Της Πέπης Ρηγοπούλου, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Υπάρχει λαός. Οχι το φάντασμά μας, που επικαλούνται οι κάθε λογής
λαοπλάνοι. Οχι ο λαός με το πλαστικό φωτοστέφανο που στήνουν μπροστά στα
μάτια μας οι δεκάρικοι αυτών που μας ζητούν σε κάθε εκλογή ακόμη μια
λευκή επιταγή. Οχι η μάζα, ο πολτός στον οποίο θέλει να μας μετατρέψει,
όταν μας βομβαρδίζει αλύπητα, η εξουσία των καναλιών.
Αλλά ένας κόσμος που τόλμησε και που κατάφερε να αντισταθεί στον εκβιασμό του φόβου, της ενοχοποίησης και του μίσους.
Ενας κόσμος οργισμένος. Που έχει βιώσει την αλήθεια ότι καμιά ανάκαμψη στα χαρτιά δεν μπορεί να προέλθει από μια κοινωνία που κάθε στιγμή τη βλέπουμε γύρω μας να ξεψυχάει. Που όταν ακούει ότι «τώρα τελειώνει η κρίση», «τώρα σκίζουμε τα μνημόνια», τώρα λέμε «όχι» στις πιέσεις των «φίλων μας», νιώθει την οργή να γίνεται μέσα του πάθος αντίστασης. Αυτή η οργή εκφράστηκε με την ψήφο της Κυριακής.
Φτάνει όμως η οργή; Για να λάβουμε την απάντηση, αυτή που δεν καταγράφεται στους αριθμούς, πρέπει να τολμήσουμε να ακούσουμε τον λαό. Να ακούσουμε τον λόγο του, που μπορεί να εκφράζει με σαφήνεια είτε και με υπονοούμενα, με τη συμφωνία ή και με την παραφωνία του, με την ορθή του επιλογή ή με το λάθος του, που και αυτό έχει τη δική του -πολύ μεγάλη μάλιστα- σημασία.
Οι ιδέες είναι ωραίες. Οι ιδέες είναι οι ανεμόμυλοι που καλούν τον Δον Κιχώτη να καλπάσει επάνω στον Ροσινάντε στον δρόμο της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Αλλά οι ιδέες δεν αρκούν, όπως δεν αρκεί το συναίσθημα της πληγωμένης αξιοπρέπειας και της αγανάκτησης για την αδικία. Πλάι στον Δον Κιχώτη, όχι λιγότερο σημαντικός, προχωρεί με το γαϊδουράκι του το άλλο αιώνιο σύμβολο του ανθρώπου, ο Σάντσο, για να μας θυμίζει ότι ο άνθρωπος έχει και σώμα που πονά και πεινά, αισθήσεις, επιδερμίδα, επιθυμία.
Οι άνθρωποι που απεχθάνονται τα μνημόνια και την υποτέλεια, τον εξευτελισμό και τη λεηλασία, είναι πολύ περισσότεροι από αυτούς που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα αντιμνημονιακά κόμματα.
Μια Αριστερά που θα ήθελε όχι απλώς να εναλλαγεί με μια ίδια λίγο-πολύ αντίληψη για την εξουσία, αλλά να τολμήσει τη μεταμόρφωσή της παράλληλα με την πραγματική απελευθέρωση του τόπου, θα πρέπει να φέρει όλο αυτό τον κόσμο κοντά της για να αντέξουμε όλοι μαζί σε εκβιασμούς και πιέσεις. Κάτι τέτοιο σε μικρό μόνο βαθμό θα μπορέσει να γίνει με επαφές και συμφωνίες κορυφής.
Θα γίνει μόνον όταν καταδεχτεί να κατέβει από τους κομματικούς και τους προσωπικούς πύργους της, όταν μπορέσει να ακούσει τα λόγια, και αυτή ακόμη την εύγλωττη σιωπή, που μιλούν για τον καημό της επιβίωσης του σήμερα, για τη μεγάλη αγωνία τού αύριο. Πόσο συγκεκριμένα είναι αυτά που μπορούμε να πούμε σχετικά με το ψωμί, το σπίτι, το φάρμακο σ' αυτόν από τον οποίο ζητάμε να ρισκάρει τόσα; Από τις απαντήσεις αυτές θα κριθεί το αν η οργή θα γίνει πρόταση ζωής και ελευθερίας.
Αλλά ένας κόσμος που τόλμησε και που κατάφερε να αντισταθεί στον εκβιασμό του φόβου, της ενοχοποίησης και του μίσους.
Ενας κόσμος οργισμένος. Που έχει βιώσει την αλήθεια ότι καμιά ανάκαμψη στα χαρτιά δεν μπορεί να προέλθει από μια κοινωνία που κάθε στιγμή τη βλέπουμε γύρω μας να ξεψυχάει. Που όταν ακούει ότι «τώρα τελειώνει η κρίση», «τώρα σκίζουμε τα μνημόνια», τώρα λέμε «όχι» στις πιέσεις των «φίλων μας», νιώθει την οργή να γίνεται μέσα του πάθος αντίστασης. Αυτή η οργή εκφράστηκε με την ψήφο της Κυριακής.
Φτάνει όμως η οργή; Για να λάβουμε την απάντηση, αυτή που δεν καταγράφεται στους αριθμούς, πρέπει να τολμήσουμε να ακούσουμε τον λαό. Να ακούσουμε τον λόγο του, που μπορεί να εκφράζει με σαφήνεια είτε και με υπονοούμενα, με τη συμφωνία ή και με την παραφωνία του, με την ορθή του επιλογή ή με το λάθος του, που και αυτό έχει τη δική του -πολύ μεγάλη μάλιστα- σημασία.
Οι ιδέες είναι ωραίες. Οι ιδέες είναι οι ανεμόμυλοι που καλούν τον Δον Κιχώτη να καλπάσει επάνω στον Ροσινάντε στον δρόμο της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Αλλά οι ιδέες δεν αρκούν, όπως δεν αρκεί το συναίσθημα της πληγωμένης αξιοπρέπειας και της αγανάκτησης για την αδικία. Πλάι στον Δον Κιχώτη, όχι λιγότερο σημαντικός, προχωρεί με το γαϊδουράκι του το άλλο αιώνιο σύμβολο του ανθρώπου, ο Σάντσο, για να μας θυμίζει ότι ο άνθρωπος έχει και σώμα που πονά και πεινά, αισθήσεις, επιδερμίδα, επιθυμία.
Οι άνθρωποι που απεχθάνονται τα μνημόνια και την υποτέλεια, τον εξευτελισμό και τη λεηλασία, είναι πολύ περισσότεροι από αυτούς που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα αντιμνημονιακά κόμματα.
Μια Αριστερά που θα ήθελε όχι απλώς να εναλλαγεί με μια ίδια λίγο-πολύ αντίληψη για την εξουσία, αλλά να τολμήσει τη μεταμόρφωσή της παράλληλα με την πραγματική απελευθέρωση του τόπου, θα πρέπει να φέρει όλο αυτό τον κόσμο κοντά της για να αντέξουμε όλοι μαζί σε εκβιασμούς και πιέσεις. Κάτι τέτοιο σε μικρό μόνο βαθμό θα μπορέσει να γίνει με επαφές και συμφωνίες κορυφής.
Θα γίνει μόνον όταν καταδεχτεί να κατέβει από τους κομματικούς και τους προσωπικούς πύργους της, όταν μπορέσει να ακούσει τα λόγια, και αυτή ακόμη την εύγλωττη σιωπή, που μιλούν για τον καημό της επιβίωσης του σήμερα, για τη μεγάλη αγωνία τού αύριο. Πόσο συγκεκριμένα είναι αυτά που μπορούμε να πούμε σχετικά με το ψωμί, το σπίτι, το φάρμακο σ' αυτόν από τον οποίο ζητάμε να ρισκάρει τόσα; Από τις απαντήσεις αυτές θα κριθεί το αν η οργή θα γίνει πρόταση ζωής και ελευθερίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου