Ι Χ Ν Η Λ Α Σ Ι Ε Σ...
Θα μάθεις να τους ξεχωρίζεις πολύ εύκολα.
Θα
στέκονται το πρωί στην είσοδο και θα περιμένουν τη δική σου καλημέρα.
Θα τριγυρνάνε με εξεταστική διάθεση στον διάδρομο και, όταν
διασταυρώνονται μαζί σου, θα σε προσπερνάνε σαν να μην υπάρχεις. Θα
προτιμούν τον πληθυντικό ευγενείας αλλά οι ίδιοι θα σε προσφωνούν
"συνάδελφε" για να 'χουν την έξωθεν μαρτυρία. Θα κλείνονται στο γραφείο τους και θα σκύβουν ώρες ατέλειωτες ανάμεσα
σε νόμους και εγκυκλίους. Θα τους χτυπάς την πόρτα και θα περιμένεις
μέχρι να θυμηθούν να σε απαντήσουν. Θα στέκεσαι όρθιος απέναντί τους και
θα ελπίζεις να 'ναι στην καλή τους μέρα για να καθίσεις. Θα τους μιλάς
και θα 'ναι σαν να 'χουν αλλού το νου τους. Κι όταν μετά από ώρα θα
αντιληφθούν την παρουσία σου, θα παρατηρήσεις πίσω από τον ξύλινο λόγο
τους μια γκριμάτσα υπεροχής να στερεώνεται στα σκουρόχρωμα κοστούμια που
καθημερινά θα αλλάζουν.
Θα
κάνεις την πάπια. Δεν μπορείς κι αλλιώς. Ένα ολόκληρο οχτάωρο, πέντε
μέρες τη βδομάδα, μισή σχεδόν ζωή υπόθεση, θα διατελείς υπήκοος στον
μικρόκοσμο της εξουσίας τους και θα υπάρχεις μόνο σαν έτοιμο και υπόλογο
κοινό για τις βαθυστόχαστες κοινοτοπίες, τις μικρές προσβολές και το
αποτυχημένο χιούμορ τους.
Δεν
ξέρω πόση ανασφάλεια κρύβει η ταύτισή τους με τον ρόλο που υποδύονται.
Ούτε πόσες παντόφλες εκσφενδονίζονται καθημερινά στο κεφάλι τους από τις
γυναίκες, τους άντρες και τα αδέλφια τους. Ή πόσα παράπονα συνεχίζουν
να μυξοκλαίνε στη μνήμη τους από τα τραύματα των παιδικών τους χρόνων.
Δεν με ενδιαφέρουν οι ψυχολογισμοί κι είμαι πολύ μεγάλος για να δίνω άλλοθι σε κάθε τυχάρπαστο.
Άλλωστε, τους έχω φάει στη μάπα. Κάποτε τους πολέμησα κιόλας. Και το πλήρωσα, χωρίς να το μετανιώσω.Τώρα προτιμώ να τους αγνοώ, έστω και αν νιώθω ότι τελευταία πληθαίνουν ανησυχητικά. Σαν
τα σαλιγκάρια που κλείνονται στο καβούκι τους τις μέρες της αιθρίας,
για να ξεμυτίσουν όταν μαζεύονται τα σύννεφα, ή ακριβέστερα όταν ο
πολιτικός και διοικητικός αυταρχισμός σπέρνει μικροφασισμούς για να αποκεφαλίσει τα στάχυα που εξέχουν.
Τους
θυμήθηκα πάντως σε ανύποπτη στιγμή τις προάλλες, προσπαθώντας να
ανακουφίσω το βλέμμα μου από το φριχτό θέαμα με το παλικαράκι που χωρίς
καμία ιδιότητα και χωρίς κανέναν ρόλο κατέβαινε στην τελευταία του
κατοικία. Στράφηκα λοιπόν στις επιτύμβιες στήλες πάνω από τα χωνεμένα με
κοπριά και κόκαλα μνήματα και μειδίασα χαιρέκακα διαβάζοντας:
Ανδρέας Α., ετών 85, συνταγματάρχης εν αποστρατεία,
Κωνσταντίνος Κ., ετών 61, αστυνομικός διευθυντής,
Δημοσθένης Ν., ετών 55, διευθυντής σχολείου.
Τελικά,
ο θάνατος επιμένει υπέρμαχος της πιο αδυσώπητης αλλά ευνομούμενης
δημοκρατίας. Κι ίσως γι' αυτό να νιώθω παιδιόθεν μια περίεργη έλξη για
τα νεκροταφεία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου