Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Σταυροί...


Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου, απο τα Ενθεματα...
Όταν το αγόρι πέφτει από το κρεβάτι του κατευθείαν μέσα στο ταψί με τη ζύμη και οι αρτοποιοί το βάζουν κατά λάθος στο φούρνο, δεν μπορώ να μην σκεφτώ το Άουσβιτς.

 Όμως το αγόρι τη γλιτώνει και προλαβαίνει να πετάξει πάνω απ’ την πόλη, προτού ξημερώσει, σαν όνειρο. Βρίσκει το γάλα που χρειάζονται οι αρτοποιοί και τους το προσφέρει (το γάλα δεν είναι μαύρο). Οι τρεις αρτοποιοί ευχαριστούν το αγόρι. Και οι τρεις τους έχουν τη μουτσούνα του Όλιβερ Χάρντι, του Χοντρού, με το χιτλερικό μουστακάκι. Φτιάχνουν λοιπόν το πρωινό γλύκισμα και το αγόρι επιστρέφει στο κρεβάτι του. Αυτά συμβαίνουν Στη νυχτερινή κουζίνα (1970) του παιδικού εικονογράφου Μόρις Σέντακ που πέθανε τέτοια εποχή, πρόπερσι.              
 Ο Σέντακ ήταν Αμερικανός πολωνοεβραϊκής καταγωγής και οι συγγενείς του χαθήκανε στο Ολοκαύτωμα, γεγονός που επηρέασε τον ίδιο και το σχέδιό του, ένα ανακάτεμα σκοτεινής τρυφερότητας και υποδόριας απρέπειας, παιγνιώδες και προκλητικό μαζί, όπως ένα παιδί που βγάζει τη γλώσσα του μπροστά στους μεγάλους για να τους περιγελάσει. Και ο Σέντακ με τη σειρά του, σ’ αυτό το βιβλίο, είναι σαν να περιγελά τους φασίστες: «Αν δεν υπάρχει Άουσβιτς για εσάς, δεν υπάρχει ούτε Χίτλερ για εμάς. Άρα, δεν υπάρχετε ούτε εσείς. Το πολύ-πολύ να υπάρχει μόνο Τσάπλιν», δηλαδή μια φωτεινή κουκίδα που, καθώς περπατά ατσούμπαλα, αναδημιουργεί ολόκληρη την πόλη φωτίζοντάς την.
  Δυστυχώς υπήρξε Άουσβιτς και υπάρχουν ακόμα φασίστες.

 Όταν πριν χρόνια πήγα με την Αγγελική στο Άουσβιτς, λυπάμαι που το λέω αλλά μύριζε ακόμη καμένο δέρμα. Κι όταν, την επόμενη μέρα, πετάξαμε από τη Βαρσοβία για εδώ, καθ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης, ένιωθα την άτρακτο του αεροπλάνου σαν ένα τεράστιο παραβρασμένο λουκάνικο που θα διαλυόταν από στιγμή σε στιγμή στον αέρα. Ήταν σαν να κουβαλούσαμε μαζί μας όλους τους νεκρούς και ειδικά τους δικούς της νεκρούς που ήταν η σεφαραδίτικη οικογένειά της που ξεκληρίστηκε στο Ολοκαύτωμα.
Η γιαγιά της Αγγελικής ήταν Ισπανοεβραία και ήταν η μοναδική που δεν πήγε στο στρατόπεδο. Κρύφτηκε λίγο πιο έξω από τη Θεσσαλονίκη και σώθηκε. Όμως η Ρικέτα, η μάνα της, ο Αβραάμ, ο πατέρας της, και τ’ αδέρφια της -μ’ εξαίρεση τον Μπεν που γύρισε πίσω με τα πόδια- δεν επέζησαν: ήταν η Νταίζη, η Εσθήρ και η μικρή Σάρα, η οποία, αν ζούσε τώρα, θα ήταν σχεδόν συνομήλικη με τον πατέρα μου.
Όλοι τους νεκροί στις 27 Απριλίου του 1943.
Γι’ αυτούς τους σταυρούς έγραψα σήμερα.
              
Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων