του Κωστα Καναβουρη, απο την Αυγη...
Σκηνή πρώτη: Τέλη δεκαετίας του '50. Καβάλα. Προσφυγική συνοικία
Βύρωνα. Βράδυ. Ανάμνηση καθαρή λόγω τρόμου, όχι επινοημένη. Δεν θα
πρέπει να είναι αργά γιατί παίζω ακόμα, δεν μ' έχουν βάλει για ύπνο. Ο
πατέρας δεν έχει γυρίσει από τη δουλειά. Στο σπίτι η μαμά Ελένη, η
γιαγιά Εριφύλη και ο αδελφός μου ο Μάνος, που, ως βρέφος της κούνιας
ακόμη, κοιμάται μακαρίως.
Είναι δηλαδή περίπου οκτώ το βράδυ. Αλλά τότε ήταν αλλιώς οι οκτώ το βράδυ σε μια προσφυγική συνοικία και σε μια οικογένεια όπου η μητέρα έχει πριν από λίγα χρόνια αποφυλακισθεί μόνο (αφού το «αποβασανισθεί» δεν ισχύει ούτε ως πολιτικός, ούτε ως ψυχικός, ούτε ως ηθικός όρος), όπως και ο πατέρας που τριγύρισε αλλιώς στις εξορίες και στα μπουντρούμια της Ασφάλειας Καβάλας.
Και είναι βράδυ.
Μικρές κινήσεις του σπιτιού, κουβέντες λίγης ησυχίας και ψιθυρισμένης αγάπης. Και τώρα ακριβώς χτυπάει το μάνταλο της πόρτας. Το σπίτι παγώνει. Όχι οι άνθρωποι, το σπίτι. Η μαμά Ελένη ανοίγει την πόρτα. Στο πλαίσιο της νύχτας ένας χωροφύλακας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένα ολόκληρο ποτάμι τρόμου με παρασέρνει. Ο χωροφύλακας έχει έρθει για να πάρει τα δακτυλικά αποτυπώματα της γιαγιάς Εριφύλης, επειδή λέει πρέπει να βγάλει καινούργια ταυτότητα. Θυμάμαι - ναι, θυμάμαι, κι όσοι έζησαν σ' εκείνη την Ελλάδα ξέρουν ότι λέω αλήθεια πως θυμάμαι - ότι κι ο χωροφύλακας είναι φοβισμένος από τον φόβο που προκαλεί. Κάνει όσο μπορεί πιο ήσυχα και φεύγει.
Η μητέρα βρίσκεται σε κατάσταση πανικού. Η γιαγιά Εριφύλη κοιτάζει τα μαυρισμένα της ακροδάχτυλα (παρεμπιπτόντως να πω ότι είχε τα ωραιότερα χέρια που έχω δει στη ζωή μου) και είναι ολόκληρη μια απορία τρόμου. Έρχεται ο πατέρας. Μιλάνε. Ησυχάζουν. Με βάζουν κι εμένα να κοιμηθώ.
Σκηνή δεύτερη: Εκλογές του 1961. Περίπου ίδια εποχή δηλαδή. Είμαστε στο σπίτι του ράφτη του Μήτσου Ζωντανού. Στην ίδια συνοικία, λίγο πιο πέρα από το σπίτι μας. Εμείς, η οικογένεια Ζωντανού, η οικογένεια Γιαννακάκη (δεν θυμάμαι αν ήταν κι άλλοι) και τα παιδιά. Όλα πιο μεγάλα από μένα: Παράδεισος. Ραδιόφωνο. Χαρτιά και μολύβια. Υπάρχει κι ένα πιάνο εντελώς σουρεαλιστικό επειδή ουδείς παίζει πιάνο.
Όταν ξαναβρεθώ με τη Μαίρη Ζωντανού, που έχουμε χαθεί μερικές δεκάδες χρόνια, θα τη ρωτήσω να μου λύσει το μυστήριο του πιάνου.
Τέλος πάντων, στην κουζίνα υπάρχει γάστρα αληθινή, βλάχικη (φαντάσου τώρα τον απόλυτο ελευθεριακό κοινωνισμό) και η κυρία Νίκη Ζωντανού, παιδική φίλη και γειτόνισσα της μάνας μου, με βλάχικη καταγωγή, ετοιμάζει τυρόπιτες και άλλα φύλλα της ζωής με εκπληκτική ευκολία και εκπληκτικά καθησυχαστική γευστική πληρότητα??? είχε σημασία τότε η γευστική πληρότητα.
Τα παιδιά παίζουμε «τόμπολα». Πού και πού χτυπάω τα πλήκτρα του πιάνου. Γελάμε. Είμαστε παρέα. Οι μεγάλοι κολλημένοι στο ραδιόφωνο. Ο κύριος Μήτσος τους δίνει κουράγιο: «Έτσι κάνουν πάντα, βγάζουν πρώτα τα αποτελέσματα που τους συμφέρουν». Εμείς τα παιδιά σιγά -σιγά κοιμόμαστε μέσα στις κουβέντες των μεγάλων, στη μυρωδιά της αγωνίας τους που μπερδεύεται με τη μυρωδιά των φύλλων που κυματίζουν στα χέρια της κυρίας Νίκης, τη μυρωδιά της Μαίρης και της Εύρης δίπλα μου, τη μυρωδιά από τις ξεκούρδιστες νότες, τη μυρωδιά από τον ίδιο μας τον επερχόμενο ύπνο. Κοιμόμαστε. Και μας ξυπνούν χαράματα. Μας κουβαλούν στην αγκαλιά, εμένα και τον αδελφό μου, μέχρι το σπίτι. Οι γονείς μας και οι φίλοι μας είναι πολύ σοβαροί αυτά τα χαράματα.
Σκηνή Τρίτη: Είναι χειμώνας του 1963. Απομεσήμερο. Βρέχει. Είμαστε στριμωγμένοι στο αυτοκίνητο του θείου Παύλου. «Μόσκοβιτς». Ο θείος Παύλος Αγγελίδης. Συμβολαιογράφος. Αδελφός της μάνας μου. Μέλος του επιτελείου του 4ου συντάγματος του ΕΛΑΣ που έδωσε και κέρδισε τη μάχη της Ηλεκτρικής. Και ναι μεν ο Πειραιάς και η Αθήνα δεν ανατινάχτηκαν, ανατινάχτηκε όμως ο θείος Παύλος. Ήταν, βλέπεις, υπονομευμένος από τον έρωτα.
Όταν πέθανε, ο πατέρας μου τον έκλαψε με λυγμούς. Και μου είπε: Δεν τον έκλαψα γιατί πέθανε, τον έκλαψα γιατί δεν έζησε. Τώρα που και οι δύο δεν υπάρχουν, ας πω για κείνο το χειμωνιάτικο απομεσήμερο του 1963: Σταματάμε μπροστά σ' ένα περίπτερο στη Λεωφόρο Βενιζέλου της Καβάλας. Βρέχει βέβαια. Μου λέει ο πατέρας μου: «Πάρε μια Αυγή». Κατεβαίνω και το λέω στον περιπτερά: «Μια Αυγή». Μπαίνω ξανά στο «Μόσκοβιτς». Και ο πατέρας μου (ο ήρεμος πατέρας μου) φωνάζει και μου δίνει μια σφαλιάρα. «Τον χαφιέ δεν τον είδες;». Ήμουν οχτώ χρονών και έπρεπε ήδη να ξέρω τους χαφιέδες. Φύγαμε.
Σκηνή τέταρτη: Απόγευμα της 21ηςΑπριλίου 1967. Ημέρα Παρασκευή. Η κάμερα, κοντρ πλονζέ, δείχνει τον πατέρα μου να φτιάχνει έναν χαρταετό. Αύριο θα ήταν του Λαζάρου. Πλονζέ. Κι εμείς έτσι μεγαλώσαμε. Ανάμεσα στο πλονζέ, και στο κοντρ πλονζέ. Και ήρθαμε. Και είμαστε εδώ.
Σκηνή Πέμπτη: Είμαστε εδώ πίσω από το παραβάν την περασμένη Κυριακή, εγώ και η Ελένη-Εριφύλη. Χοροπηδάει. Της λείπουν τα δυο πάνω δόντια. Να ψηφίσω, να ψηφίσω μου λέει. Βγαίνουμε από το παραβάν και η Ελένη - Εριφύλη ρίχνει τα ψηφοδέλτια στην κάλπη. Η μικρή κόρη της οικογένειας. Εκείνης της οικογένειας που ξαγρυπνούσε πάνω από τα παιδιά της. Και ξαγρυπνάει ακόμα.
Είναι δηλαδή περίπου οκτώ το βράδυ. Αλλά τότε ήταν αλλιώς οι οκτώ το βράδυ σε μια προσφυγική συνοικία και σε μια οικογένεια όπου η μητέρα έχει πριν από λίγα χρόνια αποφυλακισθεί μόνο (αφού το «αποβασανισθεί» δεν ισχύει ούτε ως πολιτικός, ούτε ως ψυχικός, ούτε ως ηθικός όρος), όπως και ο πατέρας που τριγύρισε αλλιώς στις εξορίες και στα μπουντρούμια της Ασφάλειας Καβάλας.
Και είναι βράδυ.
Μικρές κινήσεις του σπιτιού, κουβέντες λίγης ησυχίας και ψιθυρισμένης αγάπης. Και τώρα ακριβώς χτυπάει το μάνταλο της πόρτας. Το σπίτι παγώνει. Όχι οι άνθρωποι, το σπίτι. Η μαμά Ελένη ανοίγει την πόρτα. Στο πλαίσιο της νύχτας ένας χωροφύλακας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένα ολόκληρο ποτάμι τρόμου με παρασέρνει. Ο χωροφύλακας έχει έρθει για να πάρει τα δακτυλικά αποτυπώματα της γιαγιάς Εριφύλης, επειδή λέει πρέπει να βγάλει καινούργια ταυτότητα. Θυμάμαι - ναι, θυμάμαι, κι όσοι έζησαν σ' εκείνη την Ελλάδα ξέρουν ότι λέω αλήθεια πως θυμάμαι - ότι κι ο χωροφύλακας είναι φοβισμένος από τον φόβο που προκαλεί. Κάνει όσο μπορεί πιο ήσυχα και φεύγει.
Η μητέρα βρίσκεται σε κατάσταση πανικού. Η γιαγιά Εριφύλη κοιτάζει τα μαυρισμένα της ακροδάχτυλα (παρεμπιπτόντως να πω ότι είχε τα ωραιότερα χέρια που έχω δει στη ζωή μου) και είναι ολόκληρη μια απορία τρόμου. Έρχεται ο πατέρας. Μιλάνε. Ησυχάζουν. Με βάζουν κι εμένα να κοιμηθώ.
Σκηνή δεύτερη: Εκλογές του 1961. Περίπου ίδια εποχή δηλαδή. Είμαστε στο σπίτι του ράφτη του Μήτσου Ζωντανού. Στην ίδια συνοικία, λίγο πιο πέρα από το σπίτι μας. Εμείς, η οικογένεια Ζωντανού, η οικογένεια Γιαννακάκη (δεν θυμάμαι αν ήταν κι άλλοι) και τα παιδιά. Όλα πιο μεγάλα από μένα: Παράδεισος. Ραδιόφωνο. Χαρτιά και μολύβια. Υπάρχει κι ένα πιάνο εντελώς σουρεαλιστικό επειδή ουδείς παίζει πιάνο.
Όταν ξαναβρεθώ με τη Μαίρη Ζωντανού, που έχουμε χαθεί μερικές δεκάδες χρόνια, θα τη ρωτήσω να μου λύσει το μυστήριο του πιάνου.
Τέλος πάντων, στην κουζίνα υπάρχει γάστρα αληθινή, βλάχικη (φαντάσου τώρα τον απόλυτο ελευθεριακό κοινωνισμό) και η κυρία Νίκη Ζωντανού, παιδική φίλη και γειτόνισσα της μάνας μου, με βλάχικη καταγωγή, ετοιμάζει τυρόπιτες και άλλα φύλλα της ζωής με εκπληκτική ευκολία και εκπληκτικά καθησυχαστική γευστική πληρότητα??? είχε σημασία τότε η γευστική πληρότητα.
Τα παιδιά παίζουμε «τόμπολα». Πού και πού χτυπάω τα πλήκτρα του πιάνου. Γελάμε. Είμαστε παρέα. Οι μεγάλοι κολλημένοι στο ραδιόφωνο. Ο κύριος Μήτσος τους δίνει κουράγιο: «Έτσι κάνουν πάντα, βγάζουν πρώτα τα αποτελέσματα που τους συμφέρουν». Εμείς τα παιδιά σιγά -σιγά κοιμόμαστε μέσα στις κουβέντες των μεγάλων, στη μυρωδιά της αγωνίας τους που μπερδεύεται με τη μυρωδιά των φύλλων που κυματίζουν στα χέρια της κυρίας Νίκης, τη μυρωδιά της Μαίρης και της Εύρης δίπλα μου, τη μυρωδιά από τις ξεκούρδιστες νότες, τη μυρωδιά από τον ίδιο μας τον επερχόμενο ύπνο. Κοιμόμαστε. Και μας ξυπνούν χαράματα. Μας κουβαλούν στην αγκαλιά, εμένα και τον αδελφό μου, μέχρι το σπίτι. Οι γονείς μας και οι φίλοι μας είναι πολύ σοβαροί αυτά τα χαράματα.
Σκηνή Τρίτη: Είναι χειμώνας του 1963. Απομεσήμερο. Βρέχει. Είμαστε στριμωγμένοι στο αυτοκίνητο του θείου Παύλου. «Μόσκοβιτς». Ο θείος Παύλος Αγγελίδης. Συμβολαιογράφος. Αδελφός της μάνας μου. Μέλος του επιτελείου του 4ου συντάγματος του ΕΛΑΣ που έδωσε και κέρδισε τη μάχη της Ηλεκτρικής. Και ναι μεν ο Πειραιάς και η Αθήνα δεν ανατινάχτηκαν, ανατινάχτηκε όμως ο θείος Παύλος. Ήταν, βλέπεις, υπονομευμένος από τον έρωτα.
Όταν πέθανε, ο πατέρας μου τον έκλαψε με λυγμούς. Και μου είπε: Δεν τον έκλαψα γιατί πέθανε, τον έκλαψα γιατί δεν έζησε. Τώρα που και οι δύο δεν υπάρχουν, ας πω για κείνο το χειμωνιάτικο απομεσήμερο του 1963: Σταματάμε μπροστά σ' ένα περίπτερο στη Λεωφόρο Βενιζέλου της Καβάλας. Βρέχει βέβαια. Μου λέει ο πατέρας μου: «Πάρε μια Αυγή». Κατεβαίνω και το λέω στον περιπτερά: «Μια Αυγή». Μπαίνω ξανά στο «Μόσκοβιτς». Και ο πατέρας μου (ο ήρεμος πατέρας μου) φωνάζει και μου δίνει μια σφαλιάρα. «Τον χαφιέ δεν τον είδες;». Ήμουν οχτώ χρονών και έπρεπε ήδη να ξέρω τους χαφιέδες. Φύγαμε.
Σκηνή τέταρτη: Απόγευμα της 21ηςΑπριλίου 1967. Ημέρα Παρασκευή. Η κάμερα, κοντρ πλονζέ, δείχνει τον πατέρα μου να φτιάχνει έναν χαρταετό. Αύριο θα ήταν του Λαζάρου. Πλονζέ. Κι εμείς έτσι μεγαλώσαμε. Ανάμεσα στο πλονζέ, και στο κοντρ πλονζέ. Και ήρθαμε. Και είμαστε εδώ.
Σκηνή Πέμπτη: Είμαστε εδώ πίσω από το παραβάν την περασμένη Κυριακή, εγώ και η Ελένη-Εριφύλη. Χοροπηδάει. Της λείπουν τα δυο πάνω δόντια. Να ψηφίσω, να ψηφίσω μου λέει. Βγαίνουμε από το παραβάν και η Ελένη - Εριφύλη ρίχνει τα ψηφοδέλτια στην κάλπη. Η μικρή κόρη της οικογένειας. Εκείνης της οικογένειας που ξαγρυπνούσε πάνω από τα παιδιά της. Και ξαγρυπνάει ακόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου