Νικόλας Σεβαστάκης, απο το Περιοδικο Χρονος...
Εδώ και κάποια χρόνια ζούμε την παρακμή του «κανονιστικού»
ευρωπαϊσμού, το σταδιακό σκοτείνιασμα των διαφόρων οραματικών εκδοχών
της ευρωπαϊκής υπόθεσης. Η μεγάλη κοινωνική και οικονομική κρίση ως
διαδικασία κλονισμού πολλών βεβαιοτήτων και όχι απλώς ως συμβάν της
οικονομικής μας ιστορίας ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την αποξένωση «από
τούτη δω την Ευρώπη».
Η ανεύρετη «άλλη Ευρώπη» στην οποία στοιχημάτιζε ο πληθυντικός χώρος των ευρωπαϊστών μοιάζει πιο απόμακρη από ποτέ. Για πολλούς πλέον οι αναφορές σε αυτή την άλλη Ευρώπη συντηρούν απλώς μια διανοητική και πολιτική εξιδανίκευση δίχως σχέση με το «πραγματικό».
Ποιο είναι το πραγματικό; Απαντούν: Η παγίωση των πολιτικών της λιτότητας, η συρρίκνωση εισοδημάτων και ευκαιριών ζωής για τις μεσαίες τάξεις, το νέο κοινωνικό ζήτημα και οι δημογραφικές του συνέπειες σε εκατομμύρια Ευρωπαίους. Όλα αυτά, λέγεται συχνά, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ανάταξης για τον ευρωπαϊσμό, πόσο μάλλον που η γεωπολιτική περιθωριοποίηση της Ευρώπης συσχετίζεται με την ανάδυση πολλαπλών κέντρων οικονομικής ισχύος στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Τραυματικά ταπεινωτικές σκηνές όπως αυτή των Καννών ή άλλων συνόδων κορυφής με επίκεντρο την ωμή διαλεκτική «δανειστή και οφειλέτη» λιπαίνουν τη δυσανεξία και την οργή. Με δυο λόγια, η συγκεκριμένη εμπειρία των τραυμάτων της ευρωπαϊκής πραγματικότητας έρχεται σε αντίθεση με την «αρχή της ελπίδας» η οποία διέπνεε την ευρωπαϊκή υπόθεση από τις απαρχές της.
Στην Ελλάδα ο πλειοψηφικός φιλοευρωπαϊσμός της κοινής γνώμης είχε συνδεθεί με τις δύο δεκαετίες των μεγάλων χρηματικών πόρων και της μεγέθυνσης των δεικτών της οικονομίας. Ο «οπορτουνιστικός» και ρηχός φιλοευρωπαϊσμός υποχώρησε τα πέντε χρόνια της κρίσης. Παραμένει, όμως, σημαντικά πλειοψηφική η αίσθηση ότι η αποκοπή από την Ένωση θα ήταν μια υπαρξιακή αποτυχία της χώρας.
Τόσο όμως στον λαό της Δεξιάς όσο και στον κόσμο της Αριστεράς παρατηρούμε ότι κερδίζει έδαφος μια πλήρως «απομυθοποιητική» αντίληψη της σχέσης μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμα και όσοι/-ες δεν αγκαλιάζουν το αίτημα εξόδου από το ενιαίο νόμισμα ή της εγκατάλειψης της ίδιας της Ένωσης, αντιλαμβάνονται την υπάρχουσα κατάσταση ως ένα σύνολο αποτυχημένων συμβιβασμών και επώδυνων σχέσεων υποταγής του αδύναμου στον ισχυρό.
Ποιο είναι το πρόβλημα με αυτή τη μεταβολή από την ελπίδα στη δυσθυμία και τη ραγδαία απογοήτευση; Για ποιο λόγο νομίζω ότι η επιθετική διάθεση έναντι της υπό γερμανική ηγεμονία Ευρωπαϊκής Ένωσης χρειάζεται προσοχή και περίσκεψη; Ο λόγος βρίσκεται στο πλαίσιο σημασιών ή αλλιώς στο ευρύτερο πολιτισμικό και ιδεολογικό συγκείμενο μέσα στο οποίο κινούνται οι περισσότεροι ευρωσκεπτικισμοί της παρούσας στιγμής. Οι μύδροι εδώ κι εκεί για το «τέρας των Βρυξελλών», οι εύκολες συγκρίσεις με αυταρχικές ή ολοκληρωτικές αυτοκρατορίες του παρελθόντος, η ισοπεδωτική ταύτιση της Ένωσης με δικτατορία των αγορών και των λόμπι, όλα αυτά τα μοτίβα ακραίας απαξίωσης ενθαρρύνουν μια λογική παλινδρόμησης στον εθνικισμό. Άλλοτε αυτός ο εθνικισμός ντύνεται το ρούχο της τιμής του κράτους και της κρατικής κυριαρχίας άλλοτε εμφανίζεται ως διέγερση αποσχιστικών τάσεων από επιμέρους κοινότητες, συμφέροντα και «πολιτισμικές περιοχές». Με μια έννοια, πάνω στα υπαρκτά εμπόδια της ευρωπαϊκής οικοδόμησης και κυρίως πάνω στους εθνικούς-κρατικούς εγωισμούς που θέριεψαν στην κρίση αναγεννιούνται οι χειρότερες κλίσεις της πολιτικής κουλτούρας: ο σοβινισμός της ευζωίας για τους δεξιούς λαϊκισμούς της Βόρειας Ευρώπης ή τα συμπτώματα καθήλωσης των «αντιμνημονιακών ριζοσπαστισμών» που ταλανίζουν τη δική μας Αριστερά.
Η αστόχαστη ρητορική περί των ευρωπαϊκών ναυαγίων στηρίζεται σε μισές αλήθειες καθόσον αποσιωπά σκανδαλωδώς τα πολιτικά αντιπαραδείγματα που έρχονται από αλλού: λ.χ. τον τυχοδιωκτισμό της Ρωσίας του Πούτιν σε αναζήτηση «μετασοβιετικής» ισχύος, την άκρως ανησυχητική εφόρμηση στην εξουσία του ριζοσπαστικού ινδουιστικού εθνικισμού στην Ινδία, τους μαφιόζικους τζιχαντισμούς που βασανίζουν την υποσαχάρια Αφρική και την Ασία κ.λπ.
Η ανάγκη για δραστική διόρθωση της σημερινής ευρωπαϊκής πορείας είναι η μια πλευρά του επείγοντος. Η κοινωνικοοικονομική και περιβαλλοντική ανασυγκρότηση των χωρών της Ένωσης και της Ελλάδας δεν μπορεί να υπάρξει δίχως συγκεκριμένες αλλαγές στα κυρίαρχα μοντέλα οικονομικής εξυγίανσης και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αλλά η όποια πολιτική σύγκρουση με τη «βιοπολιτική» της λιτότητας δεν πρέπει να δικαιώνει την επαναφορά του εθνικιστικού κρατισμού ή της φθαρμένης μυθολογίας του αναδελφισμού. Αυτή η μυθολογία επανακάμπτει σήμερα σε έναν λόγο ο οποίος ορκίζεται στις «ανάγκες του λαού και του τόπου». Η σταθερή ύπαρξη ενός υποστρώματος εθνικού ναρκισσισμού με αντισημιτικές προεκτάσεις καθιστά προβληματικό κάθε ελληνικό ριζοσπαστισμό που θα έχτιζε την αφήγησή του στη βάση της αντίθεσης στον αποικιακό έλεγχο των πιστωτών ή των «ισχυρών της Ε.Ε». Γι’ αυτό και ο σκεπτικισμός για την υπαρκτή Ευρώπη πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό από τον λεγόμενο ευρωσκεπτικισμό της νέας Δεξιάς και ορισμένων, τουλάχιστον, από τις εκφράσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η υπέρβαση του αφηρημένου ευρωπαϊσμού δεν δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση την άγνοια κινδύνου για την αναπαραγωγή των στερεοτύπων εθνικής μοναξιάς σε έναν άκαρδο κόσμο…
Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία του Ν. Σεβαστάκη στη συζήτηση για την Ευρώπη με τίτλο Quo vadis Europa? που πραγματοποιήθηκε στη ΔΕΒΘ 2014 από το περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ και τις εκδόσεις Νεφέλη.
Η ανεύρετη «άλλη Ευρώπη» στην οποία στοιχημάτιζε ο πληθυντικός χώρος των ευρωπαϊστών μοιάζει πιο απόμακρη από ποτέ. Για πολλούς πλέον οι αναφορές σε αυτή την άλλη Ευρώπη συντηρούν απλώς μια διανοητική και πολιτική εξιδανίκευση δίχως σχέση με το «πραγματικό».
Ποιο είναι το πραγματικό; Απαντούν: Η παγίωση των πολιτικών της λιτότητας, η συρρίκνωση εισοδημάτων και ευκαιριών ζωής για τις μεσαίες τάξεις, το νέο κοινωνικό ζήτημα και οι δημογραφικές του συνέπειες σε εκατομμύρια Ευρωπαίους. Όλα αυτά, λέγεται συχνά, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ανάταξης για τον ευρωπαϊσμό, πόσο μάλλον που η γεωπολιτική περιθωριοποίηση της Ευρώπης συσχετίζεται με την ανάδυση πολλαπλών κέντρων οικονομικής ισχύος στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Τραυματικά ταπεινωτικές σκηνές όπως αυτή των Καννών ή άλλων συνόδων κορυφής με επίκεντρο την ωμή διαλεκτική «δανειστή και οφειλέτη» λιπαίνουν τη δυσανεξία και την οργή. Με δυο λόγια, η συγκεκριμένη εμπειρία των τραυμάτων της ευρωπαϊκής πραγματικότητας έρχεται σε αντίθεση με την «αρχή της ελπίδας» η οποία διέπνεε την ευρωπαϊκή υπόθεση από τις απαρχές της.
Στην Ελλάδα ο πλειοψηφικός φιλοευρωπαϊσμός της κοινής γνώμης είχε συνδεθεί με τις δύο δεκαετίες των μεγάλων χρηματικών πόρων και της μεγέθυνσης των δεικτών της οικονομίας. Ο «οπορτουνιστικός» και ρηχός φιλοευρωπαϊσμός υποχώρησε τα πέντε χρόνια της κρίσης. Παραμένει, όμως, σημαντικά πλειοψηφική η αίσθηση ότι η αποκοπή από την Ένωση θα ήταν μια υπαρξιακή αποτυχία της χώρας.
Τόσο όμως στον λαό της Δεξιάς όσο και στον κόσμο της Αριστεράς παρατηρούμε ότι κερδίζει έδαφος μια πλήρως «απομυθοποιητική» αντίληψη της σχέσης μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμα και όσοι/-ες δεν αγκαλιάζουν το αίτημα εξόδου από το ενιαίο νόμισμα ή της εγκατάλειψης της ίδιας της Ένωσης, αντιλαμβάνονται την υπάρχουσα κατάσταση ως ένα σύνολο αποτυχημένων συμβιβασμών και επώδυνων σχέσεων υποταγής του αδύναμου στον ισχυρό.
Ποιο είναι το πρόβλημα με αυτή τη μεταβολή από την ελπίδα στη δυσθυμία και τη ραγδαία απογοήτευση; Για ποιο λόγο νομίζω ότι η επιθετική διάθεση έναντι της υπό γερμανική ηγεμονία Ευρωπαϊκής Ένωσης χρειάζεται προσοχή και περίσκεψη; Ο λόγος βρίσκεται στο πλαίσιο σημασιών ή αλλιώς στο ευρύτερο πολιτισμικό και ιδεολογικό συγκείμενο μέσα στο οποίο κινούνται οι περισσότεροι ευρωσκεπτικισμοί της παρούσας στιγμής. Οι μύδροι εδώ κι εκεί για το «τέρας των Βρυξελλών», οι εύκολες συγκρίσεις με αυταρχικές ή ολοκληρωτικές αυτοκρατορίες του παρελθόντος, η ισοπεδωτική ταύτιση της Ένωσης με δικτατορία των αγορών και των λόμπι, όλα αυτά τα μοτίβα ακραίας απαξίωσης ενθαρρύνουν μια λογική παλινδρόμησης στον εθνικισμό. Άλλοτε αυτός ο εθνικισμός ντύνεται το ρούχο της τιμής του κράτους και της κρατικής κυριαρχίας άλλοτε εμφανίζεται ως διέγερση αποσχιστικών τάσεων από επιμέρους κοινότητες, συμφέροντα και «πολιτισμικές περιοχές». Με μια έννοια, πάνω στα υπαρκτά εμπόδια της ευρωπαϊκής οικοδόμησης και κυρίως πάνω στους εθνικούς-κρατικούς εγωισμούς που θέριεψαν στην κρίση αναγεννιούνται οι χειρότερες κλίσεις της πολιτικής κουλτούρας: ο σοβινισμός της ευζωίας για τους δεξιούς λαϊκισμούς της Βόρειας Ευρώπης ή τα συμπτώματα καθήλωσης των «αντιμνημονιακών ριζοσπαστισμών» που ταλανίζουν τη δική μας Αριστερά.
Η αστόχαστη ρητορική περί των ευρωπαϊκών ναυαγίων στηρίζεται σε μισές αλήθειες καθόσον αποσιωπά σκανδαλωδώς τα πολιτικά αντιπαραδείγματα που έρχονται από αλλού: λ.χ. τον τυχοδιωκτισμό της Ρωσίας του Πούτιν σε αναζήτηση «μετασοβιετικής» ισχύος, την άκρως ανησυχητική εφόρμηση στην εξουσία του ριζοσπαστικού ινδουιστικού εθνικισμού στην Ινδία, τους μαφιόζικους τζιχαντισμούς που βασανίζουν την υποσαχάρια Αφρική και την Ασία κ.λπ.
Η ανάγκη για δραστική διόρθωση της σημερινής ευρωπαϊκής πορείας είναι η μια πλευρά του επείγοντος. Η κοινωνικοοικονομική και περιβαλλοντική ανασυγκρότηση των χωρών της Ένωσης και της Ελλάδας δεν μπορεί να υπάρξει δίχως συγκεκριμένες αλλαγές στα κυρίαρχα μοντέλα οικονομικής εξυγίανσης και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αλλά η όποια πολιτική σύγκρουση με τη «βιοπολιτική» της λιτότητας δεν πρέπει να δικαιώνει την επαναφορά του εθνικιστικού κρατισμού ή της φθαρμένης μυθολογίας του αναδελφισμού. Αυτή η μυθολογία επανακάμπτει σήμερα σε έναν λόγο ο οποίος ορκίζεται στις «ανάγκες του λαού και του τόπου». Η σταθερή ύπαρξη ενός υποστρώματος εθνικού ναρκισσισμού με αντισημιτικές προεκτάσεις καθιστά προβληματικό κάθε ελληνικό ριζοσπαστισμό που θα έχτιζε την αφήγησή του στη βάση της αντίθεσης στον αποικιακό έλεγχο των πιστωτών ή των «ισχυρών της Ε.Ε». Γι’ αυτό και ο σκεπτικισμός για την υπαρκτή Ευρώπη πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό από τον λεγόμενο ευρωσκεπτικισμό της νέας Δεξιάς και ορισμένων, τουλάχιστον, από τις εκφράσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η υπέρβαση του αφηρημένου ευρωπαϊσμού δεν δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση την άγνοια κινδύνου για την αναπαραγωγή των στερεοτύπων εθνικής μοναξιάς σε έναν άκαρδο κόσμο…
Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία του Ν. Σεβαστάκη στη συζήτηση για την Ευρώπη με τίτλο Quo vadis Europa? που πραγματοποιήθηκε στη ΔΕΒΘ 2014 από το περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ και τις εκδόσεις Νεφέλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου