Όσοι αντιπαρέρχονται αυτές τις ανάγκες με ένα «δεν είναι καιρός για τέτοια», σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνονται το πλέγμα πρακτικών που φυσικοποιεί τη λιτότητα, το δημοκρατικό έλλειμμα του «τέλους των ιδεολογιών» και τη συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων υπέρ του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊσμού και του (ακρο)δεξιού ευρωσκεπτικισμού (με κόμματα τεχνοκρατών, όπως η «Εναλλακτική για τη Γερμανία»). Ο δημόσιος χώρος της Αριστεράς στην Ελλάδα και την Ευρώπη δεν είναι χασομέρι ούτε ομφαλοσκόπηση, αλλά διαλεκτική διαδικασία εδραίωσης της αριστερής διεξόδου με ισχυρή κοινωνική βάση, νικηφόρες πολιτικές μάχες, σύγχρονα προγραμματικά στοιχεία. Τα ιστορικά αντανακλαστικά των αριστερών δεν ενεργοποιούνται ευκαιριακά, αλλά προετοιμάζουν μεθοδικά τις αναγκαίες ανασυνθέσεις της επόμενης φάσης.
αλλά και η πολύμορφη Ακροδεξιά, η οποία προορίζεται από τμήματα του κεφαλαίου να διαρρυθμίσει το θεσμικό της μερίδιο στη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης. Με άλλα λόγια, ο συστημικός ευρωπαϊσμός εγχάραξε βαθιά τις προϋποθέσεις ενός συστημικού ευρωσκεπτικισμού προς όφελος του κεφαλαίου.
Ο νεοφιλελεύθερος ευρωπαϊσμός πραγματοποιήθηκε σαν μια οργανική-λειτουργική ενότητα, στην οποία εντάχθηκαν οι επιμέρους κοινωνίες ως διάσπαρτες μονάδες, στεγανοποιημένες και εσωστρεφείς, ενώ η λιτότητα, η διάλυση των δημόσιων υποδομών και η ανεργία διάβρωναν τα ίδια τους τα σπλάχνα εν ονόματι του «υγιούς ανταγωνισμού». Η αντιπολιτική και γραφειοκρατική συγκρότηση του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊσμού ρευματοδοτήθηκε από το φαντασιακό ότι αυτή η πραγματικότητα των εθνικών ανταγωνισμών μετείχε μιας αγαθής, ευρωπαϊκής υπερβατικότητας. Μέσα στις συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης, κατέστη αδύνατη η συμφιλίωση της εμπειρίας των καταπιεζόμενων τάξεων με αυτή την υπερβατικότητα, διοχετεύοντας τον κατακερματισμό, την εσωστρέφεια, την αλλοτρίωση προς έναν ευρωσκεπτικισμό εκπαιδευμένο σε όλες τις μορφές του νεοφιλελεύθερου ανταγωνισμού. Ο ευρωπαϊσμός καταρράκωσε κάθε έννοια δημόσιας διαβούλευσης δαιμονοποιώντας τα αιτήματα κοινωνικής και οικονομικής δημοκρατίας, συντήρησε έναν υπεροργανωμένο χώρο μέθεξης στον ανταγωνισμό, όπου η υποπλασία της ταξικής συνείδησης έπαιζε τα εργασιακά της δικαιώματα στον βωμό των «εθνικών» χρηματιστηρίων, τροφοδότησε με νεοφιλελεύθερες αναθυμιάσεις το νεφέλωμα της Ακροδεξιάς και απέφυγε να εμποδίζει τη διάχυση και την εισχώρησή του στις συνειδήσεις, ώστε να περιθωριοποιεί την αριστερή αμφισβήτηση. Σ' έναν τέτοιο «κεντρώο» δημόσιο ευρωπαϊκό χώρο, αιμοδοτήθηκε ο (ακρο)δεξιός ευρωσκεπτικισμός, ως ένας άλλος πόλος σύγκλισης για την αναδιάταξη της συστημικής διαχείρισης.
Αυτές οι ευρωεκλογές έκλεισαν έναν κύκλο εξελίξεων και προσπαθειών. Στον ΣΥΡΙΖΑ έλαχε να πρωτοστατήσει στη διαμόρφωση αριστερής ευρωπαϊκής πολιτικής, στον αντίποδα του ευρωπαϊσμού και του ευρωσκεπτικισμού. Κι οφείλει να το κάνει σε συνεργασία με τις άλλες δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη, με στόχο την ηγεμονική διεύρυνση του δημόσιου χώρου της Αριστεράς, δηλαδή την αναζήτηση συνοχής και μετώπων με ταξικά και πολιτικά κριτήρια, σε ευθεία σύγκρουση με κάθε πόλο σύγκλισης υπέρ της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, των εθνικών ανταγωνισμών, των νεοσυντηρητικών αυτοματισμών. Μαζί με τον κύκλο που κλείνει, πρέπει να τελειώσει οριστικά η θεώρηση της ευρωπαϊκής Αριστεράς ως άθροισμα «αντιπροσωπειών», ώστε με περισσότερες οριζόντιες πρωτοβουλίες και με συστηματικότερη συνάρθρωση των τοπικών δυνατοτήτων να ενισχύεται συνολικά το στίγμα του σύγχρονου αριστερού ριζοσπαστισμού στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ο δημόσιος χώρος της Αριστεράς στην Ευρώπη πρέπει να συγκρουστεί με τα πισωγυρίσματα ολίγης από τρέχουσα ευρωπαϊστική σοσιαλδημοκρατία, όπως και με την κατάθεση «εθνικής ψυχής» που επενδύεται στην επιτάχυνση των απομονωτισμών.
Με αυτόν τον προσανατολισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μετασχηματιστεί σε κόμμα μεγάλων αποστάσεων, ώστε να καλύπτει αποτελεσματικά και τις μικρότερες διαδρομές της συγκυρίας. Αποτελεσματικά σημαίνει με την κατοχύρωση του κοινωνικού του ορίζοντα στο τοπικό και με συμβολή στην αναβάθμιση του δημόσιου χώρου της Αριστεράς στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Η πραγματικότητα των υπαρκτών αναγκών εξαναγκάζει σε εμβάθυνση της αριστερής οπτικής για τη λειτουργία και τις προτεραιότητες του κόμματος στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Εξαναγκάζει σε απόκρουση των «μετριοπαθών» εκβιασμών, σε απόρριψη του κριτηρίου συμμαχιών που θέτουν οι τηλεθεατές της κρατούσας αδράνειας, σε αντίσταση απέναντι στις επικίνδυνες ζαβολιές που ταυτίζουν τη διεύρυνση της πολιτικής απήχησης με την προέλαση «προσωπικοτήτων» παντός καιρού. Η δημιουργία, η διασύνδεση και η σε βάθος αλληλεπίδραση του δημόσιου χώρου της Αριστεράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη μπορούν να εγγυηθούν ότι η αριστερή διέξοδος θα είναι έμπρακτα το άλλο πεδίο συσχετισμού δυνάμεων, δυναμική έκφραση της αριστερής στρατηγικής για την εξουσία.
Όσοι αντιπαρέρχονται αυτές τις ανάγκες με ένα «δεν είναι καιρός για τέτοια», σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνονται το πλέγμα πρακτικών που φυσικοποιεί τη λιτότητα, το δημοκρατικό έλλειμμα του «τέλους των ιδεολογιών» και τη συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων υπέρ του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊσμού και του (ακρο)δεξιού ευρωσκεπτικισμού (με κόμματα τεχνοκρατών, όπως η «Εναλλακτική για τη Γερμανία»). Ο δημόσιος χώρος της Αριστεράς στην Ελλάδα και την Ευρώπη δεν είναι χασομέρι ούτε ομφαλοσκόπηση, αλλά διαλεκτική διαδικασία εδραίωσης της αριστερής διεξόδου με ισχυρή κοινωνική βάση, νικηφόρες πολιτικές μάχες, σύγχρονα προγραμματικά στοιχεία. Τα ιστορικά αντανακλαστικά των αριστερών δεν ενεργοποιούνται ευκαιριακά, αλλά προετοιμάζουν μεθοδικά τις αναγκαίες ανασυνθέσεις της επόμενης φάσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου