Του Απόστολου Λυκεσά, απο το Alter Thess...
«Γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι» ρωτούσαν συχνά πυκνά τα τελευταία
τέσσερα χρόνια, όσοι πολίτες αναζητούσαν με αγωνία απαντήσεις για το
σήμερα και το αύριο της χώρας κι έψαχναν οδηγούς μέσα στα πολλαπλά
αδιέξοδα πάνω στα οποία σκόνταφταν.
Κι εννοούσαν βέβαια τους διανοούμενους εκείνους που θα στεκόταν στο πλάι τους την ώρα της αδυναμίας και θα φώτιζαν τα σκοτάδια με τον λόγο και τα γραπτά τους.
Ο νέος δήμαρχος Βόλου Αχιλλέας Μπέος, εκλεγμένος και με την συνηγορούσα περήφανη ουδετερότητα των κομμουνιστών, κατέστησε τις σχετικές απορίες άχρηστες, υποδεικνύοντας νέους δρόμους αναζήτησης της ευτυχίας. Κατ’ αρχήν για τον Μπέο όλοι οι καταγεγραμμένοι ως κουλτουριαραίοι, είναι υπεύθυνοι για το χάλι της χώρας, για όλα τα δεινά της, για την κλοπή των δημόσιων ταμείων ακόμη και για το ψυχομπέρδεμα των ανθρώπων.
Με στρωτή γλώσσα και ευθυκρισία ανάλογη των Μυρμιδόνων και του συνώνυμου αρχηγού τους τα έβαλε με τους «ανθρώπους της αρπαχτής» που «επί χρόνια λυμαίνονται τα κονδύλια του υπουργείου Πολιτισμού» και «όλα αυτά τα πρόσωπα των προοδευτικών δυνάμεων της δήθεν κουλτούρας, των γραμμάτων, της τέχνης και της που…ας, της αρπαχτής που οδήγησαν τη χώρα σε αυτόν τον εξευτελισμό». Και είχε ταυτοχρόνως, ο δήμαρχος, πρόταση για τα σύγχρονα γυμναστήρια του πνεύματος: «για εμάς η τέχνη και η μουσική είναι οι άνθρωποι που μας διασκεδάζουν, αλλά ποτέ δεν πέρασαν να πάρουν τον ιδρώτα σας από το Υπουργείο Πολιτισμού. Είναι ο Καρράς, ο κουμπάρος μου. Είναι όπως λέμε "Της Πάολας θα γίνει", είναι ο Ρέμος, είναι ο Παντελίδης, ο Οικονομόπουλος που τους πληρώνουμε εμείς και δεν πήραν ποτέ τον ιδρώτα σας». Συντεταγμένο πλήθος Βολιωτών επευφημούσε ενώ λευκά περιστέρια φτερούγιζαν έτοιμα να στείλουν το μήνυμα στα πέρατα του κόσμου.
Ένα σύνθημα περιεκτικό και λάγαρο, καίριο, εκ της ευθυβολίας του προερχόμενο μένει να αναρτηθεί στις εισόδους της πόλεως του Ντε Κίρικο και του Δελμούζου: «όταν ακούω “Κιμούλη” τραβάω πιστόλι».
Δεν είναι η πρώτη φορά που κάτι ανάλογο ακούγεται, κάποιος Γκέρινγκ το είχε διατυπώσει αλλά το νόημά του χανόταν μέσα στην γενικότητα της καταγγελίας. Τώρα τα πράγματα είναι καθαρά και υπάρχουν και ονόματα, πρόσωπα έτοιμα και άξια να δεχθούν το ρίπισμα ενός περιστρόφου.
Το μήνυμα είχε περιγραφεί, εξάλλου, με λεκτική δεινότητα και συμπύκνωση νοήματος ανάλογη ενός Σοπενάουερ, όταν πριν πολλά χρόνια υπουργός σοσιαλιστικών καταβολών, Ευάγγελος Γιαννόπουλος στο όνομα, είχε ανακοινώσει από τη Θεσσαλονίκη ότι τα νυχτερινά κέντρα δεν ήταν κάτι το κακόν αλλ’ αντιθέτως ψυχοφελή «πολιτιστικά κέντρα». Όλα τα άλλα είναι κουλτουροθολούρες, το θέμα είναι να παίρνεις αποφάσεις και να ρίχνεσαι με ζέση κατόπιν της κοπιώδους εργασίας στο αρκουδοζειμπέκικο πλαισιούμενος από άνθη που θα ζήλευε ως και η Αφροδίτη του Μποτιτσέλι. Εξάλλου, είναι πασίδηλο πως τα νυχτερινά κέντρα και οι κάρτες των τραπεζών είναι αυτά που κράτησαν ζωντανό το έθνος στις δύσκολες στιγμές του. Απόδειξη ότι οι ήρωες τους κρατούν στις πλάτες τους πολύωρα τηλεοπτικά σόου στα οποία ξακρίζεται το καλλιτεχνικό μέλλον της πατρίδας.
Η καθαρότητα των λόγων, των μηνυμάτων και του διαγραφομένου μέλλοντος θόλωσαν κάπως από τον λόγο ενός ισοβίτη, υπαλλήλου δήμου αλλά και ιδιοκτήτη «πολιτιστικού κέντρου» εκείνης της εποχής, κάποιου Παναγιώτη Σαξώνη, ο οποίος απολογούμενος εδήλωσε ότι αυτός πλήρωνε την αρτίστα της νύχτας Άννα Βίσση νυχτοκάματο 35 χιλιάρικα αλλά αυτή έκοβε παραστατικό για 8.400 ευρώ. Αυτά τα νέα όμως δεν περνούν τα σύνορα του Βόλου. Αυτά τα λένε οι Κιμούληδες και όχι για πολύ ακόμη.
Είχανε ρωτήσει έναν από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας τον Χίλωνα πώς ξεχωρίζει ένας μορφωμένος από έναν αμόρφωτο και είχε απαντήσει πως μπορείς να τους καταλάβεις από τις ελπίδες που δίνουν στους ανθρώπους. Το αύριο που τους περιγράφουν ή τους υπόσχονται. Οι Βολιώτες λοιπόν ξέρουν ότι αυτοί θα πληρώνουν τα σπασμένα πιάτα.
Λέω λοιπόν να μην πατήσω το πόδι μου στο Βόλο για πέντε χρόνια, θα πάω στο Πήλιο από άλλο δρόμο, μην κόψω την διασκέδαση των Βολιωτών. Μικρό ως αδιόρατο το κακό γι αυτούς, δεν είμαι δα και Βολιώτης, εδώ κοτζάμ Σόλωνας, βέρος Αθηναίος, έφυγε από την πόλη του για περισσότερα χρόνια, όσα είχε κρατήσει η τυραννία του Πεισίστρατου.
Κι εννοούσαν βέβαια τους διανοούμενους εκείνους που θα στεκόταν στο πλάι τους την ώρα της αδυναμίας και θα φώτιζαν τα σκοτάδια με τον λόγο και τα γραπτά τους.
Ο νέος δήμαρχος Βόλου Αχιλλέας Μπέος, εκλεγμένος και με την συνηγορούσα περήφανη ουδετερότητα των κομμουνιστών, κατέστησε τις σχετικές απορίες άχρηστες, υποδεικνύοντας νέους δρόμους αναζήτησης της ευτυχίας. Κατ’ αρχήν για τον Μπέο όλοι οι καταγεγραμμένοι ως κουλτουριαραίοι, είναι υπεύθυνοι για το χάλι της χώρας, για όλα τα δεινά της, για την κλοπή των δημόσιων ταμείων ακόμη και για το ψυχομπέρδεμα των ανθρώπων.
Με στρωτή γλώσσα και ευθυκρισία ανάλογη των Μυρμιδόνων και του συνώνυμου αρχηγού τους τα έβαλε με τους «ανθρώπους της αρπαχτής» που «επί χρόνια λυμαίνονται τα κονδύλια του υπουργείου Πολιτισμού» και «όλα αυτά τα πρόσωπα των προοδευτικών δυνάμεων της δήθεν κουλτούρας, των γραμμάτων, της τέχνης και της που…ας, της αρπαχτής που οδήγησαν τη χώρα σε αυτόν τον εξευτελισμό». Και είχε ταυτοχρόνως, ο δήμαρχος, πρόταση για τα σύγχρονα γυμναστήρια του πνεύματος: «για εμάς η τέχνη και η μουσική είναι οι άνθρωποι που μας διασκεδάζουν, αλλά ποτέ δεν πέρασαν να πάρουν τον ιδρώτα σας από το Υπουργείο Πολιτισμού. Είναι ο Καρράς, ο κουμπάρος μου. Είναι όπως λέμε "Της Πάολας θα γίνει", είναι ο Ρέμος, είναι ο Παντελίδης, ο Οικονομόπουλος που τους πληρώνουμε εμείς και δεν πήραν ποτέ τον ιδρώτα σας». Συντεταγμένο πλήθος Βολιωτών επευφημούσε ενώ λευκά περιστέρια φτερούγιζαν έτοιμα να στείλουν το μήνυμα στα πέρατα του κόσμου.
Ένα σύνθημα περιεκτικό και λάγαρο, καίριο, εκ της ευθυβολίας του προερχόμενο μένει να αναρτηθεί στις εισόδους της πόλεως του Ντε Κίρικο και του Δελμούζου: «όταν ακούω “Κιμούλη” τραβάω πιστόλι».
Δεν είναι η πρώτη φορά που κάτι ανάλογο ακούγεται, κάποιος Γκέρινγκ το είχε διατυπώσει αλλά το νόημά του χανόταν μέσα στην γενικότητα της καταγγελίας. Τώρα τα πράγματα είναι καθαρά και υπάρχουν και ονόματα, πρόσωπα έτοιμα και άξια να δεχθούν το ρίπισμα ενός περιστρόφου.
Το μήνυμα είχε περιγραφεί, εξάλλου, με λεκτική δεινότητα και συμπύκνωση νοήματος ανάλογη ενός Σοπενάουερ, όταν πριν πολλά χρόνια υπουργός σοσιαλιστικών καταβολών, Ευάγγελος Γιαννόπουλος στο όνομα, είχε ανακοινώσει από τη Θεσσαλονίκη ότι τα νυχτερινά κέντρα δεν ήταν κάτι το κακόν αλλ’ αντιθέτως ψυχοφελή «πολιτιστικά κέντρα». Όλα τα άλλα είναι κουλτουροθολούρες, το θέμα είναι να παίρνεις αποφάσεις και να ρίχνεσαι με ζέση κατόπιν της κοπιώδους εργασίας στο αρκουδοζειμπέκικο πλαισιούμενος από άνθη που θα ζήλευε ως και η Αφροδίτη του Μποτιτσέλι. Εξάλλου, είναι πασίδηλο πως τα νυχτερινά κέντρα και οι κάρτες των τραπεζών είναι αυτά που κράτησαν ζωντανό το έθνος στις δύσκολες στιγμές του. Απόδειξη ότι οι ήρωες τους κρατούν στις πλάτες τους πολύωρα τηλεοπτικά σόου στα οποία ξακρίζεται το καλλιτεχνικό μέλλον της πατρίδας.
Η καθαρότητα των λόγων, των μηνυμάτων και του διαγραφομένου μέλλοντος θόλωσαν κάπως από τον λόγο ενός ισοβίτη, υπαλλήλου δήμου αλλά και ιδιοκτήτη «πολιτιστικού κέντρου» εκείνης της εποχής, κάποιου Παναγιώτη Σαξώνη, ο οποίος απολογούμενος εδήλωσε ότι αυτός πλήρωνε την αρτίστα της νύχτας Άννα Βίσση νυχτοκάματο 35 χιλιάρικα αλλά αυτή έκοβε παραστατικό για 8.400 ευρώ. Αυτά τα νέα όμως δεν περνούν τα σύνορα του Βόλου. Αυτά τα λένε οι Κιμούληδες και όχι για πολύ ακόμη.
Είχανε ρωτήσει έναν από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας τον Χίλωνα πώς ξεχωρίζει ένας μορφωμένος από έναν αμόρφωτο και είχε απαντήσει πως μπορείς να τους καταλάβεις από τις ελπίδες που δίνουν στους ανθρώπους. Το αύριο που τους περιγράφουν ή τους υπόσχονται. Οι Βολιώτες λοιπόν ξέρουν ότι αυτοί θα πληρώνουν τα σπασμένα πιάτα.
Λέω λοιπόν να μην πατήσω το πόδι μου στο Βόλο για πέντε χρόνια, θα πάω στο Πήλιο από άλλο δρόμο, μην κόψω την διασκέδαση των Βολιωτών. Μικρό ως αδιόρατο το κακό γι αυτούς, δεν είμαι δα και Βολιώτης, εδώ κοτζάμ Σόλωνας, βέρος Αθηναίος, έφυγε από την πόλη του για περισσότερα χρόνια, όσα είχε κρατήσει η τυραννία του Πεισίστρατου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου